Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτά, καὶ μύρια ἄλλα καὶ δυσδιήγητα εἴδη τῆς θείας οἰκονομίας λίγους εὐεργέτησαν, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι ἔμειναν ἀθεράπευτοι, τότε λοιπόν, τότε ἔγινε τὸ μεγάλο καὶ ἀπερίγραπτο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσεως, ὁ ἄπειρος, ὁ ἀπερίγραπτος, ὁ ἀναλλοίωτος, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ φῶς ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸ φῶς, ἡ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀκτινοβολία τῆς δόξας, ἡ σφραγίδα τῆς ὑποστάσεώς του, προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀνακαινίζει τὴν εἰκόνα του ποὺ εἶχε καταστραφεῖ μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἀνανεώνει τὸν ἀνδριάντα ποὺ εἶχε παλιώσει ἀπὸ τὸν υἱὸ τῆς πονηρίας, καὶ τὸν κάνει πιὸ χαριτωμένο ἀπὸ τὸν πρῶτο, ὄχι δημιουργώντας τον πάλι ἀπὸ χῶμα, ὅπως παλιά, ἀλλὰ δεχόμενός τον ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ μεταβάλει τὴ θεϊκὴ φύση σὲ ἀνθρώπινη, ἀλλὰ ἑνώνοντας τὴν ἀνθρώπινη μὲ τὴ θεϊκή. Γιατί, μένοντας αὐτὸ ποὺ ἦταν, ἔλαβε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν. Καὶ αὐτό μας τὸ διδάσκει ὁ μακάριος Παῦλος φωνάζοντας· «Ἂς ἐπικρατεῖ μεταξὺ σας τὸ ἴδιο φρόνημα, ποὺ ὑπῆρχε καὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εἶχε θεϊκὴ ὕπαρξη, δὲν θεώρησε κάτι σὰν ἁρπαγὴ τὸ ὅτι ἦταν ἴσος μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του, παίρνοντας μορφὴ δούλου». Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φανερὸ ὅτι...ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ, μένοντας αὐτὸ ποὺ ἦταν, ἔλαβε τὴ μορφὴ δούλου. Καὶ μορφὴ δούλου δὲν ὀνομάζει αὐτὸ ποὺ φαίνεται μόνο στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὅλη τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ὅπως ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ σημαίνει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιατί τὸ Θεῖο εἶναι χωρὶς μορφὴ καὶ σχῆμα, καὶ κανεὶς ποὺ ἔχει τὰ λογικά του δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ὁ ἀσώματος καὶ ἀσύνθετος ἔχει μορφὴ καὶ διαίρεση μελῶν, ἔτσι ἡ μορφὴ τοῦ δούλου φανερώνει ὄχι μόνο αὐτὸ ποὺ φαίνεται, ἀλλὰ ὅλη τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου.
Γιὰ χάρη τίνος ὁ Θεὸς Λόγος προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Ἐπειδὴ ὁ Δημιουργὸς λυπήθηκε τὴ δική μας φύση, ποὺ δεχόταν πόλεμο ἀπὸ τὸν Πονηρὸ καὶ βαλλόταν μὲ τὰ δηλητηριασμένα βέλη τῆς ἁμαρτίας καὶ στελνόταν στὸ θάνατο, ἦρθε σὲ βοήθεια τῆς εἰκόνας καὶ κατανίκησε ἐκείνους ποὺ τὴν πολεμοῦσαν, ὄχι χρησιμοποιώντας ἁπλῶς τὴ θεϊκὴ δύναμη, οὔτε χτυπώντας τοὺς ἀντιπάλους μὲ τὴ βασιλικὴ ἐξουσία, οὔτε ἐπιστρατεύοντας ἀγγέλους, οὔτε παίρνοντας ὡς συμμάχους τοῦ τοὺς ἀρχαγγέλους, οὔτε ὁπλίζοντας ἐναντίον τῶν ἔχθρων κεραυνοὺς ἢ ἀστραπές, οὔτε ἐμφανιζόμενος στὴ γῆ μὲ Χερουβὶμ καὶ καταδικάζοντας τοὺς ἀντιδίκους μας, ἀλλ’ ἀφοῦ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἔνοχους καὶ πολέμουμενους, καὶ κρύβοντας ἐπιμελῶς τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς θεότητας μὲ τὴν εὐτέλεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καὶ προαλείφοντας τὸν ἄνθρωπο ποὺ φαινόταν σὲ πάλη, καὶ στεφανώνοντας τὸν μετὰ τὴ νίκη. Καὶ ἀπὸ παιδὶ διδάσκοντας τὴν ἀρετὴ καὶ ὁδηγώντας τὸν στὸ ψηλότερο σημεῖο τῆς δικαιοσύνης, καὶ διαφυλάσσοντας τὸν ἀήττητο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὰ βέλη τῆς ἁμαρτίας, ἐπιτρέποντας τὸν ὅμως νὰ ὑποστεῖ θάνατο, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν ἀδικία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ καταργήσει τὴ δύναμη τοῦ θανάτου.
Γιατί, ἐὰν ἐπιτίμιο ἐκείνων ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἦταν ὁ θάνατος, ἐκεῖνος ποὺ εἶναι γιὰ πάντα ἀπαλλαγμένος ἀπὸ αὐτήν, εἶναι δίκαιο νὰ ἀπολαμβάνει τὴ ζωὴ καὶ ὄχι τὸν θάνατο. Ὅμως ἡ ἁμαρτία, ἂν καὶ ἡττημένη, καταδικάζοντας σὲ θάνατο τὸν νικητὴ καὶ ἐκδίδοντας ἐναντίον τοῦ τὴν ἴδια ἀπόφαση ποὺ ἐξέδιδε πάντοτε ἐναντίον τῶν ἡττημένων, συνελήφθη νὰ ἀδικεῖ. Γιατί, στέλνοντας τὸν μέχρι τοὺς δέσμιούς του θανάτου, ἐπειδὴ τὸ ἔκανε σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, τῆς ἐπιτρεπόταν νὰ τὸ κάνει. Ὅταν ὅμως ἐπέβαλε τὰ ἴδια ἐπιτίμια καὶ στὸν ἀθῶο καὶ ἀνεύθυνο, ποὺ ἦταν ἄξιος γιὰ τιμὲς καὶ ἀναδείξεις σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα, κατ’ ἀνάγκη ὡς ἄδικη ἐκδιώκεται ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Καὶ αὐτὸ διδάσκοντας τὸ ὁ μακάριος Παῦλος, ἔλεγε·«Ἐκεῖνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ὁ νόμος, ἐπειδὴ τοῦ ἔλειπε ἡ δύναμη λόγω τῆς σάρκας, τὸ ἔκανε ὁ Θεὸς στέλνοντας τὸν Υἱό του μὲ σῶμα ποὺ ἐμοίαζε μὲ τὸ δικό μας ἁμαρτωλὸ σῶμα, ὡς θυσία γιὰ τὴν ἁμαρτία, καταδικάζοντας ἔτσι τὴν ἁμαρτία στὴ σάρκα, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ἀπαίτηση τοῦ νόμου σέ μας, οἱ ὁποῖοι δὲν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Πνεύματος».
Αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς· Σκοπὸς τοῦ νόμου, λέγει, ἦταν νὰ δικαιώσει τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀδυνατοῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτό, ὄχι ἀπὸ δική του ἀδυναμία, ἀλλ’ ἐξαιτίας τῆς νωθρότητας τῶν ἀκροατῶν του. Γιατί, ὄντας ἐπιρρεπεῖς πρὸς τὴν ἡδονὴ τῆς σάρκας, ἀπέφευγαν τὶς ταλαιπωρίες τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ νόμου, καὶ ἐπιδίδονταν στὶς ἡδυπάθειες τοῦ σώματος. Γι’ αὐτό, λέγει, ὁ Θεὸς τῶν ὅλων στέλνοντας τὸν Υἱό του μὲ τὴ μορφὴ τοῦ σώματος τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ μὲ ἀνθρώπινη φύση, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὡς θυσία γιὰ τὴν ἁμαρτία, καταδίκασε τὴν ἁμαρτία στὴ σάρκα, ἐλέγχοντας τὴν ἀδικία της, ἐπειδὴ ὑπέβαλε στὰ ἐπιτίμια τῶν ἁμαρτωλῶν τὸν ἀνεύθυνο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ὄχι γιὰ νὰ δικαιώσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ προσέλαβε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ, λέγει, ἡ ἀπαίτηση τοῦ νόμου σὲ μᾶς ποὺ δὲν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας, ἀλλὰ μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Πνεύματος. Καθόσον ἡ εὐεργεσία τοῦ Σωτήρα μᾶς ἐκτείνεται σ’ ὅλη τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, γιατί, ὅπως μὲ τὸν προπάτορα Ἀδὰμ γίναμε μέτοχοί της κατάρας καὶ βρεθήκαμε ὅλοι δέσμιοί του θανάτου ὅπως ἐκεῖνος, ἔτσι γινόμαστε μέτοχοι καὶ τῆς νίκης τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, καὶ θὰ συμμετάσχουμε στὴ δόξα καὶ θὰ ἀπολαύσουμε μαζί του καὶ τὴ βασιλεία. Καὶ αὐτῶν μάρτυρας εἶναι ὁ μακάριος Παῦλος, ὑπενθυμίζοντας καὶ τὰ παλιὰ καὶ τὰ νέα, καὶ δείχνοντας ὅτι τὰ παλιὰ καταργήθηκαν μὲ τὴ δικαίωση τοῦ Σωτήρα.
Ὅπως γίναμε μέτοχοί του θανάτου τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι θὰ γίνομε μέτοχοι καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.
«Ἐὰν μὲ τὸ παράπτωμα τοῦ ἑνός», λέγει, «πέθαναν πολλοί, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ποὺ ἦρθε μὲ τὴ χάρη τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὑπεραρκετὴ γιὰ τοὺς πολλούς». Καὶ λίγο παρακάτω· «Ἄρα λοιπόν, ὅπως μὲ τὸ παράπτωμα τοῦ ἑνὸς ἡ καταδίκη κυριάρχησε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ ἡ δίκαια πράξη τοῦ ἑνὸς ἦταν δικαίωση καὶ ζωὴ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους. Γιατί, ὅπως μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἔγιναν ἁμαρτωλοὶ οἱ πολλοί, ἔτσι καὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἑνὸς θὰ δικαιωθοῦν οἱ πολλοί». Τὰ ἴδια διδάσκει πιὸ καθαρὰ καὶ στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ λέγοντας· «Ὅπως μὲ τὸν Ἀδὰμ ὅλοι πεθαίνουν, ἔτσι καὶ μὲ τὸν Χριστὸ ὅλοι θὰ ζωοποιηθοῦν». Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φανερό, ὅτι ἡ νίκη τοῦ Σωτήρα μᾶς εἶναι δική μας νίκη, ἀφοῦ ἡ ἥττα τοῦ προπάτορά μας ὑπῆρξε ἥττα ὅλων καὶ πρέπει, ὅπως γίναμε μέτοχοί της πράξεως ἐκείνου, ἔτσι ν’ ἀπολαύσουμε καὶ τὰ ἀγαθὰ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔλαβε σάρκα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ δοξάσθηκε γιά μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος ἔλεγε· «Ἐκείνους ποὺ τοὺς ἤξερε ἀπὸ πρίν, αὐτοὺς καὶ προόρισε νὰ γίνουν ὅμοιοι μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ του, ὥστε αὐτὸς νὰ εἶναι πρωτότοκος ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἀδελφούς. Ἐκείνους ποὺ αὐτὸς προόρισε, ἐκείνους καὶ κάλεσε, καὶ ἐκείνους ποὺ κάλεσε, αὐτοὺς καὶ δικαίωσε, καὶ ἐκείνους ποὺ δικαίωσε, αὐτοὺς καὶ δόξασε». Καὶ κάπου ἀλλοῦ λέγει· «Ἐὰν εἴμαστε παιδιά του, εἴμαστε καὶ κληρονόμα του· κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν βέβαια πάσχουμε μαζί του, γιὰ νὰ δοξασθοῦμε καὶ μαζί του». Καὶ ἀλλοῦ· «Ἐὰν ὑπομένουμε, καὶ θὰ βασιλεύουμε μαζί του». Γιὰ χάρη λοιπὸν ὅλης της φύσεώς μας ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τὴ δική μας ἀπαρχή, ὥστε, ὁδηγώντας τὴν μέσα ἀπὸ κάθε ἀρετή, νὰ προκαλέσει σὲ πάλη τὸν ἀνταγωνιστή, καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ ἀθλητὴς εἶναι ἀνίκητος, καὶ αὐτὸν νὰ τὸν δοξάσει, ἐνῶ ἐκείνου τὴν πράξη νὰ τὴν στηλιτεύσει, καὶ νὰ κάνει ὅλους νὰ κινηθοῦν μὲ θάρρος ἐναντίον του. Γι’ αὐτὸ στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ἔλεγε, ἄλλοτε, «Εἶδα τὸν Σατανᾶ νὰ πέφτει σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό», καὶ ἄλλοτε πάλι, «Ἐὰν κάποιος δὲν μπεῖ μέσα στὸ σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ καὶ δὲν δέσει τὸν ἰσχυρό, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἁρπάξει τὰ σκεύη του;». Λέγοντας σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ ἐννοεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἔχει αὐτομόλησα πρὸς ἐκεῖνον, ἀνεχόμενη νὰ ἐκτελεῖ ὅ,τι διατάσσει ἐκεῖνος καὶ ἐπισύροντας ἐπάνω της αὐθαίρετη δουλεία. Καὶ ἀλλοῦ πάλι· «Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ νίκησα τὸν κόσμο». Καὶ κάπου ἀλλοῦ· «Τώρα γίνεται δίκη τοῦ κόσμου αὐτοῦ, τώρα ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ θὰ πεταχθεῖ ἔξω. Καὶ ἐγὼ ὅταν ὑψωθῶ ἀπὸ τὴ γῆ, θὰ σᾶς ἑλκύσω ὅλους πρὸς τὸν ἑαυτό μου». Καὶ προχωρώντας τὸ ἀναπτύσσει πιὸ καθαρά.
Ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτήρα εἶναι κοινὴ εὐεργεσία τῶν ἀνθρώπων.
«Ὅσον ἄφορα τὴν κρίση, ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἔχει κριθεῖ». Καὶ πάλι· «Ἔρχεται ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ, καὶ ἐπάνω μου δὲν ἔχει καμμιὰ δύναμη». Ὄντας δηλαδὴ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε αἰτία, δὲν εἶχε κανένα ἀπὸ τὰ σπέρματα τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτὸ καὶ κατάργησε τὴν τυραννία του καὶ τὸν ἔβγαλε ἔξω, καὶ ἔκανε νὰ τὸν καταπατοῦν ἐκεῖνοι ποὺ προηγουμένως ἦταν δοῦλοι του, ἐνθαρρύνοντάς τους καὶ λέγοντας· «Νά, σᾶς δίνω τὴν ἐξουσία νὰ πατᾶτε πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ πάνω σὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ». Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως καὶ τὴν ἴδια τὴν πάλη πρὸς τὸν διάβολο, ἂς πᾶμε στὴν ἱστορία τῶν Εὐαγγελίων. Ὁδηγήθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μετὰ τὴ βάπτισή του στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ πειρασθεῖ ἀπὸ τὸν διάβολο. Ὁδηγήθηκε βέβαια ὄχι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ ναὸς (ἄνθρωπος) ποὺ προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του Δαβίδ. Γιατί τὸ ἅγιο Πνεῦμα δὲν ὁδήγησε τὸν Θεὸ Λόγο γιὰ νὰ παλέψει μὲ τὸν διάβολο, ἀλλὰ τὸν ναὸ ποὺ ἔπλασε μέσα στὴν Παρθένο σὲ ναὸ τοῦ Θεοῦ Λόγου. Νήστεψε σαράντα μέρες καὶ ἄλλες τόσες νύχτες. Δὲν θέλησε νὰ ξεπεράσει τὸ μέτρο ἐκείνων ποὺ εἶχαν νηστέψει παλαιότερα, γιὰ νὰ μὴ ἀποφύγει τὴν πάλη μαζί του ὁ ἀντίπαλος, γιὰ νὰ μὴ καταλάβει ποιὸς κρύβεται, καὶ ἀποφύγει νὰ παλέψει μ’ αὐτὸν ποὺ φαινόταν. Γι’ αὐτὸ μετὰ ἀπὸ τὶς ἡμέρες ποὺ εἴπαμε, ἐμφανίζει τὸ πάθος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἐπιτρέπει στὴν πείνα νὰ προκληθεῖ, δίνοντας λαβὴ σ’ ἐκεῖνον μέσω τῆς πείνας. Γιατί δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάσει, ἐπειδὴ ἔβλεπε νὰ γίνονται πολλὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἦταν ταιριαστὰ σὲ Θεό. Πράγματι ὅταν γεννήθηκε ἄγγελοι ἔψαλλαν, ἀνέτειλε ἄστρο ποὺ ὁδήγησε τοὺς μάγους γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ἔβλεπε τοὺς κορυφαίους της παρατάξεως αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο νὰ ἐφαρμόζει κάθε διάταξη τοῦ νόμου, νὰ ἀποστρέφεται τὴν κακία, νὰ σιχαίνεται κάθε πονηρία, καὶ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὴν πρόβλεψη ποὺ ἔγινε γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὸν προφήτη· «Προτοῦ νὰ γνωρίσει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό, ἀποφεύγει νὰ πειθαρχήσει στὸ κακό, καὶ προτίμα τὸ καλό». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης φώναζε· «Νὰ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σηκώνει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου». Ὁ Πατέρας βεβαίωσε ἀπὸ τὸν οὐρανό· «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο ἔδειξα τὴν εὐαρέσκειά μου». Ἦρθε ἀπὸ πάνω ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος. Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια προξενοῦσαν κατάπληξη στὸν διάβολο, καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἔρθει κοντὰ στὸν ἀγωνιστὴ τῆς φύσεώς μας. Ὅταν ὅμως δέχθηκε τὴν προσβολὴ τῆς πείνας καὶ τὸν εἶδε νὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφή, καὶ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀντέξει περισσότερο ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἄνδρες, πλησιάζει, νομίζοντας ὅτι βρῆκε πολὺ μεγάλη εὐκαιρία, καὶ πιστεύοντας ὅτι θὰ τὸν νικήσει εὔκολα.
(Ἄγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. «Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου», Ε.Π.Ε. 10, σ.27, 39-47)
Βατοπαίδι
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτά, καὶ μύρια ἄλλα καὶ δυσδιήγητα εἴδη τῆς θείας οἰκονομίας λίγους εὐεργέτησαν, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι ἔμειναν ἀθεράπευτοι, τότε λοιπόν, τότε ἔγινε τὸ μεγάλο καὶ ἀπερίγραπτο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσεως, ὁ ἄπειρος, ὁ ἀπερίγραπτος, ὁ ἀναλλοίωτος, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ φῶς ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸ φῶς, ἡ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀκτινοβολία τῆς δόξας, ἡ σφραγίδα τῆς ὑποστάσεώς του, προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀνακαινίζει τὴν εἰκόνα του ποὺ εἶχε καταστραφεῖ μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἀνανεώνει τὸν ἀνδριάντα ποὺ εἶχε παλιώσει ἀπὸ τὸν υἱὸ τῆς πονηρίας, καὶ τὸν κάνει πιὸ χαριτωμένο ἀπὸ τὸν πρῶτο, ὄχι δημιουργώντας τον πάλι ἀπὸ χῶμα, ὅπως παλιά, ἀλλὰ δεχόμενός τον ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ μεταβάλει τὴ θεϊκὴ φύση σὲ ἀνθρώπινη, ἀλλὰ ἑνώνοντας τὴν ἀνθρώπινη μὲ τὴ θεϊκή. Γιατί, μένοντας αὐτὸ ποὺ ἦταν, ἔλαβε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν. Καὶ αὐτό μας τὸ διδάσκει ὁ μακάριος Παῦλος φωνάζοντας· «Ἂς ἐπικρατεῖ μεταξὺ σας τὸ ἴδιο φρόνημα, ποὺ ὑπῆρχε καὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εἶχε θεϊκὴ ὕπαρξη, δὲν θεώρησε κάτι σὰν ἁρπαγὴ τὸ ὅτι ἦταν ἴσος μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του, παίρνοντας μορφὴ δούλου». Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φανερὸ ὅτι...ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ, μένοντας αὐτὸ ποὺ ἦταν, ἔλαβε τὴ μορφὴ δούλου. Καὶ μορφὴ δούλου δὲν ὀνομάζει αὐτὸ ποὺ φαίνεται μόνο στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὅλη τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ὅπως ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ σημαίνει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιατί τὸ Θεῖο εἶναι χωρὶς μορφὴ καὶ σχῆμα, καὶ κανεὶς ποὺ ἔχει τὰ λογικά του δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ὁ ἀσώματος καὶ ἀσύνθετος ἔχει μορφὴ καὶ διαίρεση μελῶν, ἔτσι ἡ μορφὴ τοῦ δούλου φανερώνει ὄχι μόνο αὐτὸ ποὺ φαίνεται, ἀλλὰ ὅλη τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου.
Γιὰ χάρη τίνος ὁ Θεὸς Λόγος προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Ἐπειδὴ ὁ Δημιουργὸς λυπήθηκε τὴ δική μας φύση, ποὺ δεχόταν πόλεμο ἀπὸ τὸν Πονηρὸ καὶ βαλλόταν μὲ τὰ δηλητηριασμένα βέλη τῆς ἁμαρτίας καὶ στελνόταν στὸ θάνατο, ἦρθε σὲ βοήθεια τῆς εἰκόνας καὶ κατανίκησε ἐκείνους ποὺ τὴν πολεμοῦσαν, ὄχι χρησιμοποιώντας ἁπλῶς τὴ θεϊκὴ δύναμη, οὔτε χτυπώντας τοὺς ἀντιπάλους μὲ τὴ βασιλικὴ ἐξουσία, οὔτε ἐπιστρατεύοντας ἀγγέλους, οὔτε παίρνοντας ὡς συμμάχους τοῦ τοὺς ἀρχαγγέλους, οὔτε ὁπλίζοντας ἐναντίον τῶν ἔχθρων κεραυνοὺς ἢ ἀστραπές, οὔτε ἐμφανιζόμενος στὴ γῆ μὲ Χερουβὶμ καὶ καταδικάζοντας τοὺς ἀντιδίκους μας, ἀλλ’ ἀφοῦ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἔνοχους καὶ πολέμουμενους, καὶ κρύβοντας ἐπιμελῶς τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς θεότητας μὲ τὴν εὐτέλεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καὶ προαλείφοντας τὸν ἄνθρωπο ποὺ φαινόταν σὲ πάλη, καὶ στεφανώνοντας τὸν μετὰ τὴ νίκη. Καὶ ἀπὸ παιδὶ διδάσκοντας τὴν ἀρετὴ καὶ ὁδηγώντας τὸν στὸ ψηλότερο σημεῖο τῆς δικαιοσύνης, καὶ διαφυλάσσοντας τὸν ἀήττητο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὰ βέλη τῆς ἁμαρτίας, ἐπιτρέποντας τὸν ὅμως νὰ ὑποστεῖ θάνατο, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν ἀδικία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ καταργήσει τὴ δύναμη τοῦ θανάτου.
Γιατί, ἐὰν ἐπιτίμιο ἐκείνων ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἦταν ὁ θάνατος, ἐκεῖνος ποὺ εἶναι γιὰ πάντα ἀπαλλαγμένος ἀπὸ αὐτήν, εἶναι δίκαιο νὰ ἀπολαμβάνει τὴ ζωὴ καὶ ὄχι τὸν θάνατο. Ὅμως ἡ ἁμαρτία, ἂν καὶ ἡττημένη, καταδικάζοντας σὲ θάνατο τὸν νικητὴ καὶ ἐκδίδοντας ἐναντίον τοῦ τὴν ἴδια ἀπόφαση ποὺ ἐξέδιδε πάντοτε ἐναντίον τῶν ἡττημένων, συνελήφθη νὰ ἀδικεῖ. Γιατί, στέλνοντας τὸν μέχρι τοὺς δέσμιούς του θανάτου, ἐπειδὴ τὸ ἔκανε σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, τῆς ἐπιτρεπόταν νὰ τὸ κάνει. Ὅταν ὅμως ἐπέβαλε τὰ ἴδια ἐπιτίμια καὶ στὸν ἀθῶο καὶ ἀνεύθυνο, ποὺ ἦταν ἄξιος γιὰ τιμὲς καὶ ἀναδείξεις σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα, κατ’ ἀνάγκη ὡς ἄδικη ἐκδιώκεται ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Καὶ αὐτὸ διδάσκοντας τὸ ὁ μακάριος Παῦλος, ἔλεγε·«Ἐκεῖνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ὁ νόμος, ἐπειδὴ τοῦ ἔλειπε ἡ δύναμη λόγω τῆς σάρκας, τὸ ἔκανε ὁ Θεὸς στέλνοντας τὸν Υἱό του μὲ σῶμα ποὺ ἐμοίαζε μὲ τὸ δικό μας ἁμαρτωλὸ σῶμα, ὡς θυσία γιὰ τὴν ἁμαρτία, καταδικάζοντας ἔτσι τὴν ἁμαρτία στὴ σάρκα, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ἀπαίτηση τοῦ νόμου σέ μας, οἱ ὁποῖοι δὲν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Πνεύματος».
Αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς· Σκοπὸς τοῦ νόμου, λέγει, ἦταν νὰ δικαιώσει τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀδυνατοῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτό, ὄχι ἀπὸ δική του ἀδυναμία, ἀλλ’ ἐξαιτίας τῆς νωθρότητας τῶν ἀκροατῶν του. Γιατί, ὄντας ἐπιρρεπεῖς πρὸς τὴν ἡδονὴ τῆς σάρκας, ἀπέφευγαν τὶς ταλαιπωρίες τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ νόμου, καὶ ἐπιδίδονταν στὶς ἡδυπάθειες τοῦ σώματος. Γι’ αὐτό, λέγει, ὁ Θεὸς τῶν ὅλων στέλνοντας τὸν Υἱό του μὲ τὴ μορφὴ τοῦ σώματος τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ μὲ ἀνθρώπινη φύση, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὡς θυσία γιὰ τὴν ἁμαρτία, καταδίκασε τὴν ἁμαρτία στὴ σάρκα, ἐλέγχοντας τὴν ἀδικία της, ἐπειδὴ ὑπέβαλε στὰ ἐπιτίμια τῶν ἁμαρτωλῶν τὸν ἀνεύθυνο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ὄχι γιὰ νὰ δικαιώσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ προσέλαβε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ, λέγει, ἡ ἀπαίτηση τοῦ νόμου σὲ μᾶς ποὺ δὲν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας, ἀλλὰ μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Πνεύματος. Καθόσον ἡ εὐεργεσία τοῦ Σωτήρα μᾶς ἐκτείνεται σ’ ὅλη τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, γιατί, ὅπως μὲ τὸν προπάτορα Ἀδὰμ γίναμε μέτοχοί της κατάρας καὶ βρεθήκαμε ὅλοι δέσμιοί του θανάτου ὅπως ἐκεῖνος, ἔτσι γινόμαστε μέτοχοι καὶ τῆς νίκης τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, καὶ θὰ συμμετάσχουμε στὴ δόξα καὶ θὰ ἀπολαύσουμε μαζί του καὶ τὴ βασιλεία. Καὶ αὐτῶν μάρτυρας εἶναι ὁ μακάριος Παῦλος, ὑπενθυμίζοντας καὶ τὰ παλιὰ καὶ τὰ νέα, καὶ δείχνοντας ὅτι τὰ παλιὰ καταργήθηκαν μὲ τὴ δικαίωση τοῦ Σωτήρα.
Ὅπως γίναμε μέτοχοί του θανάτου τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι θὰ γίνομε μέτοχοι καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.
«Ἐὰν μὲ τὸ παράπτωμα τοῦ ἑνός», λέγει, «πέθαναν πολλοί, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ποὺ ἦρθε μὲ τὴ χάρη τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὑπεραρκετὴ γιὰ τοὺς πολλούς». Καὶ λίγο παρακάτω· «Ἄρα λοιπόν, ὅπως μὲ τὸ παράπτωμα τοῦ ἑνὸς ἡ καταδίκη κυριάρχησε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ ἡ δίκαια πράξη τοῦ ἑνὸς ἦταν δικαίωση καὶ ζωὴ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους. Γιατί, ὅπως μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἔγιναν ἁμαρτωλοὶ οἱ πολλοί, ἔτσι καὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἑνὸς θὰ δικαιωθοῦν οἱ πολλοί». Τὰ ἴδια διδάσκει πιὸ καθαρὰ καὶ στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ λέγοντας· «Ὅπως μὲ τὸν Ἀδὰμ ὅλοι πεθαίνουν, ἔτσι καὶ μὲ τὸν Χριστὸ ὅλοι θὰ ζωοποιηθοῦν». Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φανερό, ὅτι ἡ νίκη τοῦ Σωτήρα μᾶς εἶναι δική μας νίκη, ἀφοῦ ἡ ἥττα τοῦ προπάτορά μας ὑπῆρξε ἥττα ὅλων καὶ πρέπει, ὅπως γίναμε μέτοχοί της πράξεως ἐκείνου, ἔτσι ν’ ἀπολαύσουμε καὶ τὰ ἀγαθὰ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔλαβε σάρκα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ δοξάσθηκε γιά μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος ἔλεγε· «Ἐκείνους ποὺ τοὺς ἤξερε ἀπὸ πρίν, αὐτοὺς καὶ προόρισε νὰ γίνουν ὅμοιοι μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ του, ὥστε αὐτὸς νὰ εἶναι πρωτότοκος ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἀδελφούς. Ἐκείνους ποὺ αὐτὸς προόρισε, ἐκείνους καὶ κάλεσε, καὶ ἐκείνους ποὺ κάλεσε, αὐτοὺς καὶ δικαίωσε, καὶ ἐκείνους ποὺ δικαίωσε, αὐτοὺς καὶ δόξασε». Καὶ κάπου ἀλλοῦ λέγει· «Ἐὰν εἴμαστε παιδιά του, εἴμαστε καὶ κληρονόμα του· κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν βέβαια πάσχουμε μαζί του, γιὰ νὰ δοξασθοῦμε καὶ μαζί του». Καὶ ἀλλοῦ· «Ἐὰν ὑπομένουμε, καὶ θὰ βασιλεύουμε μαζί του». Γιὰ χάρη λοιπὸν ὅλης της φύσεώς μας ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τὴ δική μας ἀπαρχή, ὥστε, ὁδηγώντας τὴν μέσα ἀπὸ κάθε ἀρετή, νὰ προκαλέσει σὲ πάλη τὸν ἀνταγωνιστή, καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ ἀθλητὴς εἶναι ἀνίκητος, καὶ αὐτὸν νὰ τὸν δοξάσει, ἐνῶ ἐκείνου τὴν πράξη νὰ τὴν στηλιτεύσει, καὶ νὰ κάνει ὅλους νὰ κινηθοῦν μὲ θάρρος ἐναντίον του. Γι’ αὐτὸ στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ἔλεγε, ἄλλοτε, «Εἶδα τὸν Σατανᾶ νὰ πέφτει σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό», καὶ ἄλλοτε πάλι, «Ἐὰν κάποιος δὲν μπεῖ μέσα στὸ σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ καὶ δὲν δέσει τὸν ἰσχυρό, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἁρπάξει τὰ σκεύη του;». Λέγοντας σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ ἐννοεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἔχει αὐτομόλησα πρὸς ἐκεῖνον, ἀνεχόμενη νὰ ἐκτελεῖ ὅ,τι διατάσσει ἐκεῖνος καὶ ἐπισύροντας ἐπάνω της αὐθαίρετη δουλεία. Καὶ ἀλλοῦ πάλι· «Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ νίκησα τὸν κόσμο». Καὶ κάπου ἀλλοῦ· «Τώρα γίνεται δίκη τοῦ κόσμου αὐτοῦ, τώρα ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ θὰ πεταχθεῖ ἔξω. Καὶ ἐγὼ ὅταν ὑψωθῶ ἀπὸ τὴ γῆ, θὰ σᾶς ἑλκύσω ὅλους πρὸς τὸν ἑαυτό μου». Καὶ προχωρώντας τὸ ἀναπτύσσει πιὸ καθαρά.
Ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτήρα εἶναι κοινὴ εὐεργεσία τῶν ἀνθρώπων.
«Ὅσον ἄφορα τὴν κρίση, ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἔχει κριθεῖ». Καὶ πάλι· «Ἔρχεται ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ, καὶ ἐπάνω μου δὲν ἔχει καμμιὰ δύναμη». Ὄντας δηλαδὴ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε αἰτία, δὲν εἶχε κανένα ἀπὸ τὰ σπέρματα τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτὸ καὶ κατάργησε τὴν τυραννία του καὶ τὸν ἔβγαλε ἔξω, καὶ ἔκανε νὰ τὸν καταπατοῦν ἐκεῖνοι ποὺ προηγουμένως ἦταν δοῦλοι του, ἐνθαρρύνοντάς τους καὶ λέγοντας· «Νά, σᾶς δίνω τὴν ἐξουσία νὰ πατᾶτε πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ πάνω σὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ». Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως καὶ τὴν ἴδια τὴν πάλη πρὸς τὸν διάβολο, ἂς πᾶμε στὴν ἱστορία τῶν Εὐαγγελίων. Ὁδηγήθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μετὰ τὴ βάπτισή του στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ πειρασθεῖ ἀπὸ τὸν διάβολο. Ὁδηγήθηκε βέβαια ὄχι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ ναὸς (ἄνθρωπος) ποὺ προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του Δαβίδ. Γιατί τὸ ἅγιο Πνεῦμα δὲν ὁδήγησε τὸν Θεὸ Λόγο γιὰ νὰ παλέψει μὲ τὸν διάβολο, ἀλλὰ τὸν ναὸ ποὺ ἔπλασε μέσα στὴν Παρθένο σὲ ναὸ τοῦ Θεοῦ Λόγου. Νήστεψε σαράντα μέρες καὶ ἄλλες τόσες νύχτες. Δὲν θέλησε νὰ ξεπεράσει τὸ μέτρο ἐκείνων ποὺ εἶχαν νηστέψει παλαιότερα, γιὰ νὰ μὴ ἀποφύγει τὴν πάλη μαζί του ὁ ἀντίπαλος, γιὰ νὰ μὴ καταλάβει ποιὸς κρύβεται, καὶ ἀποφύγει νὰ παλέψει μ’ αὐτὸν ποὺ φαινόταν. Γι’ αὐτὸ μετὰ ἀπὸ τὶς ἡμέρες ποὺ εἴπαμε, ἐμφανίζει τὸ πάθος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἐπιτρέπει στὴν πείνα νὰ προκληθεῖ, δίνοντας λαβὴ σ’ ἐκεῖνον μέσω τῆς πείνας. Γιατί δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάσει, ἐπειδὴ ἔβλεπε νὰ γίνονται πολλὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἦταν ταιριαστὰ σὲ Θεό. Πράγματι ὅταν γεννήθηκε ἄγγελοι ἔψαλλαν, ἀνέτειλε ἄστρο ποὺ ὁδήγησε τοὺς μάγους γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ἔβλεπε τοὺς κορυφαίους της παρατάξεως αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο νὰ ἐφαρμόζει κάθε διάταξη τοῦ νόμου, νὰ ἀποστρέφεται τὴν κακία, νὰ σιχαίνεται κάθε πονηρία, καὶ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὴν πρόβλεψη ποὺ ἔγινε γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὸν προφήτη· «Προτοῦ νὰ γνωρίσει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό, ἀποφεύγει νὰ πειθαρχήσει στὸ κακό, καὶ προτίμα τὸ καλό». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης φώναζε· «Νὰ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σηκώνει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου». Ὁ Πατέρας βεβαίωσε ἀπὸ τὸν οὐρανό· «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο ἔδειξα τὴν εὐαρέσκειά μου». Ἦρθε ἀπὸ πάνω ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος. Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια προξενοῦσαν κατάπληξη στὸν διάβολο, καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἔρθει κοντὰ στὸν ἀγωνιστὴ τῆς φύσεώς μας. Ὅταν ὅμως δέχθηκε τὴν προσβολὴ τῆς πείνας καὶ τὸν εἶδε νὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφή, καὶ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀντέξει περισσότερο ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἄνδρες, πλησιάζει, νομίζοντας ὅτι βρῆκε πολὺ μεγάλη εὐκαιρία, καὶ πιστεύοντας ὅτι θὰ τὸν νικήσει εὔκολα.
(Ἄγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. «Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου», Ε.Π.Ε. 10, σ.27, 39-47)
Βατοπαίδι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου