«Μη ντραπούμε λοιπόν, να ονομασθούμε υποκριτές από εκείνους που παραβαίνουν τον νόμο του Κυρίου!».
Αδελφοί, αν κάποτε συμβεί να μας εξευτελίσουν για κάποια αγαθή πράξη, ας μην ντραπούμε για τον εξευτελισμό που άδικα έγινε σ’ εμάς από τους ανθρώπους, και κάνουμε αυτά που δεν πρέπει. Διότι είναι γραμμένο· «Λαέ μου, που στην καρδιά σου υπάρχει ο νόμος μου, μη φοβάσθε τον εξευτελισμό των ανθρώπων, και μη λυγίζετε από την καταφρόνηση τους- διότι αυτά θα παλιώσουν, όπως το ένδυμα από την πολυκαιρία, και θα καταστραφούν, όπως το μαλλί από το σκόρο· η δικαιοσύνη μου όμως μένει στον αιώνα, και η σωτηρία μου στις γενεές των γενεών». Και επίσης λέει· «Εγώ δεν δείχνω ανυπακοή, ούτε αντιμιλώ. Άφησα τα νώτα μου να τα μαστιγώσουν, και τα σαγόνια μου να τα ραπίσουν, και το πρόσωπο μου δεν το έστρεψα για να αποφύγω την ντροπή των εμπτυσμών. Αλλά ο Κύριος στάθηκε βοηθός μου. Γι’ αυτό δεν κυριεύθηκα από ντροπή, αλλά απεναντίας κράτησα το πρόσωπό μου σαν ακλόνητο βράχο, και ήξερα ότι δε θα ντροπιαστώ».
Γι’ αυτό και εμείς, αγαπητοί, και αν ακόμη βριζόμαστε, ή χλευαζόμαστε, ή παθαίνουμε κάποιο άλλο κακό από τους ανθρώπους, εξαιτίας του καλού, ας μη δειλιάσουμε, ούτε να εγκαταλείψουμε τον ίσιο δρόμο, σύμφωνα με τον Προφήτη που λέει· «Αν παραταχθεί εναντίον μου ένα ολόκληρο στράτευμα, δε θα φοβηθεί η καρδιά μου». Και πάλι λέει· «Υπερήφανοι άνθρωποι καταπατούσαν ασύστολα το νόμο σου, εγώ όμως δεν απομακρύνθηκα από αυτόν». Και σε άλλο σημείο· «Για χάρη σου υπομένω εξευτελισμούς, και σκέπασε η ντροπή το πρόσωπο μου».
Λέει επίσης και ο Σωτήρας· «Είστε μακάριοι, όταν σας εξευτελίσουν και σας καταδιώξουν».
Μη ντραπούμε λοιπόν , αγαπητοί, να ονομασθούμε υποκριτές από εκείνους που παραβαίνουν τις εντολές του Κυρίου. Διότι είναι φανερό ότι αυτοί δε μας θυμίζουν την υποκρισία για τη διόρθωσή μας, αλλά για να ντραπούμε τους εξευτελισμούς τους και να αποκτήσουμε απαιδευσιά· διότι τους απαίδευτους τους συναντά ο θάνατος, σύμφωνα με τη Γραφή. Λέει επίσης και σε άλλο σημείο· «Αν η καρδιά μας δε μας κατακρίνει, έχουμε παρρησία προς τον Θεό». Και «Αν σας εξευτελίζουν για το όνομα του Θεού, είστε μακάριοι, διότι το ένδοξο και θείο Πνεύμα αναπαύεται σ’ εσάς. Κανείς από σας να μην υποφέρει τιμωρίες, επειδή είναι φονιάς και κλέφτης· αν όμως υποφέρει τιμωρίες, επειδή είναι Χριστιανός, ας μην ντρέπεται, αλλά να δοξάζει τον Θεό γι’ αυτό το όνομα. Και αν ο δίκαιος με δυσκολία σώζεται, τί θα συμβεί με τον ασεβή και αμαρτωλό;».
Ας αποφεύγουμε λοιπόν την παρρησία και το γέλιο διότι αυτά καταστρέφουν την ψυχή. Γι’ αυτό η Γραφή λέει· «Είναι μακάριος ο άνθρωπος που από ευλάβεια φοβάται πάντοτε μήπως αμαρτήσει». Ας αποφεύγουμε και τους γελωτοποιούς και απρόσεκτους ανθρώπους. Διότι λέει· «Τί κοινό μπορεί να έχει ο πιστός με τον άπιστο; Ή ποιά η επικοινωνία του Χριστού με τον Βελίαρ;».
Έλεγε ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός στο μαθητή του· «Παιδί μου, ας τιμήσουμε τον ένα, και όλοι θα μας τιμούν αν όμως καταφρονήσουμε τον ένα, ο οποίος είναι ο Θεός, θα μας καταφρονούν όλοι, και θα βαδίζουμε στην απώλεια».
Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για τον αββά Θεόδωρο της Φέρμης, ότι «ήρθα κάποτε το δειλινό σ’ αυτόν, την εποχή του θέρους, και τον βρήκα να φορά σχισμένο ζωστικό , και το στήθος του να είναι γυμνό, και το κουκούλι του ριγμένο μπροστά. Και ενώ συζητούσαμε, να, ήρθε κάποιος κόμης να τον δει. Και καθώς χτύπησε την πόρτα, βγήκε ο γέροντας να ανοίξει· και αφοί τον υποδέχθηκε, κάθισε στην πόρτα μαζί με τον επισκέπτη, και μιλούσε μαζί του· εγώ όμως πήρα ένα κομμάτι ρούχο και σκέπασα τους ώμους του. Αλλά ο γέροντας το έπιασε με το χέρι του και το έριξε κάτω. Και μόλις έφυγε ο κόμης, του είπα· αββά, γιατί το έκανες αυτό; Ήρθε ο άνθρωπος να ωφεληθεί και όχι να σκανδαλισθεί». Και μου αποκρίθηκε ο γέροντας- «Τί μου λες, αββά; Ακόμη πρέπει να είμαστε δούλοι στους ανθρώπους; Κάναμε αυτό που χρειαζόταν, και πέρασε. Όποιος λοιπόν θέλει να ωφεληθεί, ας ωφεληθεί, και όποιος θέλει να σκανδαλισθεί, ας σκανδαλισθεί· εγώ όμως όπως θα βρεθώ, έτσι θα υποδέχομαι τους ανθρώπους». Παράγγειλε μάλιστα και στο μαθητή του, ώστε αν κανείς έρθει, θέλοντας να δει τον γέροντα, να μην του πει τίποτε το ανθρώπινο, δηλαδή να μην του πει ψέμα που λέγεται για ανθρωπαρέσκεια αλλά, αν ο γέροντας τρώει, να πει στον επισκέπτη ότι τρώει, και αν κοιμάται, να πει ότι κοιμάται». Τόσο πολύ μίσησε ο γέροντας την ανθρώπινη δόξα! Εμείς όμως, ως αδύνατοι άνθρωποι, δεν μπορούμε να μιμηθούμε τελείως αύτη την αξιοθαύμαστη εργασία του γέροντα, και να πατήσουμε έτσι την ανθρωπαρέσκεια, αλλά τουλάχιστον ας αποστραφούμε αυτά με τα οποία μολύνουμε την ίδια τη συνείδησή μας, και ας μη γίνουμε εχθροί του Θεού με το να αρέσουμε στους ανθρώπους.
(«Οσίου Εφραίμ του Σύρου, Έργα». Τόμος ΣΤ΄. Αποσπάσματα παραινέσεων, σ. 257)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου