IC.XC.NIKA

IC.XC.NIKA
IC.XC.NIKA

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΕΥΣΠΛΑΧΝΟΥ ΘΕΟΥ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΝΔΥΘΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΤΟ ΝΕΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΑΛΛΑΓΟΎΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΜΕ ΚΑΘΑΡΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΠΙΣΤΗ, ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑ.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΑ ΕΥΛΟΓΕΙ ΑΠΑΝΤΕΣ ΗΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΟΙΚΕΙ  ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΠΟΙΟΥΜΕ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΞΙΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΑΞΙΟΘΟΥΜΕ ΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ.

ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΑΘΟΥ ΘΕΟΥ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ  ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΗΤΑΝ ΝΑ ΕΝΣΑΡΚΩΘΕΙ ΕΚ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ  ΚΑΙ  ΝΑ ΣΤΕΙΛΕΙ ΤΟΝ ΜΟΝΟΓΕΝΝΗ ΤΟΥ ΥΙΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΛΥΤΡΩΣΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ. ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣΤΕ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΚΑΤΑ ΧΑΡΗ ΘΕΟΙ.

ΑΠΕΙΡΟ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΑΘΟΥ ΘΕΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.

ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΑ ΔΕΧΤΟΥΝ ΜΕ ΧΑΡΑ ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΝ ΥΙΟ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΑ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΩΣ ΤΟΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΜΕΣΣΙΑ ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΤΗ.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ!

Χριστός γεννάται.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου




Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρίζω.

Βοσκών φωνές φτάνουν στ” αυτιά μου. Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιον τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.

Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι, βλέποντας το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.

Σήμερα ή Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: Αντί γι” αστέρια, δέχτηκε τους αγγέλους» αντί για ήλιο, δέχτηκε τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις το πώς. Γιατί όπου θέλει ό Θεός, ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι. Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη κι έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι” αυτόν το σκοπό.

Σήμερα γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό πού ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος! Γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός μένει!

Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννηση Του:

Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία» κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν αλλά αντί άλλων. Ό Ηρώδης πάλι, ζητούσε να βρει το νεογέννητο Βρέφος όχι για να το τιμήσει, μα για να το θανατώσει.

Ε λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά τ” ουρανού να βρίσκεται στη γη μ” ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.

Και ήρθαν οι βασιλιάδες να προσκυνήσουν τον επουράνιο Βασιλιά της δόξας.

Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον Αρχιστράτηγο των ουράνιων Δυνάμεων.

Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον πού μετέβαλε τίς λύπες της γυναίκας σε χαρά.

Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν Εκείνον πού δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από Μητέρα Παρθένο.

Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν Εκείνον πού έγινε νήπιο, για να συνθέσει δοξολογικό ύμνο «από τα στόματα των νηπίων» (Ψαλμ. 8:3).

Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν Εκείνον πού ή μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.

Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό Ποιμένα, πού θυσίασε τη ζωή Του για χάρη των προβάτων.

Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν Εκείνον πού έγινε αρχιερέας όπως ό Μελχισεδέκ (Έβρ. 5:10).

Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν Εκείνον πού πήρε μορφή δούλου, για να μετατρέψει τη δουλεία μας σ” ελευθερία.

Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν Εκείνον πού τους μετέβαλε σε «ψαράδες ανθρώπων»
(Ματθ. 4:19)

Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν Εκείνον πού από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.

Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν Εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.

Κοντολογίς, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, πού σηκώνει στους ώμους Του την αμαρτία του κόσμου:

Οι μάγοι για να Τον προσκυνήσουν

οι ποιμένες για να Τον δοξολογήσουν, οι τελώνες για να Τον κηρύξουν, οι πόρνες για να Του προσφέρουν μύρα”, ή Σαμαρείτισσα για να ξεδιψάσει», ή Χαναναία για να ευεργετηθεί.

Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αυλό, δίχως λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι” αυτά, τα σπάργανα του Χριστού.

Αυτά είναι ή ελπίδα μου, αυτά ή ζωή μου, αυτά ή σωτηρία μου, αυτά ό αυλός μου, αυτά ή κιθάρα μου. Γι” αυτό τα “χω μαζί μου: Για να πάρω από τη δύναμη τους δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους, «δόξα στον ύψιστο Θεό», και με τους ποιμένες, «και ειρήνη στη γη, ευλογία στους ανθρώπους» (Λουκ. 2:14).

Και ξέρετε γιατί; Γιατί Εκείνος πού προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένα υπερφυσικά. Το πώς, το γνωρίζει ή χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: Πώς αληθινή είναι και ή ουράνια γέννηση του, αδιάψευστη είναι και ή επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα.

Στον ουρανό είναι ό μόνος πού γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, γιος Του μονογενής. Και στη γη είναι ό μόνος πού γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο, γιος της μονογενής. Όπως στην περίπτωση της ουράνιας γεννήσεως Του είναι ασέβεια να σκεφτούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωση της επίγειας γεννήσεως Του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ό Θεός Τον γέννησε με τρόπο θεϊκό. Ή Παρθένος Τον γέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε ή ουράνια γέννηση Του μπορεί να εξηγηθεί, ούτε ή ενανθρώπηση Του μπορεί να ερευνηθεί. Το ότι Τον γέννησε ή Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι Τον γέννησε ό Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννηση Του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ” ό,τι άφορα το Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Εκείνου πού κατευθύνει τα πάντα.

Τι φυσικότερο από το να γεννήσει μια παντρεμένη γυναίκα; Άλλα και Τι πιο παράδοξο από το να γεννήσει παιδί μια παρθένα, δίχως άνδρα, και να παραμείνει παρθένα;

Τι αυτό λοιπόν μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, ας το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλά γιατί είναι ανερμήνευτο.

Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο.

Τι να πω και Τι να λαλήσω;

Βλέπω εκείνη πού γέννησε. Βλέπω κι Εκείνον πού γεννήθηκε. Άλλα τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ό Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: Παραμερίστηκε ή φυσική τάξη και ενέργησε ή θεία θέληση.

Πόσο ανέκφραστη είναι ή ευσπλαχνία του Θεού!

Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ό άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιο λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ” ό,τι βλέπουμε παρά σ” ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στ” αόρατα όχι. Έτσι δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.

Δέχτηκε λοιπόν ό Θεός να παρουσιαστεί μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύσει μ” αυτόν τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη Του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξει με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία Του, να μας οδηγήσει εύκολα στην αληθινή πίστη, στ” αόρατα και υπερφυσικά.

Κατάπληξη με γεμίζει το θαύμα!

Παιδί βλέπω τον προαιώνιο Θεό!

Σε φάτνη αναπαύεται, Αυτός πού έχει θρόνο τον ουρανό!

Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο!

Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, Αυτός πού σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!

Όμως… τούτο είναι το θέλημα Του: Την ατιμία να μεταβάλει σε τιμή» με δόξα να ντύσει την ευτέλεια» και την προσβολή σ” αρετή να μεταπλάσει.

Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα Του. Μου χαρίζει το θησαυρό της αιώνιας ζωής, παίρνοντας αλλά και δίνοντας μου: Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει» μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.

«Να, ή παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ήσ. 7:14).

Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.

Η συναγωγή έθαψε το νήμα» Η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.

Ή Ιουδαία Τον γέννησε ή οικουμένη Τον υποδέχτηκε.

Η συναγωγή Τον θήλασε και Τον έθρεψε» ή Εκκλησία Τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.

Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.

Ή συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.

Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία το σπόρο» οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.

Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμα τη φωλιά.

Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.

«Να, ή παρθένος θα μείνει έγκυος».

Πες μου, Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιόν γέννησε;

Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί. Γιατί είσαι επίβουλος. Στον Ηρώδη μίλησες για να Τον εξολοθρεύσει και σ” εμένα δεν μιλάς για να μην Τον προσκυνήσω.

Ποιόν λοιπόν γέννησε; Ποιόν;

Το Δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, ή φύση το βροντοφωνάζει. Τον γέννησε λοιπόν με τον τρόπο πού ό ίδιος θέλησε να γεννηθεί. Στη φύση δεν υπήρχε ή δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, ως κύριος της φύσεως, επινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος πού έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.

Εκείνος πού έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, Εκείνος πού από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένα κόρη πού νίκησε τη φύση, ξεπερνώντας το νόμο του γάμου.

Ο Αδάμ τότε, χωρίς να έχει γυναίκα, γυναίκα απόκτησε.

Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχει άνδρα, άνδρα γέννησε.

Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:

Οι γυναίκες είχαν ένα παλαιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης γυναίκας. Για αυτό ή Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.

Σώος έμεινε ό Αδάμ μετά την αφαίρεση της πλευράς του.

Αδιάφθορη έμεινε κι ή Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους.

Άλλα πρόσεξε και κάτι ακόμα:

Δεν έπλασε ό Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανιστεί στη γη. Πήρε το σώμα του ανθρώπου, για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ό Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωση. Κι ό διάβολος, πού είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.

Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από έναν κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννηση Του. Γι” αυτό γεννιέται από παρθένα»

Γι` αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη» γι” αυτό διαφυλάσσει την παρθενία της ακέραιη: Για να γίνει ό παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.

Σ” αυτόν λοιπόν πού θ” αμφισβητήσει την άσπορη γέννηση του Λόγου του Θεού, θα επικαλεστώ ως μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.

Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε ή Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν γέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννηση; Αν πάλι δεν γέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθει πού θα γεννηθεί ό Χριστός, εσύ δεν είπες «στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας» (Ματθ. 2:4); Μήπως εγώ γνώριζα την πόλη ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του Βρέφους πού ήρθε στον κόσμο; Ό Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι” Αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για το Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν γέννησε , ή Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία, «Άλλ” από σένα, Βηθλεέμ, πόλη της περιοχής του Εφραθά, αν και είσαι μια από τις μικρότερες πόλεις του Ιούδα, θα αναδειχθεί αρχηγός του Ισραήλ» (Μιχ. 5:1);

Πολύ καλά είπε ό προφήτης «από σένα». Από σας προήλθε και παρουσιάστηκε σ” ολόκληρο τον κόσμο.

Παρουσιάστηκε ως άνθρωπος, για να καθοδηγήσει τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε ως Θεός, για να σώσει την οικουμένη.

Μα Τι ωφέλιμοι εχθροί πού είστ” εσείς! Τι φιλάνθρωποι κατήγοροι!

Εσείς κατά λάθος δείξατε πώς το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς Τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς Τον φανερώσατε, πασχίζοντας να Τον κρύψετε. Εσείς Τον ευεργετήσατε, επιθυμώντας να Τον βλάψετε.

Τι αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμφτωχοι είστε, και πλουτίζετε άλλους.

Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε! Ελάτε να πανηγυρίσουμε! Είναι παράξενος ό τρόπος της γιορτής -όσο παράξενος είναι κι ό λόγος της γεννήσεως του Χριστού.

Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά.

Ο διάβολος καταντροπιάστηκε.

Οι δαίμονες δραπέτευσαν.

Ο θάνατος καταργήθηκε.

Ο παράδεισος ανοίχτηκε.

Η κατάρα εξαφανίστηκε.

Η αμαρτία διώχτηκε.

Η πλάνη απομακρύνθηκε.

Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.

Το κήρυγμα της ευσέβειας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού.

Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη

Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους.

Όλα έγιναν ένα.

Γιατί;

Γιατί κατέβηκε ό Θεός στη γη κι ό άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ό Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός και πήρε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά και στα χέρια Του κρατάει την οικουμένη.

Τρέχουν κοντά Του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ” αστέρι για να φανερώσει τον Κύριο τ” ουρανού. Μα… κι Εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο. Και φαίνεται βέβαια, πώς πηγαίνει εκεί για ν” αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια: «Την ήμερα εκείνη ό ισραηλιτικός λαός θα πάρει τρίτος, μετά τους Ασσυρίους και τους Αιγυπτίους, την ευλογία του Θεού πάνω στη γη» (Ήσ. 19:24).

Τι λες, Ιουδαίε; Εσύ πού ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ό πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;

Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, πού Τον δέχτηκαν, όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν” αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ό Ισραηλιτικός λαός, πού γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτιση Του στον Ιορδάνη.

Τι άλλο μένει να πω;

Δημιουργό και φάτνη βλέπω… Βρέφος και σπάργανα… Λεχώνα παρθένα, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή… Ανέχεια πολλή…

Είδες όμως Τι πλούτος μέσα στη μεγάλη φτώχεια; Ό Πλούσιος έγινε φτωχός για χάρη μας. Δεν έχει ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα. Μέσα σε ταπεινό παχνί Του έχουν αποθέσει…

Ω φτώχεια, πλούτου πηγή!

Ω πλούτε αμέτρητε, κρυμμένε μες στη φτώχεια!

Μέσα στη φάτνη κείτεσαι και την οικουμένη σαλεύεις.

Μέσα σε σπάργανα τυλίγεσαι και σπας τα δεσμά της αμαρτίας.

Λέξη ακόμα δεν άρθρωσες και δίδαξες στους μάγους τη θεογνωσία.

Τι να πω και Τι να λαλήσω;

Να Βρέφος σπαργανωμένο!

Να ή Μαρία, Μητέρα και Παρθένος μαζί!

Να ό Ιωσήφ, πατέρας τάχα του Παιδιού!

Εκείνη ή γυναίκα, αυτός ό άνδρας. Νόμιμες οι ονομασίες, αλλά χωρίς περιεχόμενο.

Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο τη Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επισκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε Τι να υποθέσει για το Βρέφος: Να πει πώς ήταν καρπός μοιχείας, δεν τολμούσε. Να προσφέρει λόγο βλάσφημο εναντίον της Παρθένου, δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το Παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πώς και από ποιόν γεννήθηκε.

Άλλα να, πού, πάνω στη σύγχυση του, παίρνει απάντηση από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Ιωσήφ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, γιατί το παιδί πού περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα» (Ματθ. 1:20). Και φανέρωσε έτσι σ” εκείνον και σ” εμάς ότι το Άγιο Πνεύμα επισκίασε την Παρθένο.

Γιατί όμως ό Χριστός θέλησε να γεννηθεί από παρθένα, αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;

Να γιατί:

Κάποτε ό διάβολος εξαπάτησε την παρθένα Εύα. Τώρα ό άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην Παρθένο Μαριάμ.

Κάποτε ή Εύα ξεστόμισε λόγο, πού έγινε αιτία θανάτου. Τώρα ή Μαρία γέννησε το Λόγο, πού έγινε αιτία αιώνιας ζωής.

Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο, πού έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο.

Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε το Σταυρό, πού έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.

Σ” αυτόν λοιπόν, το Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, πού άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων.

Αμήν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

http://1myblog.pblogs.gr/

http://ahdoni.blogspot.gr

Αναδημοσίευση από:

Κατάνυξις

ΠΗΓΉ: http://www.xristianos.net/?p=4234

Το θείο Βρέφος

«Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίο νέον ο προ αιώνων Θεός». Ένας από τους κυριότερους ύμνους των Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αυτά τα λόγια, ταυτίζοντας το Βρέφος που γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον «προ αιώνων Θεό». Ο ύμνος αυτός συνετέθη τον 6ο αιώνα από τον περίφημο Βυζαντινό υμνογράφο Ρωμανό το Μελωδό:
Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει· άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι· μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι· δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός. (Κοντάκιον Χριστουγέννων)

Το παιδί ως Θεός, ο Θεός ως παιδί… Γιατί δημιουργείται αυτή η ζωηρή συγκίνηση την περίοδο των Χριστουγέννων όταν οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί με χλιαρή πίστη ή ακόμη και οι άθεοι, παρατηρούν αυτό το μοναδικό, ασύγκριτο θέαμα της νεαρής μητέρας να κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, και γύρω τους οι «Μάγοι οι από Ανατολών», οι ποιμένες, δροσεροί από τη νυχτερινή τους σκοπιά στους αγρούς, τα ζώα, ο ανοιχτός ουρανός, ο αστέρας; Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι, αλλά και συνεχώς ανακαλύπτουμε, πως σ’ αυτόν το θλιβερό πλανήτη μας δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο και πιο χαρμόσυνο απ’ αυτό το θέαμα, που το πέρασμα των αιώνων αποδείχτηκε ανίκανο να ξεριζώσει από τη μνήμη μας; Επιστρέφουμε σ’ αυτό το θέαμα οποτεδήποτε δεν έχουμε άλλο καταφύγιο, οποτεδήποτε έχουμε βάσανα στη ζωή, και αναζητούμε αυτό που θα μας ελευθερώσει.
Όμως στην ευαγγελική διήγηση για τη γέννηση του Ιησού Χριστού, η μητέρα και το παιδί δε λένε ούτε μία λέξη, ωσάν οι λέξεις να είναι περιττές, επειδή καμιά λέξη δεν μπορεί να ερμηνεύσει, να ορίσει ή να εκφράσει το νόημα όσων έλαβαν μέρος και εκπληρώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Και παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούμε λέξεις εδώ, όχι για να εξηγήσουμε ή να ερμηνεύσουμε, αλλά επειδή, όπως η Γραφή λέει, «εκ γάρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34). Είναι αδύνατο κάποιος, που ξεχειλίζει η καρδιά του, να μη μοιραστεί με άλλους τα βιώματά του.
Οι λέξεις «παιδίον» και «Θεός» είναι οι πλέον αποκαλυπτικές για το μυστήριο των Χριστουγέννων. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα μυστήριο που απευθύνεται στο παιδί που συνεχίζει να ζει μυστικά μέσα σε κάθε ενήλικα, στο παιδί που συνεχίζει να ακούει ό,τι ο ενήλικας έχει πάψει να ακούει, και που ανταποκρίνεται με μια χαρά, που ο ενήλικας, μέσα στον γήινο, υπερώριμο, κουρασμένο και κυνικό κόσμο που ζει, αδυνατεί να νιώσει. Μάλιστα, τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή για τα παιδιά, όχι μόνο εξαιτίας του χριστουγεννιάτικου δένδρου που διακοσμούμε και φωτίζουμε, αλλά μ’ έναν πολύ βαθύτερο τρόπο, και μόνο τα παιδιά δεν ξαφνιάζονται για το ότι, όταν ο Θεός κατέρχεται στη γη, έρχεται ως παιδί.
Αυτή η εικόνα του Θεού ως παιδιού συνεχίζει να λάμπει μέσα από τις εικόνες και τα αναρίθμητα έργα τέχνης, φανερώνοντας πως ό,τι είναι ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο στο Χριστιανισμό βρίσκεται ακριβώς εδώ, σ’ αυτήν την αιώνια παιδικότητα του Θεού. Οι ενήλικες, ακόμη και αυτοί που «συμπαθούν περισσότερο τα θρησκευτικά θέματα», περιμένουν και προσδοκούν από τη θρησκεία να δώσει εξηγήσεις και αναλύσεις· τη θέλουν έξυπνη και σοβαρή. Οι αντίπαλοί της είναι εξίσου σοβαροί, και, τελικά, τόσο βαρετοί, καθώς αντιμετωπίζουν τη θρησκεία μ’ ένα χαλάζι από «ορθολογικές» σφαίρες. Στην κοινωνία μας δεν υπάρχει καμιά φράση που να μεταφέρει καλύτερα την περιφρόνησή μας από το να χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πως «είναι παιδιάστικο». Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι για τους ενήλικες, τους έξυπνους και σοβαρούς. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται εξίσου σοβαρά και βαρετά. Ο Χριστός όμως είπε, «γένησθε ως τα παιδία» (Ματθ. 18,3). Τι σημαίνει αυτό; Τι λείπει από τους ενήλικες, ή καλύτερα, τι έχει στραγγαλισθεί, καταπνιγεί, εκμηδενισθεί από ένα παχύ στρώμα ενηλικιότητας; Δεν είναι πάνω απ’ όλα αυτή η ικανότητα, η τόσο χαρακτηριστική των παιδιών, να θαυμάζουν, να αγαλλιούν και το πιο σπουδαίο να είναι γνήσια στη χαρά και στη λύπη; Η ενηλικίωση στραγγαλίζει επίσης την ικανότητα να εμπιστεύεσαι, να αυτοεγκαταλείπεσαι, να αφήνεσαι τελείως στην αγάπη και να πιστεύεις με όλη σου την ύπαρξη. Τελικά τα παιδιά παίρνουν στα σοβαρά ό,τι οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν: τα όνειρα, αυτά που διασπούν την καθημερινή μας εμπειρία και την κυνική μας καχυποψία, αυτό το βαθύ μυστήριο του κόσμου και κάθετι που αποκαλύπτεται στους αγίους, στα παιδιά και στους ποιητές.
Έτσι μόνο όταν εισχωρήσουμε στο παιδί που ζει κρυμμένο μέσα μας, μπορούμε να κάνουμε δικό μας το χαρμόσυνο μυστήριο του Θεού που έρχεται προς εμάς «ως παιδίον». Το παιδί δε διαθέτει ούτε κύρος ούτε εξουσία· όμως η απουσία ακριβώς κύρους το αναδεικνύει σε βασιλιά· πηγή της βαθιάς του δύναμης είναι η ανικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και η τρωτότητά του. Το παιδί σ’ αυτή τη μακρινή σπηλιά της Βηθλεέμ δεν έχει επιθυμία ώστε να το φοβόμαστε· εισέρχεται στις καρδιές μας χωρίς να μας εκφοβίζει, χωρίς να επιδεικνύει το κύρος και τη δύναμή του, αλλά μόνο με την αγάπη. Μας δίνεται ως παιδί, και μόνο ως παιδιά μπορούμε με τη σειρά μας να το αγαπήσουμε και να δοθούμε σ’ αυτό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δύναμη και την εξουσία, από το φόβο και την κυριαρχία. Το «παιδίον Θεός» μάς απελευθερώνει απ’ όλα αυτά. Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι η αγάπη μας, που προσφέρεται με ελευθερία και χαρά· το μόνο που επιθυμεί από μας είναι να του δώσουμε την καρδιά μας. Και τη δίνουμε σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί, που εμπνέει όμως τεράστια εμπιστοσύνη.
Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μάς αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιας ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανέναν. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού, και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής.

Από το: Εορτολόγιο. Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος, τόμ. Β΄, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1997, σ. 61-64.
πηγή

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/12/blog-post_1380.html#ixzz2G3Q1x9as

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ εἶναι γεμάτη φιλανθρωπία



Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
Ἐπειδὴ ὅμως αὐτά, καὶ μύρια ἄλλα καὶ δυσδιήγητα εἴδη τῆς θείας οἰκονομίας λίγους εὐεργέτησαν, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι ἔμειναν ἀθεράπευτοι, τότε λοιπόν, τότε ἔγινε τὸ μεγάλο καὶ ἀπερίγραπτο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσεως, ὁ ἄπειρος, ὁ ἀπερίγραπτος, ὁ ἀναλλοίωτος, ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ φῶς ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸ φῶς, ἡ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀκτινοβολία τῆς δόξας, ἡ σφραγίδα τῆς ὑποστάσεώς του, προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀνακαινίζει τὴν εἰκόνα του ποὺ εἶχε καταστραφεῖ μὲ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἀνανεώνει τὸν ἀνδριάντα ποὺ εἶχε παλιώσει ἀπὸ τὸν υἱὸ τῆς πονηρίας, καὶ τὸν κάνει πιὸ χαριτωμένο ἀπὸ τὸν πρῶτο, ὄχι δημιουργώντας τον πάλι ἀπὸ χῶμα, ὅπως παλιά, ἀλλὰ δεχόμενός τον ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ μεταβάλει τὴ θεϊκὴ φύση σὲ ἀνθρώπινη, ἀλλὰ ἑνώνοντας τὴν ἀνθρώπινη μὲ τὴ θεϊκή. Γιατί, μένοντας αὐτὸ ποὺ ἦταν, ἔλαβε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν. Καὶ αὐτό μας τὸ διδάσκει ὁ μακάριος Παῦλος φωνάζοντας· «Ἂς ἐπικρατεῖ μεταξὺ σας τὸ ἴδιο φρόνημα, ποὺ ὑπῆρχε καὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εἶχε θεϊκὴ ὕπαρξη, δὲν θεώρησε κάτι σὰν ἁρπαγὴ τὸ ὅτι ἦταν ἴσος μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του, παίρνοντας μορφὴ δούλου». Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φανερὸ ὅτι...ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ, μένοντας αὐτὸ ποὺ ἦταν, ἔλαβε τὴ μορφὴ δούλου. Καὶ μορφὴ δούλου δὲν ὀνομάζει αὐτὸ ποὺ φαίνεται μόνο στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὅλη τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ὅπως ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ σημαίνει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιατί τὸ Θεῖο εἶναι χωρὶς μορφὴ καὶ σχῆμα, καὶ κανεὶς ποὺ ἔχει τὰ λογικά του δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι ὁ ἀσώματος καὶ ἀσύνθετος ἔχει μορφὴ καὶ διαίρεση μελῶν, ἔτσι ἡ μορφὴ τοῦ δούλου φανερώνει ὄχι μόνο αὐτὸ ποὺ φαίνεται, ἀλλὰ ὅλη τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου.

Γιὰ χάρη τίνος ὁ Θεὸς Λόγος προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση.
Ἐπειδὴ ὁ Δημιουργὸς λυπήθηκε τὴ δική μας φύση, ποὺ δεχόταν πόλεμο ἀπὸ τὸν Πονηρὸ καὶ βαλλόταν μὲ τὰ δηλητηριασμένα βέλη τῆς ἁμαρτίας καὶ στελνόταν στὸ θάνατο, ἦρθε σὲ βοήθεια τῆς εἰκόνας καὶ κατανίκησε ἐκείνους ποὺ τὴν πολεμοῦσαν, ὄχι χρησιμοποιώντας ἁπλῶς τὴ θεϊκὴ δύναμη, οὔτε χτυπώντας τοὺς ἀντιπάλους μὲ τὴ βασιλικὴ ἐξουσία, οὔτε ἐπιστρατεύοντας ἀγγέλους, οὔτε παίρνοντας ὡς συμμάχους τοῦ τοὺς ἀρχαγγέλους, οὔτε ὁπλίζοντας ἐναντίον τῶν ἔχθρων κεραυνοὺς ἢ ἀστραπές, οὔτε ἐμφανιζόμενος στὴ γῆ μὲ Χερουβὶμ καὶ καταδικάζοντας τοὺς ἀντιδίκους μας, ἀλλ’ ἀφοῦ ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἔνοχους καὶ πολέμουμενους, καὶ κρύβοντας ἐπιμελῶς τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς θεότητας μὲ τὴν εὐτέλεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καὶ προαλείφοντας τὸν ἄνθρωπο ποὺ φαινόταν σὲ πάλη, καὶ στεφανώνοντας τὸν μετὰ τὴ νίκη. Καὶ ἀπὸ παιδὶ διδάσκοντας τὴν ἀρετὴ καὶ ὁδηγώντας τὸν στὸ ψηλότερο σημεῖο τῆς δικαιοσύνης, καὶ διαφυλάσσοντας τὸν ἀήττητο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὰ βέλη τῆς ἁμαρτίας, ἐπιτρέποντας τὸν ὅμως νὰ ὑποστεῖ θάνατο, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὴν ἀδικία τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ καταργήσει τὴ δύναμη τοῦ θανάτου.
Γιατί, ἐὰν ἐπιτίμιο ἐκείνων ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἦταν ὁ θάνατος, ἐκεῖνος ποὺ εἶναι γιὰ πάντα ἀπαλλαγμένος ἀπὸ αὐτήν, εἶναι δίκαιο νὰ ἀπολαμβάνει τὴ ζωὴ καὶ ὄχι τὸν θάνατο. Ὅμως ἡ ἁμαρτία, ἂν καὶ ἡττημένη, καταδικάζοντας σὲ θάνατο τὸν νικητὴ καὶ ἐκδίδοντας ἐναντίον τοῦ τὴν ἴδια ἀπόφαση ποὺ ἐξέδιδε πάντοτε ἐναντίον τῶν ἡττημένων, συνελήφθη νὰ ἀδικεῖ. Γιατί, στέλνοντας τὸν μέχρι τοὺς δέσμιούς του θανάτου, ἐπειδὴ τὸ ἔκανε σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, τῆς ἐπιτρεπόταν νὰ τὸ κάνει. Ὅταν ὅμως ἐπέβαλε τὰ ἴδια ἐπιτίμια καὶ στὸν ἀθῶο καὶ ἀνεύθυνο, ποὺ ἦταν ἄξιος γιὰ τιμὲς καὶ ἀναδείξεις σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα, κατ’ ἀνάγκη ὡς ἄδικη ἐκδιώκεται ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Καὶ αὐτὸ διδάσκοντας τὸ ὁ μακάριος Παῦλος, ἔλεγε·«Ἐκεῖνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ὁ νόμος, ἐπειδὴ τοῦ ἔλειπε ἡ δύναμη λόγω τῆς σάρκας, τὸ ἔκανε ὁ Θεὸς στέλνοντας τὸν Υἱό του μὲ σῶμα ποὺ ἐμοίαζε μὲ τὸ δικό μας ἁμαρτωλὸ σῶμα, ὡς θυσία γιὰ τὴν ἁμαρτία, καταδικάζοντας ἔτσι τὴν ἁμαρτία στὴ σάρκα, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ἀπαίτηση τοῦ νόμου σέ μας, οἱ ὁποῖοι δὲν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Πνεύματος».
Αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει τὸ ἑξῆς· Σκοπὸς τοῦ νόμου, λέγει, ἦταν νὰ δικαιώσει τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀδυνατοῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτό, ὄχι ἀπὸ δική του ἀδυναμία, ἀλλ’ ἐξαιτίας τῆς νωθρότητας τῶν ἀκροατῶν του. Γιατί, ὄντας ἐπιρρεπεῖς πρὸς τὴν ἡδονὴ τῆς σάρκας, ἀπέφευγαν τὶς ταλαιπωρίες τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ νόμου, καὶ ἐπιδίδονταν στὶς ἡδυπάθειες τοῦ σώματος. Γι’ αὐτό, λέγει, ὁ Θεὸς τῶν ὅλων στέλνοντας τὸν Υἱό του μὲ τὴ μορφὴ τοῦ σώματος τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ μὲ ἀνθρώπινη φύση, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὡς θυσία γιὰ τὴν ἁμαρτία, καταδίκασε τὴν ἁμαρτία στὴ σάρκα, ἐλέγχοντας τὴν ἀδικία της, ἐπειδὴ ὑπέβαλε στὰ ἐπιτίμια τῶν ἁμαρτωλῶν τὸν ἀνεύθυνο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ὄχι γιὰ νὰ δικαιώσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ προσέλαβε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ, λέγει, ἡ ἀπαίτηση τοῦ νόμου σὲ μᾶς ποὺ δὲν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας, ἀλλὰ μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Πνεύματος. Καθόσον ἡ εὐεργεσία τοῦ Σωτήρα μᾶς ἐκτείνεται σ’ ὅλη τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, γιατί, ὅπως μὲ τὸν προπάτορα Ἀδὰμ γίναμε μέτοχοί της κατάρας καὶ βρεθήκαμε ὅλοι δέσμιοί του θανάτου ὅπως ἐκεῖνος, ἔτσι γινόμαστε μέτοχοι καὶ τῆς νίκης τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, καὶ θὰ συμμετάσχουμε στὴ δόξα καὶ θὰ ἀπολαύσουμε μαζί του καὶ τὴ βασιλεία. Καὶ αὐτῶν μάρτυρας εἶναι ὁ μακάριος Παῦλος, ὑπενθυμίζοντας καὶ τὰ παλιὰ καὶ τὰ νέα, καὶ δείχνοντας ὅτι τὰ παλιὰ καταργήθηκαν μὲ τὴ δικαίωση τοῦ Σωτήρα.
Ὅπως γίναμε μέτοχοί του θανάτου τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι θὰ γίνομε μέτοχοι καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου.
«Ἐὰν μὲ τὸ παράπτωμα τοῦ ἑνός», λέγει, «πέθαναν πολλοί, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ποὺ ἦρθε μὲ τὴ χάρη τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν ὑπεραρκετὴ γιὰ τοὺς πολλούς». Καὶ λίγο παρακάτω· «Ἄρα λοιπόν, ὅπως μὲ τὸ παράπτωμα τοῦ ἑνὸς ἡ καταδίκη κυριάρχησε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ ἡ δίκαια πράξη τοῦ ἑνὸς ἦταν δικαίωση καὶ ζωὴ γιὰ ὅλους τους ἀνθρώπους. Γιατί, ὅπως μὲ τὴν παρακοὴ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἔγιναν ἁμαρτωλοὶ οἱ πολλοί, ἔτσι καὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἑνὸς θὰ δικαιωθοῦν οἱ πολλοί». Τὰ ἴδια διδάσκει πιὸ καθαρὰ καὶ στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ λέγοντας· «Ὅπως μὲ τὸν Ἀδὰμ ὅλοι πεθαίνουν, ἔτσι καὶ μὲ τὸν Χριστὸ ὅλοι θὰ ζωοποιηθοῦν». Ἀπὸ αὐτὰ εἶναι φανερό, ὅτι ἡ νίκη τοῦ Σωτήρα μᾶς εἶναι δική μας νίκη, ἀφοῦ ἡ ἥττα τοῦ προπάτορά μας ὑπῆρξε ἥττα ὅλων καὶ πρέπει, ὅπως γίναμε μέτοχοί της πράξεως ἐκείνου, ἔτσι ν’ ἀπολαύσουμε καὶ τὰ ἀγαθὰ μαζὶ μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔλαβε σάρκα ἀπὸ ἐμᾶς καὶ δοξάσθηκε γιά μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος ἔλεγε· «Ἐκείνους ποὺ τοὺς ἤξερε ἀπὸ πρίν, αὐτοὺς καὶ προόρισε νὰ γίνουν ὅμοιοι μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ του, ὥστε αὐτὸς νὰ εἶναι πρωτότοκος ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἀδελφούς. Ἐκείνους ποὺ αὐτὸς προόρισε, ἐκείνους καὶ κάλεσε, καὶ ἐκείνους ποὺ κάλεσε, αὐτοὺς καὶ δικαίωσε, καὶ ἐκείνους ποὺ δικαίωσε, αὐτοὺς καὶ δόξασε». Καὶ κάπου ἀλλοῦ λέγει· «Ἐὰν εἴμαστε παιδιά του, εἴμαστε καὶ κληρονόμα του· κληρονόμοι τοῦ Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν βέβαια πάσχουμε μαζί του, γιὰ νὰ δοξασθοῦμε καὶ μαζί του». Καὶ ἀλλοῦ· «Ἐὰν ὑπομένουμε, καὶ θὰ βασιλεύουμε μαζί του». Γιὰ χάρη λοιπὸν ὅλης της φύσεώς μας ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τὴ δική μας ἀπαρχή, ὥστε, ὁδηγώντας τὴν μέσα ἀπὸ κάθε ἀρετή, νὰ προκαλέσει σὲ πάλη τὸν ἀνταγωνιστή, καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ ἀθλητὴς εἶναι ἀνίκητος, καὶ αὐτὸν νὰ τὸν δοξάσει, ἐνῶ ἐκείνου τὴν πράξη νὰ τὴν στηλιτεύσει, καὶ νὰ κάνει ὅλους νὰ κινηθοῦν μὲ θάρρος ἐναντίον του. Γι’ αὐτὸ στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ἔλεγε, ἄλλοτε, «Εἶδα τὸν Σατανᾶ νὰ πέφτει σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό», καὶ ἄλλοτε πάλι, «Ἐὰν κάποιος δὲν μπεῖ μέσα στὸ σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ καὶ δὲν δέσει τὸν ἰσχυρό, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἁρπάξει τὰ σκεύη του;». Λέγοντας σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ ἐννοεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἔχει αὐτομόλησα πρὸς ἐκεῖνον, ἀνεχόμενη νὰ ἐκτελεῖ ὅ,τι διατάσσει ἐκεῖνος καὶ ἐπισύροντας ἐπάνω της αὐθαίρετη δουλεία. Καὶ ἀλλοῦ πάλι· «Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ νίκησα τὸν κόσμο». Καὶ κάπου ἀλλοῦ· «Τώρα γίνεται δίκη τοῦ κόσμου αὐτοῦ, τώρα ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ θὰ πεταχθεῖ ἔξω. Καὶ ἐγὼ ὅταν ὑψωθῶ ἀπὸ τὴ γῆ, θὰ σᾶς ἑλκύσω ὅλους πρὸς τὸν ἑαυτό μου». Καὶ προχωρώντας τὸ ἀναπτύσσει πιὸ καθαρά.
Ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτήρα εἶναι κοινὴ εὐεργεσία τῶν ἀνθρώπων.
«Ὅσον ἄφορα τὴν κρίση, ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ ἔχει κριθεῖ». Καὶ πάλι· «Ἔρχεται ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ, καὶ ἐπάνω μου δὲν ἔχει καμμιὰ δύναμη». Ὄντας δηλαδὴ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε αἰτία, δὲν εἶχε κανένα ἀπὸ τὰ σπέρματα τοῦ διαβόλου. Γι’ αὐτὸ καὶ κατάργησε τὴν τυραννία του καὶ τὸν ἔβγαλε ἔξω, καὶ ἔκανε νὰ τὸν καταπατοῦν ἐκεῖνοι ποὺ προηγουμένως ἦταν δοῦλοι του, ἐνθαρρύνοντάς τους καὶ λέγοντας· «Νά, σᾶς δίνω τὴν ἐξουσία νὰ πατᾶτε πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ πάνω σὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ». Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως καὶ τὴν ἴδια τὴν πάλη πρὸς τὸν διάβολο, ἂς πᾶμε στὴν ἱστορία τῶν Εὐαγγελίων. Ὁδηγήθηκε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μετὰ τὴ βάπτισή του στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ πειρασθεῖ ἀπὸ τὸν διάβολο. Ὁδηγήθηκε βέβαια ὄχι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ ναὸς (ἄνθρωπος) ποὺ προσλήφθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του Δαβίδ. Γιατί τὸ ἅγιο Πνεῦμα δὲν ὁδήγησε τὸν Θεὸ Λόγο γιὰ νὰ παλέψει μὲ τὸν διάβολο, ἀλλὰ τὸν ναὸ ποὺ ἔπλασε μέσα στὴν Παρθένο σὲ ναὸ τοῦ Θεοῦ Λόγου. Νήστεψε σαράντα μέρες καὶ ἄλλες τόσες νύχτες. Δὲν θέλησε νὰ ξεπεράσει τὸ μέτρο ἐκείνων ποὺ εἶχαν νηστέψει παλαιότερα, γιὰ νὰ μὴ ἀποφύγει τὴν πάλη μαζί του ὁ ἀντίπαλος, γιὰ νὰ μὴ καταλάβει ποιὸς κρύβεται, καὶ ἀποφύγει νὰ παλέψει μ’ αὐτὸν ποὺ φαινόταν. Γι’ αὐτὸ μετὰ ἀπὸ τὶς ἡμέρες ποὺ εἴπαμε, ἐμφανίζει τὸ πάθος τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἐπιτρέπει στὴν πείνα νὰ προκληθεῖ, δίνοντας λαβὴ σ’ ἐκεῖνον μέσω τῆς πείνας. Γιατί δὲν τολμοῦσε νὰ πλησιάσει, ἐπειδὴ ἔβλεπε νὰ γίνονται πολλὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἦταν ταιριαστὰ σὲ Θεό. Πράγματι ὅταν γεννήθηκε ἄγγελοι ἔψαλλαν, ἀνέτειλε ἄστρο ποὺ ὁδήγησε τοὺς μάγους γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν, ἔβλεπε τοὺς κορυφαίους της παρατάξεως αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο νὰ ἐφαρμόζει κάθε διάταξη τοῦ νόμου, νὰ ἀποστρέφεται τὴν κακία, νὰ σιχαίνεται κάθε πονηρία, καὶ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὴν πρόβλεψη ποὺ ἔγινε γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὸν προφήτη· «Προτοῦ νὰ γνωρίσει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό, ἀποφεύγει νὰ πειθαρχήσει στὸ κακό, καὶ προτίμα τὸ καλό». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰωάννης φώναζε· «Νὰ ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σηκώνει τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου». Ὁ Πατέρας βεβαίωσε ἀπὸ τὸν οὐρανό· «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο ἔδειξα τὴν εὐαρέσκειά μου». Ἦρθε ἀπὸ πάνω ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος. Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια προξενοῦσαν κατάπληξη στὸν διάβολο, καὶ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἔρθει κοντὰ στὸν ἀγωνιστὴ τῆς φύσεώς μας. Ὅταν ὅμως δέχθηκε τὴν προσβολὴ τῆς πείνας καὶ τὸν εἶδε νὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφή, καὶ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀντέξει περισσότερο ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἄνδρες, πλησιάζει, νομίζοντας ὅτι βρῆκε πολὺ μεγάλη εὐκαιρία, καὶ πιστεύοντας ὅτι θὰ τὸν νικήσει εὔκολα.
(Ἄγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. «Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου», Ε.Π.Ε. 10, σ.27, 39-47)
Βατοπαίδι

Η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου Ιησού Χριστού


Στις 25 Δεκεμβρίου η αγία Εκκλησία μας γιορτάζει το μεγάλο και ανερμήνευτο γεγονός της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού από την Υπεραγία Θεοτόκο.
Μετά τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ και ενώ πλησίαζε ο καιρός να τελειώσουν οι εννιά μήνες από την υπερφυσική σύλληψη του Χριστού στην παρθενική της μήτρα, ο Καίσαρ Αύγουστος διέταξε απογραφή του πληθυσμού του ρωμαϊκού κράτους. Τότε ο Ιωσήφ μαζί με τη Θεοτόκο, ξεκίνησαν για τη Βηθλεέμ, για να απογραφούν εκεί. Έτσι ξεκίνησαν από την Ναζαρέτ και ύστερα από κοπιαστικό ταξίδι έφτασαν στην Βηθλεέμ, όπου επειδή είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου δεν κατάφεραν να βρουν κατάλυμα, παρά μόνο ένα φτωχικό σπήλαιο. Εκεί η Θεοτόκος γέννησε τον Κύριο Ιησού Χριστό και σπαργάνωσε σαν βρέφος τον Κτίστη των απάντων. Έπειτα Τον έβαλε επάνω στη φάτνη των αλόγων ζώων, διότι «ἔμελλε νὰ ἐλευθέρωση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Από τότε, όλοι οι πιστοί χριστιανοί με χαρά ψάλλουν τον ύμνο των αγγέλων εκείνης της νύκτας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (βλ. Ευαγγέλιο Λουκά, Β' 1-20). Δόξα δηλαδή, ας είναι στο θεό, που βρίσκεται στα ύψιστα μέρη του ουρανού και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη από την αμαρτία ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεός έδειξε την αγάπη Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του.

Να σημειώσουμε εδώ, ότι η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά την 25η Δεκεμβρίου του 397 μ.Χ. επί πατριαρχείας Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Κατ' άλλους ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, χώρισε τις δύο γιορτές των Φώτων και των Χριστουγέννων, οι οποίες παλιότερα γίνονταν την ίδια μέρα, δηλαδή την 6η Ιανουαρίου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄
Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.


Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Αὐτόμελον.
Ποίημα Ῥωμανοὺ τοῦ Μελῳδοῦ
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι· Μάγοι δὲ, μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
πηγή

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/12/blog-post_6162.html#ixzz2G3ePVFdB


Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Ηχητικό Αγιολόγιο 21 Δεκεμβρίου



Ακούστε το βίο των Αγίων της Ορθοδοξίας που εορτάζουν σήμερα 21 Δεκεμβρίου 

Για να κατεβάσετε και να αποθηκεύσετε την ομιλία σε mp3 πατήστε ΕΔΩ (δεξί κλίκ αποθήκευση ως, ή αποθήκευση δεσμού ως)

anavaseis.blogspot.com

Ὁ Ἅγιος Θεμιστοκλῆς ὁ Μάρτυρας


Σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Θεμιστοκλέους, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας καὶ ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου. Ἦταν βοσκὸς στὸ ἐπάγγελμα.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Ἀσκληπιός, ὁ ἄρχοντας τῆς Λυκίας, ξεκίνησε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν καὶ ὁ στόχος του ἦταν νὰ συλλάβει τὸν Ἅγιο μάρτυρα Διοσκουρίδη. Ὁ Διοσκουρίδης ὅμως κατέφυγε στὸ ὄρος ὅπου ἔβοσκε ὁ Θεμιστοκλῆς τὰ πρόβατά του. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἄρχοντα κίνησαν καὶ αὐτοὶ πρὸς τὸ ὄρος ὅπου καὶ συνάντησαν τὸν Θεμιστοκλῆ. Ὅταν ἐρωτήθηκε γιὰ τὴν πίστη του δὲν δίστασε οὔτε στιγμὴ νὰ ὁμολογήσει τὸν ἕναν καὶ μοναδικὸ Θεό. Οἱ στρατιῶτες ἀκούγοντας τὴν ὁμολογία αὐτὴ τῆς πίστης του, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Ἀσκληπιό. Παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς ποὺ δέχθηκε ὁ Ἅγιος ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Αὐτὸ ἐξόργισε τὸν Ἀσκληπιὸ καὶ διέταξε τὸν βασανισμό του.

Ὁ Ἅγιος Θεμιστοκλῆς παρέδωσε τὸ πνεῦμά του πάνω στὸ μαρτύριο.


Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἡ Παρθενομάρτυς, Οἱ Ἅγιοι 500 Μάρτυρες, Οἱ Ἁγίες 130 Γυναῖκες


Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἡ Παρθενομάρτυς

Οἱ γονεῖς τῆς Ἰουλιανῆς ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ θέλησαν νὰ τὴν μνηστεύσουν μὲ κάποιο διακεκριμένο ἀξιωματοῦχο τῆς Ἀντιόχειας, τὸν Ἐλεύσιο. Ἀλλὰ ἡ Ἰουλιανὴ ἀρνήθηκε σθεναρά. Ἡ ἄρνησή της κατέπληξε τοὺς γονεῖς της, διότι μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ δὲν τοὺς εἶχε φέρει καμιὰ ἀντίρρηση καὶ ἦταν ὑπάκουη κόρη.

Ὁ Ἐλεύσιος μὲ πληγωμένο ἐγωισμὸ ζητοῦσε ἐκδίκηση. Ἀφοῦ ἐρεύνησε καὶ παρακολούθησε γιὰ πολὺ καιρὸ τὴν Ἰουλιανή, ἔμαθε ὅτι ἐν ἀγνοίᾳ τῶν γονέων της εἶχε γίνει χριστιανή. Ἔτσι ὁ Ἐλεύσιος τὴν κατήγγειλε στὸν ἔπαρχο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ φυλακισθεῖ. Μέσα στὴν φυλακή, συνεχίστηκαν οἱ προσπάθειες νὰ γίνει σύζυγος τοῦ Ἐλευσίου καὶ νὰ ἀποφύγει τὸν κίνδυνο τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ἡ Ἰουλιανὴ προτιμοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πάρει εἰδωλολάτρη σύζυγο.

Τότε ὁ Ἐλεύσιος μὲ διαταγὴ τοῦ ἔπαρχου καὶ πολὺ μίσος τὴν μαστίγωσε ἀνελέητα. Ἔπειτα, ἔκαψε τὸ πρόσωπό της μὲ πυρακτωμένο σίδερο, καὶ τῆς εἶπε: «Πήγαινε τώρα στὸν καθρέπτη νὰ καμαρώσεις τὴν ὀμορφιά σου». Ἡ δὲ Ἰουλιανή, μὲ ἕνα ἐλαφρὸ μειδίαμα τοῦ ἀπάντησε: «Στὴν ἀνάσταση τῶν δικαίων, στὰ πρόσωπα δὲ θὰ ὑπάρχουν πληγὲς καὶ ἐγκαύματα. Θὰ ὑπάρχουν μόνο οἱ πληγὲς τῶν ψυχῶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτό, Ἐλεύσιε προτιμῶ τώρα τὶς πληγὲς τοῦ σώματος, ποὺ εἶναι προσωρινές, παρὰ τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς, ποὺ βασανίζουν αἰώνια».
Μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ξίφος τοῦ δημίου ἔκοψε τὸ νεανικὸ κεφάλι τῆς Ἰουλιανῆς. Ἀργότερα ὁ Ἐλεύσιος, ὅταν βρέθηκε ναυαγὸς σὲ κάποιο ἄγνωστο νησί, βρῆκε τραγικὸ τέλος, ὅταν τὸν κατασπάραξε ἕνα ἄγριο λιοντάρι.





Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς νύμφη πανάμωμος, καὶ Ἀθληφόρος σεμνή, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι, τοῦ ἀθανάτου Πατρός, Ἰουλιανὴ ἔνδοξε· σὺ γὰρ φθαρτὸν μνηστῆρα, παριδοῦσα ἐμφρόνως, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες. Καὶ νῦν ταῖς τοῦ Νυμφίου σου, τρυφᾷς φαιδρότητι.


Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Παρθένος παγκαλής, καὶ περίδοξος Μάρτυς, ἐδείχθης ἀληθῶς, θείῳ φίλτρῳ τρωθεῖσα· διὸ ἀμφοτέρωθεν, διαλάμπουσα ἔνδοξε, πρὸς οὐράνιον, μετεβιβάσθης νυμφῶνα, ἰκετεύουσα, διὰ παντὸς Ἀθληφόρε, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.


Μεγαλυνάριον.
Κῆπος παρθενίας πολυανθής, ἀθλήσεως φέρων, ἔνθη εὔοσμα καὶ τερπνά, ὤφθης Ἀθληφόρε, τοῖς ἱεροῖς σου πόνοις· ὦ Ἰουλιανή σε, ὅθεν γεραίρομεν.

Οἱ Ἅγιοι 500 Μάρτυρες

Αὐτοὶ που πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἁγίας Ἰουλιανῆς καὶ κατόπιν ὅλοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἁγίες 130 Γυναῖκες

Αὐτὲς πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἁγίας Ἰουλιανῆς καὶ στὴν συνέχεια ὅλες μαρτύρησαν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.







Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και Ιερομάρτυρας


Ο χρόνος γέννησης και η εθνικότητα του Άγιου Ιγνατίου είναι ασαφή. Στο θρόνο της Αντιόχειας ο Ιγνάτιος ανέβηκε μεταξύ 68-70 μ.Χ. Ποίμανε σαν αποστολικός διδάσκαλος και στάθηκε φρουρός των ψυχών του ποιμνίου του.
Όταν ο Τραϊανός διέταξε διωγμό κατά των Χριστιανών, θαρραλέα ο Ιγνάτιος, ενώ ο βασιλιάς περνούσε από την Αντιόχεια, παρουσιάστηκε μπροστά του και υπεράσπισε τα δίκαια της Εκκλησίας και την αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Τότε ο Τραϊανός, διέταξε τη σύλληψη του Ιγνατίου και τη μεταφορά του στη Ρώμη. Οι χριστιανοί της Ρώμης σκόπευαν να τον απαλλάξουν από το μαρτύριο, αλλά ο Ιγνάτιος, με φλογερή δίψα προς το μαρτύριο, έγραψε σ' αυτούς να αφήσουν να γίνει το θέλημα του Θεού.
Έτσι, την 20η Δεκεμβρίου του έτους 107 μ.Χ., τον έριξαν στο αμφιθέατρο, όπου πεινασμένα θηρία τον κατασπάραξαν. Διασώθηκαν μόνο τα μεγαλύτερα από τα οστά του, που μεταφέρθηκαν και τάφηκαν με τιμές στην Αντιόχεια. Αργότερα μετακομίσθηκαν στη Ρώμη (β’ ανακομιδή το 540 μ.Χ. και εναποτέθησαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Κλήμεντος). Έτσι, ο Ιγνάτιος έμεινε μέχρι τέλους πιστός στη διδαχή του Χριστού, και "ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος και τον πατέρα και τον υιόν έχει".
Εκείνος δηλαδή, που μένει στη διδαχή του Χριστού, αυτός και τον Πατέρα και τον Υιό έχει, διότι αυτός έγινε ναός του Θεού και επομένως φέρει μέσα του το Θεό. Γι' αυτό και ο Ιγνάτιος επονομάσθηκε Θεοφόρος.

Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω έρωτι επτερωμένος, του σε ψαύσαντος, χερσίν αχράντοις, Θεοφόρος ανεδείχθης Ιγνάτιε, και εν τη Δύσει τελέσας τον δρόμον σου, προς την ανέσπερον λήξιν εσκήνωσας. Πάτερ Όσιε Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Κοντάκιον. Ήχος γ’. Η Παρθένος σήμερον.
Των λαμπρών αγώνων σου, η φωτοφόρος ημέρα, προκηρύττει άπασι, τον εκ Παρθένου τεχθέντα, τούτου γάρ διψών εκ πόθου κατατρυφήσαι, έσπευσας υπό θηρίων αναλωθήναι, διά τούτο Θεοφόρος, προσηγορεύθης Ιγνάτιε ένδοξε.

Ο Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης (Ρώσος)


Στοιχεία για τη ζωή του παίρνουμε από το βιβλίο "ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΡΟΝΣΤΑΝΔΗΣ" του επισκ. Αλεξάνδρου Σεμενώφ - Τιάν - Σάνσκυ, που το μετέφρασε ο Αρχιμ. Τιμόθεος Καθηγούμενος της Ι. Μονής Παρακλήτου Ωρωπού και το εξέδωσε η ίδια η Μονή.
Αυτός ο άγιος Ιωάννης λοιπόν, γεννήθηκε Στις 18 Οκτωβρίου του 1829 στο χωριό Σούρα του νομού Αρχάγγελσκ και το πρώτο του όνομα ήταν Ιβάν 'Ηλιτς Σέργιεφ.
Οι γονείς του ονομάζονταν Ηλίας Μιχαήλοβιτς Σέργιεφ και ήταν Ιεροψάλτης, η δε μητέρα του Θεοδώρα Βλάσιεθνα. Στην αρχή τα γράμματα τα "έπαιρνε" δύσκολα, αλλά κατόπιν προχώρησε και με κρατική υποτροφία. Το 1851, μπήκε στη Θεολογική Ακαδημία της Πετρούπολης.
Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή, παντρεύτηκε την Ελισάβετ Κωνσταντίνοβα και του πρότειναν να αναλάβει θέση Ιερέα στον καθεδρικό ναό της Κρονστάνδης αφιερωμένο στον Αγ. Ανδρέα τον Πρωτόκλητο.
Στις 11 Νοεμβρίου 1855 έγινε η χειροτονία του σε διάκονο και την επομένη σε πρεσβύτερο. Χειροτονήθηκε στην Πετρούπολη από τον επίσκοπο Βιννίσκυ Χριστόφορο στο ναό των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Από 'κει και πέρα αρχίζει μια τέτοια πνευματική ανοδική πορεία, που είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς μέσα σε λίγες γραμμές.
Υπήρξε φωτεινό παράδειγμα λειτουργού Ιερέως, άριστος ποιμένας αφού ίδρυσε πολλά ευαγή ιδρύματα και έδωσε όλο του τον εαυτό στη βοήθεια των συνανθρώπων του.
Επίσης συνέγραψε πολύ πνευματικά έργα και ο Θεός του είχε δωρίσει το χάρισμα να θαυματουργεί δια των θερμών του προσευχών.
Πέθανε στις 7.40 το πρωί της 20ης Δεκεμβρίου του 1908 σε ηλικία 80 χρονών, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο πνευματικό αλλά και υλικό έργο για το ποίμνιο του.


Ο Όσιος Φιλογόνιος

Ο Όσιος Φιλογόνιος έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Επιδόθηκε από την παιδική του ηλικία, στην εκμάθηση των ιερών γραμμάτων και έτσι αφιέρωσε τον εαυτό του στο Θεό.
Τόσο η ευγλωττία του όσο και η αναμφισβήτητη ευσέβεια και χρηστότης του, έκαναν τους χριστιανούς της Αντιόχειας να τον αναδείξουν σε επίσκοπο της μεγάλης και περίλαμπρης πόλης τους. Ο Φιλογόνιος ήταν δικηγόρος, ασκούσε το επάγγελμά του με γνώμονα τα φιλανθρωπικά του αισθήματα.
Οπότε μπορούσε, υπεράσπιζε τους συνανθρώπους του που είχαν αδικηθεί και ήταν αδύναμοι απέναντι στους καταπιεστές ειδωλολάτρες. Ο Χρυσόστομος μας πληροφορεί ότι ο επίσκοπος Αντιόχειας, ο Φιλογόνιος, ήταν έγγαμος και είχε μία θυγατέρα όταν χειροτονήθηκε.
Η οικογένειά του όμως δεν τον εμπόδισε να διατελέσει μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και να αφιερωθεί στο ποίμνιό του. Ο Όσιος Φιλογόνιος παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο εν ειρήνη.

Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)

Ο Άγιος Ιωάννης ο ράφτης Νεομάρτυρας από τη Θάσο


Το ηρωικό αυτό παιδί, γεννήθηκε στο χωριό Μαρίαις του νησιού Θάσου. Σε ηλικία 14 ετών ήλθε στην Κωνσταντινούπολη και μάθαινε την τέχνη του ράφτη στο Γαλατά. Κάποτε πήγε σ' ένα κατάστημα Εβραίου εμπόρου για ν' αγοράσει κλωστές και φιλονίκησε μ' αυτόν. Ο Εβραίος βρήκε την ευκαιρία την ώρα που ο Χότζας βρισκόταν πάνω στον μιναρέ, κατηγόρησε τον Ιωάννη ότι βρίζει την πίστη και το προσκύνημα των Τούρκων.
Όταν το παιδί οδηγήθηκε μπροστά στον βεζίρη και πιεζόταν ν' αρνηθεί τον Χριστό, με γενναιότητα απάντησε: "Δεν θ' αρνηθώ ποτέ τον γλυκύτατο μου Ιησού Χριστό, και αν ακόμα μύρια βάσανα μου κάνετε και το βασίλειο σας όλο μου χαρίσετε".
Βλέποντας ο βεζίρης την αμετάθετη γνώμη του παιδιού, διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Έτσι στην τοποθεσία "Τσαρσί των γουναράδων" ο δήμιος έκοψε μαρτυρικά λίγο-λίγο το κεφάλι του ηρωικού παιδιού στις 20 Δεκεμβρίου 1652.
Τον βίο του Αγίου συνέγραψε ο Ιωάννης Καρυοφύλλης και ο Μελέτιος Συρίγου.

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

H NHΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ:ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΗΣΤΕΥΟΥΜΕ.



αγιογραφία:.proskynitis.blogspot.gr

Η δεύτερη μακρά περίοδος νηστείας μετά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η νηστεία των Χριστουγέννων, γνωστή στη γλώσσα του ορθοδόξου λαού μας και ως σαραντα(η)μερο. Περιλαμβάνει και αυτή σαράντα ημέρες, όμως δεν έχει την αυστηρότητα της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αρχίζει την 15η Νοεμβρίου και λήγει την 24η Δεκεμβρίου.

Μέχρι τα μέσα του Δ' αιώνα η Εκκλησία της Ανατολής συνεόρταζε τη γέννηση και τη βάπτιση του Χριστού υπό το όνομα τα Επιφάνεια την ίδια ήμερα, στις 6 Ιανουαρίου. Τα Χριστούγεννα ως ξεχωριστή εορτή, εορταζομένη στις 25 Δεκεμβρίου εισήχθη στην Ανατολή από τη Δύση περί τα τέλη του Δ' αιώνα.

Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, που πρώτος ομιλεί για την εορτή των Χριστουγέννων, την ονομάζει «μητρόπολιν πασών των εορτών» και μας πληροφορεί περί το 386 ότι «ούπω δέκατον έστιν έτος, εξ ου δήλη και γνώριμος ημίν αύτη η ημέρα (της εορτής) γεγένηται».Με τη διαίρεση της άλλοτε ενιαίας εορτής και την καθιέρωση των τριών ξεχωριστών εορτών, της Γεννήσεως την 25η Δεκεμβρίου, της Περιτομής την 1η και της Βαπτίσεως την 6η Ιανουαρίου, διαμορφώθηκε και το λεγόμενο Δωδεκαήμερον, δηλαδή το εόρτιο χρονικό διάστημα από τις 25 Δεκεμβρίου ως τις 6 Ιανουαρίου. Έτσι διασώθηκε κατά κάποιο τρόπο η αρχαία ενότητα των δύο μεγάλων εορτών της Γεννήσεως και της Βαπτίσεως του Κυρίου.Ή μεγάλη σημασία που απέκτησε με την πάροδο του χρόνου στη συνείδηση της Εκκλησίας η νέα εορτή των Χριστουγέννων και η ευλάβεια των πιστών και ιδιαίτερα των μοναχών, απετέλεσαν τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση και της προ των Χριστουγέννων νηστείας. Σ' αυτό ασφαλώς επέδρασε και η διαμορφωμένη ήδη τεσσαρακονθήμερη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που προηγείτο του Πάσχα.

Όπως η εορτή έτσι και η νηστεία, ως προετοιμασία για την υποδοχή των γενεθλίων του Σωτήρος, εμφανίστηκε αρχικά στη Δύση, όπου η νηστεία αυτή ονομαζόταν Τεσσαρακοστή τον άγιου Μαρτίνου επειδή άρχιζε από την εορτή του άγιου τούτου της Δυτικής Εκκλησίας. Το ίδιο επανελήφθη και σ' εμάς, όπου πολλοί τη νηστεία των Χριστουγέννων ονομάζουν του άγιου Φιλίππου επειδή προφανώς αρχίζει την επομένη της μνήμης του Αποστόλου. Οι πρώτες ιστορικές μαρτυρίες, που έχουμε για τη νηστεία προ των Χριστουγέννων, ανάγονται για τη Δύση στον Ε' και για την Ανατολή στον ΣΤ' αιώνα. 'Από τούς ανατολικούς συγγραφείς σ' αυτήν αναφέρονται ό Αναστάσιος Σιναιτης, ό πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ο Ομολογητής, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, καθώς επίσης και ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βάλσαμων.

Ή νηστεία στην αρχή, καθώς φαίνεται, ήταν μικρής διάρκειας. Ό Θεόδωρος Βαλσαμων, που γράφει περί τον ΙΒ' αιώνα και κατά συνέπεια μας πληροφορεί για τα όσα ίσχυαν στην εποχή του , σαφώς την ονομάζει «επταήμερον». Όμως υπό την επίδραση της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής επεξετάθη και αυτή σε σαράντα ήμερες, χωρίς εν τούτοις να προσλάβει την αυστηρότητα της πρώτης.

Πως θα πρέπει να την νηστεύουμε;

Καθ' όλη τη διάρκεια του σαρανταημέρου δεν καταλύουμε κρέας, γαλακτερά και αυγά. Αντίθετα, επιτρέπεται να καταλύουμε ψάρι όλες τις ήμερες πλην, φυσικά, της Τετάρτης και της Παρασκευής από την αρχή μέχρι και την 17η Δεκεμβρίου. Ψάρι καταλύουμε επίσης και κατά την εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, οποιαδήποτε ημέρα κι αν πέσει.
'Από την 18η μέχρι και την 24η Δεκεμβρίου, παραμονή της εορτής, επιτρέπεται η κατάλυση οίνου και ελαίου μόνο εκτός, βέβαια, των ημερών Τετάρτης και Παρασκευής που θα παρεμβληθούν και κατά τις οποίες τηρούμε ανέλαιη νηστεία. Επίσης με ξηροφαγία θα πρέπει να νηστεύουμε την πρώτη ήμερα της νηστείας, 15η Νοεμβρίου, καθώς και την παραμονή της εορτής, έκτος βέβαια κι αν πέσουν Σάββατο η Κυριακή.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ:ΝΗΣΤΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

«Επίσης οφείλουμε να μην τηρούμε μόνο την τάξη της νηστείας που αφορά τις τροφές, αλλά να απέχουμε και από κάθε αμαρτία, έτσι ώστε, όπως νηστεύουμε ως προς την κοιλιά, να νηστεύουμε και ως προς τη γλώσσα, αποφεύγοντας την καταλαλιά, το ψέμα, την αργολογία, τη λοιδορία, την οργή και γενικά κάθε αμαρτία που διαπράττουμε μέσω της γλώσσας.Επίσης χρειάζεται να νηστεύουμε ως προς τα μάτια. Να μη βλέπουμε μάταια πράγματα. Να μην αποκτούμε παρρησία διά μέσου των ματιών. Να μην περιεργαζόμαστε κάποιον με αναίδεια. Ακόμη θα πρέπει να εμποδίζουμε τα χέρια και τα πόδια από κάθε πονηρό πράγμα.Με αυτό τον τρόπο νηστεύοντας μια νηστεία ευπρόσδεκτη στον Θεό, αποφεύγοντας κάθε είδους κακία που ενεργείται διά μέσου της καθεμιάς από τις αισθήσεις μας, θα πλησιάζουμε, όπως είπαμε, την άγια ήμερα της αναστάσεως αναγεννημένοι, καθαροί και άξιοι της μεταλήψεως των άγιων μυστηρίων». (ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ)

Από το "Η νηστείαι της Εκκλησίας", Αρχιμ. Συμεών Κούτσα Εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 88-92

ΚΑΝΤΗΛΙ, ΚΕΡΙ, ΘΥΜΙΑΜΑ: Ποια η σημασία και οι συμβολισμοί τους;

Το Καντήλι



Η λέξη καντήλι προέρχεται από τη λατινική candela=κερί.

Στη χριστιανική Εκκλησία το Καντήλι τοποθετείται μπροστά στις άγιες εικόνες. Αυτό που τοποθετείται μπροστά στον Εσταυρωμένο, μέσα στο Ιερό Βήμα, διατηρείται πάντοτε αναμμένο και γι’ αυτό λέγεται «ακοίμητο» Καντήλι.

Ένα Καντήλι τοποθετείται επίσης στο εικονοστάσι του σπιτιού και ανάβεται κάθε μέρα, σύμφωνα με την ορθόδοξο παράδοση. Μια συνήθεια που διατηρεί τον βαθύ χριστιανικό συμβολισμό της με το Φώς του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, που θερμαίνει την ελπίδα και που παρηγορεί και συντροφεύει στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς.

Το άναμμα του καντηλιού ενέχει τον συμβολισμό ότι προσφέρεται ως θυσία σεβασμού και τιμής προς τον Θεό και τους Αγίους του. Συμβολίζει επίσης, το φώς του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, καθώς επίσης συμβολίζει και το γνωστό παράγγελμα του Κυρίου μας ότι πρέπει να είμαστε, οι χριστιανοί, τα φώτα του κόσμου.

Το έλαιον, το λάδι δηλ. που καίει στα καντήλια μας, “τον του Θεού υπεμφαίνει έλαιον” γράφει ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης, το έλεος του Θεού που φανερώθηκε όταν η περιστερά του Νώε επέστρεψε στην Κιβωτό για να σημάνει την παύση του κατακλυσμού, έχοντας στο ράμφος της κλάδο ελαίας, ή όταν ο Ιησούς, καθώς επροσηύχετο εκτενώς, επότιζε με τους θρόμβους του ιδρώτος του την ελιά, κάτω από τα κλαδιά της οποίας γονάτισε την μαρτυρική εκείνη νύχτα, στο Όρος των Ελαιών. Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως απείρως ανώτερος του υλικού φωτισμού είναι ο εσωτερικός, αγιοπνευματικός φωτισμός.

Έγραφε λοιπόν ο Θεοφόρος Πατήρ Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός : “Φωτίσωμεν…γλώσσαν” και συμπληρώνει ο σχολιαστής του : Επετεύχθη τούτο ; Το λάδι συμβολίζει το άπειρο έλεος του Θεού, αλλά και τα κανδήλια συμβολίζουν την Εκκλησία που είναι μεταδοτική Θείου ελέους και φωτιστική.

Συμβολίζουν βέβαια τους ίδιους τους αγίους που το Φώς τους έλαμψε, κατά το λόγο του Κυρίου, «έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα τον εν τοίς ουρανοίς».

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει οι Ορθόδοξοι να ανάβουμε το καντήλι όπως για παράδειγμα

1. για να μάς θυμίζει την ανάγκη για προσευχή,

2. για να φωτίζει το χώρο και να διώκει το σκότος όπου επικρατούν οι δυνάμεις του κακού,

3. για να μάς θυμίζει ότι ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό Φώς και η πίστη σε Αυτόν είναι Φώς,

4. για να μάς θυμίζει ότι η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή,

5. για να μάς θυμίζει ότι όπως το καντήλι απαιτεί το δικό μας χέρι για να ανάψει έτσι και η ψυχή απαιτεί το χέρι του Θεού, τη Χάρη Του δηλαδή,

6. για να μάς θυμίζει ότι πρέπει το θέλημά μας να καεί και να θυσιαστεί

7. για την αγάπη προς το Θεό κ.ά.

Εννοείται, βέβαια, ότι το λάδι των καντηλιών πρέπει να είναι ελαιόλαδο και μάλιστα όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητος.

Άλλωστε ο Κύριος προσευχήθηκε στον κήπο των Ελαιών και ο ναός με τα κανδήλια μετατρέπεται σε νέο κήπο και ελέους (λαδιού) και Ελέους Θεϊκού Το λάδι τους μας θυμίζει την ευσπλαχνία του Θεού και το φως τους στη ζωή μας, που πρέπει να είναι φωτεινή και άγια.

Η φωτοχυσία του ναού συμβολίζει το θείο φως της παρουσίας του Θεού που φωτίζει τις καρδιές όχι μόνο των νεοφώτιστων αλλά και όλων των χριστιανών.

Ο Κύριος φανέρωσε αυτή τη μεγάλη αλήθεια για τον εαυτό Του με τα ακόλουθα λόγια: "Εγώ ειμι το φως του κόσμου" (Ιωάν. η΄, 12). Είναι φως όχι μόνο λόγω της φωτεινής διδασκαλίας Του, αλλά κυρίως λόγω της φωτεινής παρουσίας Του.

Αυτό επιβεβαιώνεται κυρίως από τη θαυμαστή Μεταμόρφωσή Του, όπου "έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως" (Ματθ. ιζ΄, 2).

Στο Σύμβολο της Πίστεως ο Υιός του Θεού παρουσιάζεται ως "φως εκ φωτός". Στην ακολουθία του Εσπερινού επίσης ο υμνογράφος παρουσιάζει τον Κύριο ως "φως ιλαρόν".

Και οι χριστιανοί με τα μυστήρια της Εκκλησίας και τον πνευματικό τους αγώνα μπορούν να δεχθούν το φως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και να το ακτινοβολούν με τη ζωή τους. Στην "επί του όρους" ομιλία ο Κύριος συμβουλεύοντας τους μαθητές Του είπε: "Υμείς εστε το φως του κόσμου.... ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς" (Ματθ ε΄, 14-16). (Δηλαδή: Εσείς είστε το φως του κόσμου... έτσι να λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον πατέρα σας τον επουράνιο).

Εδώ φαίνεται καθαρά ότι το φως των μαθητών του Χριστού είναι τα καλά έργα της αγιοπνευματικής ζωής τους. Οι άγιοι στην άλλη ζωή θα ομοιάσουν με τον Κύριο, θα γίνουν "θεοί κατά χάριν". Αυτό το εκφράζει ο Κύριος καθαρά με τα προφητικά λόγια Του: "Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτων" (Ματθ. ιγ΄, 43).


Το Κερί



Και το κερί επίσης συμβολίζει το Φως του Χριστού , τη φλόγα της πίστεως. Πίσω από το άναμμα του κεριού κρύβεται βαθύτατος συμβολισμός.

Ο Συμεών Θεσσαλονίκης μας λέγει ότι το κερί που ανάβουμε έχει έξι συμβολισμούς:

1. Συμβολίζει την καθαρότητα της ψυχής μας, γιατί είναι κατασκευασμένο από καθαρό κερί μέλισσας.

2. Επίσης την πλαστικότητα της ψυχής μας, μια και εύκολα πάνω του μπορούμε να χαράξουμε ο,τιδήποτε.

3. Ακόμη την Θεία Χάρη, επειδή το κερί προέρχεται από τα άνθη που ευωδιάζουν.

4. Επιπλέον συμβολίζει την θέωση, στην οποία πρέπει να φθάσουμε, επειδή το κερί ανακατεύεται με τη φωτιά και της δίνει τροφή.

5. Και το φώς του Χριστού επίσης δείχνει, καθώς καίει και φωτίζει στο σκοτάδι.

6. Και τέλος συμβολίζει την αγάπη και την ειρήνη που πρέπει να χαρακτηρίζουν κάθε χριστιανό, επειδή το κερί καίγεται όταν φωτίζει, αλλά και παρηγορεί τον άνθρωπο με το φώς του μέσα στο σκοτάδι. Ανάβοντας κερί πρέπει να θυμόμαστε ότι πρέπει να ζούμε μέσα στο φώς που πήραμε με την βάπτισή μας.

Γι αυτό τη βάπτιση την ονομάζουμε και Φώτισμα. Γι αυτό και στη διάρκεια της βαπτίσεως κρατάμε αναμμένες λαμπάδες. Το φώς αυτό είναι το πύρ της Πεντηκοστής, το φώς του Αγίου Πνεύματος. Και το φώς αυτό ανανεώνεται μέσα μας στην ψυχή μας, κάθε φορά που συμμετέχουμε στη Θεία Λειτουργία και κάθε φορά που κοινωνούμε και προσευχόμαστε.

Γι αυτό στο τέλος κάθε Θείας Λειτουργίας ψάλλουμε: «Είδομεν το φώς το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες».

Το φως του Ναού όμως, πρέπει να πούμε, σώζει καλύτερα τους συμβολισμούς του και βοηθεί και την ψυχή να κατανυχθεί όταν είναι φυσικό, όπως στα περισσότερα από τα μοναστήρια μας, δηλαδή αποτελούμενο από κεριά και κανδήλια που καίνε και όχι τεχνητό που προέρχεται δηλ. από ηλεκτρικό ρεύμα.

Τα κ ε ρ ι ά όπως και το λ ά δ ι είναι μία προσφορά προς τον Θεό από αυτά τα υλικά αγαθά που ο ίδιος μάς δίνει ( τα Σά εκ των Σών) και συμβολίζουν τα μέν κεριά το εύπλαστο και μαλακό της ψυχής αλλά και την ενωτική δύναμη του αγίου Πνεύματος διότι τα κεριά κατασκευάζονται, έτσι τουλάχιστον θα έπρεπε, από το αγνό κερί που φτιάχνει η μέλισσα, η οποία για να παρασκευάσει το κερί μαζεύει τη γύρη από διάφορα λουλούδια.

Για το λόγο αυτό το κερί μας θυμίζει και την εργατικότητα της μέλισσας αλλά και το γεγονός ότι μαζεύει ό,τι καλό και απορρίπτει ό,τι ρυπαρό. Θυμίζει επίσης το κερί τον τρόπο με τον οποίο το Πύρ, η Θεότητα δηλαδή, ενώνεται με την εύπλαστη ψυχή και τη μαλακώνει αλλά και τη φωτίζει και την ίδια και όλους όσοι έρχονται σε κοινωνία μαζί της. Το κερί, καθώς καίγεται, φωτίζει το περιβάλλον του. Έτσι και ο συνειδητός χριστιανός, όταν θυσιάζεται για την αγάπη του Θεού, φωτίζει τους συνανθρώπους του και τους δείχνει τον δρόμο της σωτηρίας.

Όταν ο πιστός εισέρχεται στον ναό, πρέπει να ανάβει στο μανουάλι ένα κερί για τους ζώντες κι ένα κερί για τους τεθνεώτες συγγενείς και γνωστούς του. Εάν όμως κάποιοι από τους ζώντες έχουν ιδιαίτερα προβλήματα, τότε καλό είναι να ανάβουμε κερί για τον καθένα ξεχωριστά.

Το άναμμα του κεριού πρέπει πάντοτε να συνοδεύεται με λόγια προσευχής. Για τους ζώντες θα ζητάμε το έλεος και την προστασία του Θεού, ενώ για τους τεθνεώτες τη θεία ευσπλαχνία και αιώνια σωτηρία τους.

Το αγνό κερί που παράγεται από παρθένες μέλισσες συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού η οποία προήλθε από την πάναγνη και παρθένο Μαριάμ.

Το τρικέρι του επισκόπου συμβολίζει την Αγία Τριάδα, ενώ το δικέρι τις δύο φύσεις του Χριστού. Τα κεριά ή οι λαμπάδες που ανάβουμε στη Βάπτιση συμβολίζουν το πνευματικό φως που λαμβάνει ο νεοφώτιστος.

Τα κεριά της κηδείας, του τάφου και των μνημοσύνων συμβολίζουν το φως του Χριστού, στο οποίο ευχόμεθα να εισέλθει ο αποθανών.

Ο Πολυέλαιος συμβολίζει την θριαμβεύουσα Εκκλησία των Ουρανών.

Τα κεριά ή τα κανδήλια του συμβολίζουν τους αγίους. Στις μεγάλες γιορτές στις Ιερές Μονές σείουν τον Πολυέλαιο, για να φανερώσουν ότι και οι άγιοι στα επουράνια συνεορτάζουν και συγχορεύουν με την επίγεια Εκκλησία του Χριστού.


Το Θυμίαμα



Θυμίαμα καλείται από τα αρχαία χρόνια το αρωματικό ρετσίνι ή το κόμμι που βγαίνει από τις τομές στον κορμό του δέντρου λίβανος εξ ου και λιβάνι. Στο σπίτι καλό είναι να προσφέρεται θυμίαμα τακτικά και να συνοδεύεται πάντοτε με κάποια προσευχή.

Οι πνευματικοί συμβολισμοί του θυμιάματος είναι:

1. Το θυμίαμα εν πρώτοις συμβολίζει την προσευχή, που ανεβαίνει προς τον θρόνον του Θεού. " Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν Σου. . . " Είναι η ορμή της ψυχής προς τα άνω. Και ταυτόχρονα συμβολίζει και την ζέουσαν επιθυμία μας να γίνει η προσευχή μας δεκτή " εις οσμήν ευωδίας πνευματικής ". Γράφει ο ιερός Χρυσόστομος " Ώσπερ το θυμίαμα και καθ’ εαυτό καλόν και ευώδες, τότε δέ μάλιστα επιδείκνυται την ευωδίαν, όταν ομιλήση τώ πυρί. Ούτω δέ και η ευχή καλή μέν καθ’ εαυτήν, καλλίων δέ και ευωδεστέρα γίνεται όταν μετά και ζεούσης ψυχής αναφέρηται, όταν θυμιατήριον η ψυχή γένηται και πύρ ανάπτη σφοδρόν ". Γι ’ αυτό και πρέπει, όταν προσεύχεται κανείς, καλόν είναι να καίει θυμίαμα στο σπίτι.

2. Συμβολίζει ακόμη τις γλώσσες πυρός της Αγ. Πεντηκοστής, όταν ο Κύριος εξαπέστειλε στους Μαθητές Του το Πανάγιό Του Πνεύμα " έν είδει πυρίνων γλωσσών ". Στην ευχή που λέγει ο ιερεύς, όταν ευλογεί το θυμίαμα στην Πρόθεση, αναφέρει " Θυμίαμά Σοι προσφέρομεν Χριστέ ο Θεός εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, ο προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του Παναγίου Σου Πνεύματος ". Με το θυμίαμα δηλ. ζητούμε από τον Κύριο να μάς στείλει την αγιοπνευματικήν Του χάρι. Γι’ αυτό και οι πιστοί, όταν τους θυμιάζει ο Ιερεύς, κλίνουν ελαφρώς την κεφαλή σε δείγμα αποδοχής της χάριτος αυτής. Ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης ερμηνεύει ως εξής την σημασίαν του θυμιάματος : " Δηλοί την απ’ ουρανού χάριν και δωρεάν εκχυθείσαν τώ κόσμω διά Ιησού Χριστού και ευωδίαν του Πνεύματος και πάλιν εις τον ουρανόν δι’ αυτού αναχθείσαν".

3. Το ευώδες θυμίαμα συμβολίζει εξ άλλου και τον αίνον, που απευθύνεται προς τον Θεό. Η καύση του θυμιάματος σημαίνει τη λατρεία και τον εξιλασμό. Το δέ ευχάριστο συναίσθημα, που δημιουργείται από το άρωμα του θυμιάματος σε όλο το χώρο του Ι. Ναού, σημαίνει την πλήρωση της καρδιάς μας από τη θεία ευαρέστηση, που είναι ο καρπός της αγάπης μας προς το Θεό. Στην περίπτωση αυτή κάθε πιστός μετατρέπεται σε " ευωδίαν Χριστού ".

4. Το δέ θυμιατήριον, όπου καίγονται τα κάρβουνα και τοποθετείται το θυμίαμα, συμβολίζει την κοιλίαν της Θεοτόκου, η οποία δέχθηκε στα σπλάχνα της σωματικώς την Θεότητα, που είναι " πύρ καταναλίσκον ", χωρίς να υποστή φθοράν ή αλλοίωση.

Κατά τον άγιο Γερμανό, Πατριάρχη Κων/λεως " Ο θυμιατήρ υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, το πύρ την θεότητα και ο ευώδης καπνός μηνύει την ευωδία του Αγίου Πνεύματος προπορευομένην ". Και αλλού " Η γαστήρ του θυμιατηρίου νοηθείη αν ημίν η ηγιασμένη μήτρα της Θεοτόκου φέρουσα τον θείον άνθρακα Χριστόν εν ώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς. Διό και την οσμήν της ευωδίας αναδίδωσιν ευωδιάζον τα σύμπαντα ".

Με απλά λόγια και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός περιγράφει αυτόν τον συμβολισμόν, λέγοντας " Το θυμιατό σημαίνει την Δέσποινα, την Θεοτόκο. Όπως τα κάρβουνα είναι μέσα στο θυμιατό και δεν καίεται, έτσι και η Δέσποινα η Θεοτόκος εδέχθηκε τον Χριστόν και δεν εκάηκε, αλλά μάλιστα εφωτίσθηκε.

Με το θυμίαμα που προσφέρουμε την ώρα της προσευχής υποβοηθείται η ανάταση της ψυχής προς τα υψηλά «άνω σχώμεν τας καρδίας».

Όπως το θυμίαμα θερμαινόμενο στον άνθρακα ανέρχεται προς τα άνω ευωδιάζοντας το περιβάλλον, έτσι και η ψυχή του πιστού με θερμή πίστη πρέπει να πτερουγίζει προς τα άνω μυροβλύζουσα, απαγγιστρωμένη από τις υλικές μέριμνες.

Η βάση του θυμιατηρίου υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χριστού, η φωτιά την θεότητά Του και ο ευώδης καπνός μάς «πληροφορεί» την προπορευόμενη ευωδία του Αγίου Πνεύματος.

Ο Μωυσής υπακούοντας στον Θεό κατασκεύασε και τοποθέτησε στη Σκηνή του Μαρτυρίου Θυσιαστήριο του Θυμιάματος (Έξ. 30: 1-10). Ο τρόπος παρασκευής του Θυμιάματος διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο (Έξ. 30: 34-36). Η προσφορά Θυμιάματος στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε εντολή του Θεού. Έπρεπε να προσφερθεί Θυμίαμα στην αρχή της ημέρας το πρωί και το βράδυ με το άναμμα των Λύχνων (Έξ. 30: 7-8).

Αυτή η καλή συνήθεια μεταφέρθηκε και στη χριστιανική λατρεία. Ιδιαίτερα προσφέρεται Θυμίαμα στον Εσπερινό με το ιλαρό φως της δύσεως του Ηλίου και στο ψάλσιμο του δεύτερου στίχου του 140 Ψαλμού, όπου ψάλλεται το "κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου".

Παρακαλούμε τον Κύριο να ανεβεί η προσευχή μας προς τον θρόνο Του, όπως ανεβαίνει το ευωδιαστό Θυμίαμα προς τον ουρανό. Το λατρευτικό αυτό μέσο δημιουργεί κατανυκτικό κλίμα προσευχής και ελκύει την αγιαστική χάρη του Θεού.

Η ευλογία του Θυμιάματος κατά την τελετή της Προσκομιδής δείχνει καθαρά τη μεγάλη ωφέλεια, που προξενείται στους εκκλησιαζόμενους από την προσφορά του Θυμιάματος. Λέει χαρακτηριστικά εκεί ο ευλογών λειτουργός: "Θυμίαμά σοι προσφέρομεν, Χριστέ ο Θεός ημών, εις οσμήν ευωδίας πνευματικής· ό προσδεξάμενος εις το υπερουράνιόν σου θυσιαστήριον, αντικατάπεμψον ημίν την χάριν του παναγίου σου Πνεύματος". (Δηλαδή: Θυμίαμα σ’ Εσένα προσφέρουμε, Χριστέ Ύψιστε Θεέ, ως οσμή ευωδίας πνευματικής· αυτό, αφού δέχθηκες στο υπερουράνιό Σου Θυσιαστήριο, στείλε πίσω σε μας τη χάρη του παναγίου Σου Πνεύματος).

Έκπληξη προκαλεί το ότι τα ίδια λόγια περίπου χρησιμοποιεί ο λειτουργός και για την προσφορά των Τιμίων Δώρων στη Θεία Λειτουργία: " Όπως ο φιλάνθρωπος Θεός ημών, ο προσδεξάμενος αυτά εις το άγιον και υπερουράνιον και νοερόν αυτού θυσιαστήριον εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, αντικαταπέμψη ημίν την θείαν χάριν και την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, δεηθώμεν". (Δηλαδή: Με σκοπό ο φιλάνθρωπος Θεός μας, που δέχθηκε αυτά στο άγιο και υπερουράνιο και πνευματικό Του Θυσιαστήριο ως οσμή ευωδίας πνευματικής, να στείλει πίσω σε μας τη θεία χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ας παρακαλέσουμε).

Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τους πιστούς, αυτοί πρέπει να προσκυνούν ευλαβικά προσδοκώντας την ευλογία και τη χάρη του Θεού. Όταν ο λειτουργός θυμιάζει τις εικόνες των αγίων, επιζητεί τις μεσιτικές προσευχές τους προς τον Κύριο για βοήθεια των μελών της στρατευομένης Εκκλησίας.

Δυστυχώς πολλοί χριστιανοί, όταν τους θυμιά ο Ιερεύς, παραμένουν ακίνητοι (σάν κολώνες). Και τούτο, ασφαλώς, λόγω άγνοιας! Η μικρή υπόκλιση είναι δείγμα ότι συμμετέχουμε στα τελούμενα και μία ανταπόκριση στοιχειώδους ευγένειας προς τον λειτουργό που προσεύχεται για μας!

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου Σερβίας

Ὁ Γαβριὴλ ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας. Μὲ ἄδεια τῶν Τούρκων, εἶχε πάει στὴ Βλαχὶα καὶ Ρωσία γιὰ νὰ μαζέψει χρήματα, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Τότε κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίτροπό του στὴν Ἀρχιεπισκοπή, Βούλγαρο Μάξιμο, ὅτι ἐπιβουλεύεται τὴν Τουρκικὴ ἐξουσία. Ἔτσι, ὅταν ὁ Γαβριὴλ ἐπέστρεψε ἀπ' τὴ Ρωσία, βρῆκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Μάξιμο. Ἀμέσως τότε ὁ Γαβριήλ, προέβηκε σὲ ἐνέργειες γιὰ τὴν ἔξωσή του. Ὁ Μάξιμος ὅμως πῆγε στὴν Προῦσα, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος καὶ ὁ Βεζίρης καὶ ἐπανέλαβε τὶς συκοφαντίες ἐναντίον τοῦ Γαβριήλ.

Τότε ὁ Βεζίρης κάλεσε τὸν Γαβριὴλ ἀπὸ τὴ Σερβία στὴν Προῦσα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε, πείστηκε μὲν ὅτι πρόκειται γιὰ συκοφαντία, ἀλλὰ ἀξίωσε ἀπὸ τὸν μάρτυρα ν’ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ἔχει τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Ὁ Ἱεράρχης ἀπέκρουσε τὶς προτάσεις καὶ παρέμεινε ἀκλόνητος στὴ χριστιανικὴ πίστη.
Ἔτσι, ἀφοῦ σκληρὰ τὸν βασάνισαν, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀπαγχονισμὸ στὶς 13 Δεκεμβρίου 1659. Ο Otto Meinardus, τοποθετεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ νέου Ἱερομάρτυρα αὐτοῦ, στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1681.

πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1443/sxsaintinfo.aspx

Ὅσιος Ἀρσένιος, Ὅσιος Ἄρης

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Ἀσκητὴς ποὺ ἀσκήτευσε στὸ Λάτριο ὄρος

Πότε ἀκριβῶς ἔζησε δὲν μᾶς εἶναι γνωστό. Πάντως ἀπὸ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα συμπεραίνουμε ὅτι ὑπῆρξε μεταξὺ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰώνα.

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη οἰκογένεια. Ὁ ἴδιος ἦταν πατρίκιος καὶ στρατηγός, τῶν Κιβυρραιωτῶν καὶ ἔπειτα στὸν Βυζαντινὸ στόλο.

Κάποτε ὅμως, σὲ μία φοβερὴ τρικυμία, ὁ στόλος καταποντίσθηκε καὶ διασώθηκε μόνο αὐτός. Τότε ἀφιέρωσε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του στὸν Θεό, ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς καὶ ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή.

Ποῦ μόνασε πρῶτα δὲν τὸ γνωρίζουμε. Ἀργότερα κατέφυγε σὲ τόπο ἀπομονωμένο, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν τοποθεσία Ἱερὸ καὶ ἀπὸ ἐκει στὸ Λάτριο ὄρος, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Ἀπὸ ἐκεῖ κλήθηκε νὰ διοικήσει τὴ Μονὴ Κελλιβάρων, ἀλλὰ ἐνοχλούμενος καὶ ἐπιζητώντας τὴν ἡσυχία, ἀναχώρησε καὶ κλείστηκε μέσα σὲ μιὰ τρύπα ταλαιπωρώντας τὸ σῶμα του. Ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ τῆς Μονῆς τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴ Μονή, ὅπου ζοῦσε σ’ ἕνα κελὶ καὶ μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, τὴν Κυριακή, ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συνέτρωγε μὲ αὐτούς.
Προαισθάνθηκε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε κατάλληλες πνευματικὲς συμβουλές, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Ἄρης

Ἕνας ἀπὸ τοὺς Ὁσίους καὶ σοφοὺς ἀσκητὲς τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου ἀποφθέγματα ὑπάρχουν στὸν Εὐεργετινό.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1442/sxsaintinfo.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1441/sxsaintinfo.aspx

Ἡ Ἁγία Λουκία ἡ Παρθενομάρτυς


Ημ. Εορτής: 13 Δεκεμβρίου

Σήμερα τιμοῦμε τὴν μνήμη τῆς Ἁγίας μάρτυρος Λουκίας, τῆς παρθένου. Ἔζησε γύρω στὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας.

Μοναχοκόρη, εἶχε ὀρφανέψει μικρὴ ἀπὸ τὸν πατέρα της καὶ ἔμεινε μόνη μὲ τὴ μητέρα της, ἡ ὁποία ἦταν βαριὰ ἄρρωστη μὲ μία ἀνίατη ἀσθένεια. Ἔχοντας ἀπελπιστεῖ ἀπὸ τὴν βοήθεια τῶν γιατρῶν, εὐελπιστοῦσαν μόνο στὴν Θεία Χάρη γιὰ τὴν ἴαση τῆς ἀσθένειάς της. Γι’ αὐτὸ μετέβηκαν στὴν Κατάνη, ὅπου βρισκόταν τὸ λείψανο τῆς Ἁγίας Ἀγαθῆς.

Τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ ἡ Λουκία, ἀφοῦ εἶχε προσευχηθεῖ θερμὰ γιὰ τὴν ὑγεία τῆς μητέρας της, εἶδε τὴν Ἁγία Ἀγαθὴ σὲ ὅραμα. Ἡ Ἁγία τῆς εἶπε ὅτι ἡ μητέρα της θὰ γιατρευτεῖ, ἀλλὰ ἡ ἴδια θὰ στεφθεῖ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Λουκία περιχαρής, ξύπνησε τὸ πρωὶ γιὰ τὴν ἀνάρρωση τῆς μητέρας της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ μαρτυρικὸ στέφανο ποὺ τὴν περίμενε. Ὅταν γύρισαν στὶς Συρακοῦσες τὴν κατήγγειλαν στὸν αὐτοκράτορα Δέκιο, λόγω τοῦ φιλανθρωπικοῦ καὶ χριστιανικοῦ της ἔργου. Ἐπειδὴ δὲ, δὲν ἀπαρνήθηκε τὴν πίστη της στὸν Κύριο, διατάχθηκε ὁ θάνατός της.
Ἡ Ἁγία Λουκία παρέδωσε τὸ πνεῦμά της κάτω ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ δημίου.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Παρθενίας φοροῦσα χλαῖναν ὑπέρλαμπρον, παρθενικῶς ἐμνηστεύθης τῷ Ζωοδότῃ Χριστῷ, καὶ ἀγάπην γεηροῦ μνηστῆρος ἔλιπες· ὅθεν ὡς δῶρα νυμφικά, προσενήνοχας αὐτῷ, τὰ ῥεῖθρα τῶν σῶν αἱμάτων, Λούκια Παρθενομάρτυς, ᾧ καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.


Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν λαμπράν σου ἄθλησιν, ἀνευφημοῦντες ἐν πόθῳ, ὡς ἁγνὴν παρθένον σε, καὶ ἀθληφόρον τιμῶμεν· μόνον γὰρ, Χριστοῦ τὸ κάλλος ἐπιποθοῦσα, ἅπασαν, ἀπεβδελύξω φθαρτῶν ἰδέαν· διὰ τοῦτο καὶ τμηθεῖσα, ἀφθάρτου δόξης Λουκία ἔτυχες.


Μεγαλυνάριον.
Φίλτρῳ πτερωθεῖσα τῷ θεϊκῷ, μνήστορος γηΐνου, ὑπερέδραμες τὴν στοργήν, καὶ ὀδμαῖς ἀΰλοις, τοῦ Λόγου ἑπομένη, Λουκία Ἀθληφόρε, νομίμως ἤθλησας.

πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1440/sxsaintinfo.aspx

Οἱ Ἅγιοι Ἰουβενάλιος καὶ Πέτρος καὶ πάντες Ἅγιοι οἱ ἐν Ἀλάσκα


 
Ημ. Εορτής: 13 Δεκεμβρίου

Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν Ἁγίων τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἀλάσκα – Ὀρθόδοξο Συναξάρι», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. Παρουσία, Ἀθῆναι.

Γιὰ τὸν Ἅγιο Πέτρο ἔχουμε μόνο τὴν παρακάτω ἀναφορὰ στὸ βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς τῆς Ἀλάσκας» ἀπὸ τὴν σειρὰ «Φιλοκαλία τῶν Ρώσων Νηπτικῶν» σὲ μετάφραση – ἐπιμέλεια Πέτρου Μπότση :

«…Μίαν ἄλλη φορά, συνεχίζει ὁ Γιανόφσκυ, τοῦ ’λεγα (τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ) πὼς οἱ Ἰσπανοὶ αἰχμαλώτισαν στὴν Καλιφόρνια 14 Ἀλεούτους.

Οἱ Ἰησουίτες τοὺς πίεζαν ν’ ἀσπαστοῦν τὴν πίστη τῶν Καθολικῶν, ἐκεῖνοι ὅμως δὲ δέχονταν μὲ τίποτα. «Εἴμαστε χριστιανοί», ἀπαντοῦσαν.

Οἱ Ἰησουίτες ἀντέτειναν: «Ὄχι, εἶστε αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί. Ἂν δὲν ὑποκύψετε, θὰ σᾶς βασανίσουμε μέχρι θανάτου».

Τελικὰ τοὺς ἔβαλαν στὴ φυλακὴ ἀνὰ δυό. Τὸ βράδυ ἦρθαν στὴν φυλακὴ οἱ Ἰησουίτες μὲ λάμπες καὶ ἀναμμένα κεριὰ καὶ ἄρχισαν πάλι νὰ τοὺς πιέζουν γιὰ ν’ ἀσπαστοῦν τὴν πίστη τῶν Καθολικῶν.

«Εἴμαστε χριστιανοί», ἀπαντοῦσαν οἱ Ἀλεοῦτοι, «δὲν ἀλλάζουμε τὴν πίστη μας».

Οἱ Ἰησουίτες ἄρχισαν νὰ βασανίζουν τὸν ἕναν, μπροστὰ στὰ μάτια τῶν ἄλλων. Ἔσπαζαν μιὰ ἄρθρωση τῶν ποδιῶν του, μετὰ μία ἄλλη καὶ στὴ συνέχεια τὶς ἀρθρώσεις τῶν δαχτύλων, τὴ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη. Μετὰ κομμάτιασαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του. Τὸ αἷμα ἔτρεχε, ὁ μάρτυρας ὅμως ὑπόμενε καὶ ἐπαναλάμβανε σταθερὰ τὴν ἀπάντηση:

«Εἶμαι χριστιανός». Τελικά, ἀπὸ τὰ βασανιστήρια καὶ τὴν ἀπώλεια τοῦ αἵματος, πέθανε.

Τὴν ἄλλη μέρα οἱ Ἰησουίτες ἀπείλησαν πὼς θὰ βασανίσουν τὸν φίλο του μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Τὴν ἴδια νύχτα ὅμως ἔλαβαν ἐντολὴ ἀπὸ τὸ Μόντερεϊ νὰ μεταφέρουν ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους Ἀλεούτους ἐκεῖ. Ἔτσι, τὴν ἄλλη μέρα, ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ κεῖνον ποὺ θανατώθηκε, ἔφυγαν. Αὐτὸ μοῦ τὸ διηγήθηκε ὁ φίλος ἐκείνου ποὺ μαρτύρησε. […].


Ὅταν τελείωσα τὴν περιγραφή, ὁ π. Γερμανὸς μὲ ρώτησε:

–Ποιο ἦταν τὸ ὄνομα τοῦ Ἀλεούτου;

–Πέτρος, ἀπάντησα, ἀλλὰ δὲ θυμᾶμαι τὸ ἐπώνυμό του.



Ὁ Γέροντας σηκώθηκε ὄρθιος, στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα, ἔκανε μ’ εὐλάβεια τὸν σταυρό του καὶ εἶπε:


– Ἅγιε νεομάρτυρα Πέτρο, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν».

πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1444/sxsaintinfo.aspx

Οἱ Ἅγιοι Εὐστράτιος, Αὐξέντιος, Εὐγένιος, Μαρδάριος καὶ Ὀρέστης


Ημ. Εορτής: 13 Δεκεμβρίου

Μαρτύρησαν κατὰ τὸ σκληρὸ διωγμὸ τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανού. Ὁ Εὐστράτιος, ποὺ ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματικός, συνελήφθη ἀπὸ τὸ Δούκα Λυσία. Αὐτός, ἀφοῦ τὸν βασάνισε μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, ἔπειτα τὸν ἔστειλε στὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα. Φημισμένος αὐτὸς γιὰ τὴν ὠμότητά του ἀπέναντι στοὺς χριστιανούς, ἔβαλε τὸν Εὐστράτιο νὰ βαδίσει μὲ σιδερένια παπούτσια, ποὺ εἶχαν μέσα μυτερὰ καρφιά. Κατόπιν τὸν ἀποτελείωσε, ἀφοῦ τὸν ἔριξε μέσα στὴ φωτιά.

Τὸν Αὐξέντιο, ποὺ ἦταν ἱερέας καὶ συμπολίτης τοῦ Εὐστρατίου, ὁ ἡγεμόνας τὸν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει μὲ πολλὲς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ ὁ ἄξιος λειτουργὸς τοῦ Χριστοῦ ἀπάντησε: «Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ λέω πολλὰ λόγια Λυσία. Στὴν ζωὴ αὐτὴ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ εἶμαι δικός Του μέχρι θανάτου. Καὶ ἂν ἀναρίθμητους δαρμοὺς καὶ πληγὲς μοῦ δώσεις, καὶ ἂν μὲ φωτιὰ καὶ σίδερο μὲ λιώσεις, ὁ Χριστός μου εἶναι παντοδύναμος καὶ ὁ Σταυρὸς Του ἀκαταμάχητος. Αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ὁ Αὐξέντιος εἶναι ἀδύνατος. Ἀλλὰ τοῦ χριστιανοῦ Αὐξεντίου τὸ φρόνημα δὲν θὰ κάμψεις ποτέ». Ἐξαγριωμένος ὁ ἡγεμόνας ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀμέσως τὸν ἀποκεφάλισε.

Τὸν Μαρδάριο, ἀφοῦ τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω καὶ τὸν ἔκαψαν.

Ὁ ἀξιωματικὸς Εὐγένιος, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλώσσα καὶ τὰ χέρια καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ πόδια, ἐξέπνευσε.
Τὸν δὲ στρατιώτη Ὀρέστη τὸν θανάτωσαν, ἀφοῦ τὸν ξάπλωσαν σὲ πυρακτωμένο κρεβάτι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ πενταυγὴς τῶν Ἀθλοφόρων χορεία, τῇ τῶν ἀγώνων νοητῇ δᾳδουχίᾳ, τὴν οἰκουμένην ἅπασαν αὐγάζει νοητῶς, ὁ σοφὸς Εὐστράτιος, Αὐξεντίῳ τῷ θείῳ, Ὀρέστης καὶ Μαρδάριος, καὶ Εὐγένιος ἅμα· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν πιστοί· χαίροις Μαρτύρων, πεντάριθμε σύλλογε.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Φωστὴρ ἐφάνης λαμπρότατος Χριστοκῆρυξ, τοῖς ἐν τῷ σκότει τῆς ἀγνωσίας καθημένοις· πίστιν ὡς δόρυ δὲ περιθέμενος, τῶν δυσμενῶν τὰ θράση οὐκ ἐπτοήθης Εὐστράτιε, ῥητόρων ὑπάρχων εὐγλωττότερος.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς Ἀθλοφόροι ἐν πᾶσιν ἀήττητοι, οἱ τοῦ Σωτῆρος πεντάριθμοι Μάρτυρες, πρεσβείαις ἀπαύστως προσάγετε, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν μόνον Φιλάνθρωπον, διδόναι ἡμῖν θεῖον ἔλεος.

Μεγαλυνάριον.
Σύμμορφοι ἐν ἄθλοις τοῖς ἱεροῖς, Εὐστράτιε μάκαρ, καὶ Αὐξέντιε ἱερέ, σὺν τῷ Εὐγενίῳ, Μαρδάριε Ὀρέστα, ἡμᾶς ἐν ὁμονοίᾳ διατηρήσατε.

ΠΗΓΗ: http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1439/sxsaintinfo.aspx

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Ο άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός


Ο άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός
Το καύχημα των ορθοδόξων
(12 Δεκεμβρίου)


Προσωπικότητα φωτεινή, μορφή οδηγητική, αληθινός κολοσσός αρετής και φυσιογνωμία παγκόσμια είναι της Τριμυθούντος ο επίσκοπος, ο άγιος Σπυρίδων. Η εξηγιασμένη ζωή του πολλά μπορεί να δώσει και να διδάξει και σήμερα στον καθένα, που απροκατάληπτα θα θελήσει να σκύψει και να μελετήσει τη θαυμαστή ζωή του.

Γι' αυτόν κι οι γραμμές που ακολουθούν.

Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.

Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. κι έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306-337) και του γιου του Κωνστάντιου (337-361).

Γενέθλια πατρίδα του ο άγιος Σπυρίδων είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί και που σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσιά, αλλά τη γειτονική της κωμόπολη Άσσια.

Αυτό μας λέγει ο άγιος Τριφύλλιος, πρώτος επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ούν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια) είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, που είναι κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που δεν σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά.

Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου, Και τέτοιος πραγματικά ήταν ο άγιος μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. Άνθρωποι αγρότες, φτωχοί, αλλά πολύ ενάρετοι και πιστοί. Γι' αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν με προσοχή και φόβο θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει κι ο θείος Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι τον ανέθρεψε η γιαγιά του Λωΐδα κι η μητέρα του Ευνίκη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

Μόρφωση και ζωή

Γράμματα ο άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του θεού, ήταν ο καθημερινός κι αχώριστος σύντροφος του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του κι όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός. Μέσα στο σακκίδιό του, τη γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιο του. Πόσο συγκινητική, μα κι άξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθεια του! Να την εξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε:

Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ' ευφροσύνη τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή κι αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, κι αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης.

Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του για τη σωτηρία των γύρω του, μα κι η αγάπη κι η ταπείνωση του τον ανέβαζε και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις δύσκολες ήμερες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στόν διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια στους χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308-313) συνελήφθη κι ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός κι υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ' ένα απ' αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του κι είχε βλαβεί και το ένα του μάτι.

Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». (Ρωμ. η', 18), έλεγε κι επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς.

Ο άγιος δημιουργεί οικογένεια

Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωση του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεως Του στον Χριστό έμεινε αμείωτη κι η αγάπη του πάντα υποδειγματική.

Είπα στις ήμερες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά τη χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α', 21). Παρηγοριά στή θλίψη του βρήκε πάλι στά λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία.

Η πανθομολογούμενη από όλους ευσέβεια κι αρετή του κατέστησε τον άγιο σεβαστό κι αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ' αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ' αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στό πρόσωπο του ήταν βέβαιοι πώς θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση.

Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών

Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ' ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. Αργότερα κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον άγιο πρώτο επίσκοπο της Τριμυθούντος. Και τη θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου «μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ία' 29) ήταν γι' αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα.

Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και καλωσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι' αυτόν τρόπος ζωής. Ο άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθήσει να ξεκουρασθεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο επίσκοπος μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σέ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητα του υπήρξε θαυμαστή. Γι' αυτό κι ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του θαυματουργού. Μερικά από τα θαύματα θα αναφερθούν κι εδώ. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους, που με σταθερότητα κι ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά τους.

Θαύματα

1. Κάποτε η Κύπρος υπέφερε από ανομβρία. Πείνα μεγάλη κι αρρώστιες πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα. Η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας Ηλίας ή κάποιος άλλος όμοιος του χρειαζόταν τις στιγμές εκείνες, για να ανοίξει τους καταρράκτες του ουρανού. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο άγιος μας. Ο πόνος του λαού του τον έσπρωξε σε θαθιά και κατανυκτική προσευχή. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Βροχές πολλές κι ευεργετικές άρχισαν να πέφτουν σ' όλο τον τόπο. Κι όταν αυτές συνεχιζόντουσαν με κίνδυνο το κακό να γίνει μεγαλύτερο παρά την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Κι οι άνθρωποι δόξασαν τον Μεγάλο Πατέρα, που τόσο γρήγορα και με τόση σπουδή τους λύτρωσε από τα δεινά.

Ιδιαίτερα η αγάπη του αγίου εκδηλωνόταν για τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Σ' αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος επίσκοπος να αρνηθεί τη βοήθεια και την προστασία του.

2. Κάποτε πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία κτύπησε το πολύπαθο νησί. Οι πλούσιοι κι όσοι είχαν γεννήματα στις αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά. Ευκαιρία έλεγαν να αυξήσουμε τα πλούτη μας. Ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κατέφυγε σ' ένα τέτοιο πλούσιο και με δάκρυα τον παρακαλούσε να του δανείσει ολίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένεια του και να του το επιστρέψει ή να του το πληρώσει μόλις μπορέσει. Ο σκληρός πλούσιος στα δάκρυα και τις παρακλήσεις του πτωχού έμεινε ασυγκίνητος. Καμιά συμπάθεια, καμιά συμπόνια δεν έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημα του και του διηγήθηκε τη στάση του πλουσίου απέναντι του. Ο άγιος, αφού τον ήκουσε, τον ενίσχυσε και του είπε να κάνει υπομονή μέχρι την επομένη ήμερα. «Αύριο, του είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί ο ίδιος να σου δώσει όσο σιτάρι θέλεις. Και το σπίτι σου θα γεμίσει από γεννήματα».

Με τούτα τα λόγια του προανήγγελλε ο άγιος αυτά, που θα γινόντουσαν τη νύκτα. Τα μεσάνυκτα βροχή καταρρακτώδης άρχισε να πέφτει σε όλη την περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματα του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας ο πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς να πάρουν όσα θέλουν.

— «Πάρτε, αδελφοί μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν θέλω χρήματα».
Τα λόγια του αγίου επαλήθευσαν. Οι πτωχοί πήραν και δόξασαν τον Θεό για την ευσπλαγχνία του. Πήρε κι ο πτωχός μας και ευχαρίστησε κι αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες καρδιές. Οι μορφές άλλαξαν. Μόνον των πλουσίων η καρδιά έμεινε η ίδια' σκληρή και ανάλγητη. Και να.

3. Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; Στόν πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σάν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Άς ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.

- Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου.
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.

4. Την απέραντη αγάπη του αγίου για τα λογικά του πρόβατα και το ενδιαφέρον του γι' αυτά, μας την δείχνει και τούτο το γεγονός.

Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ' αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα 'χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε:

— Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω.

Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ' ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους. Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ' άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν' αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στήν πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα 'ταν ο κόσμος!
Ο άγιος πήρε από τον Θεό και το χάρισμα να διαβάζει τις μυστικές σκέψεις των ανθρώπων. Τα ακόλουθα δύο περιστατικά είναι αρκετά να βεβαιώσουν και τούτη την αλήθεια.

Κάποτε ο άγιος, συνοδευόμενος από τον φίλο και μαθητή του Τριφύλλιο, τον πρώτο επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν για την Κερύνεια. Πήγαιναν εκεί για κάποια εργασία. Ο δρόμος περνούσε από την Κυθρέα. Ήταν άνοιξη κι η φύση γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν γλυκά και πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Στό βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια, που με την ευωδιά που σκορπούσαν λες και δοξολογούσαν κι αυτό τον Δημιουργό. Εκεί που βάδιζαν αργά-άργά, γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος στάθηκε και θαυμάζοντας τον πανοραμικό κάμπο, που απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να κάμνει κάποιες σκέψεις:

Τι ωραία, σκεφτόταν νοερά, να είχα για την επισκοπή μου μερικά από αυτά τα κτήματα, που βρίσκονται σ' αυτόν τον τόπο. Θα μου 'διναν ένα καλό εισόδημα για να αντιμετωπίζω τόσες ανάγκες.

-Τί σκέπτεσαι, αδελφέ μου; του είπε ο Σπυρίδων. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου τούτη την ώρα να ασχολείται με τόσο μάταια πράγματα;

- Γέροντα μου, μα διάβασες τις σκέψεις μου;

- Αδελφέ μου, «ου γαρ εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλου σαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ', 14). Δεν έχουμε εδώ στη γη μόνιμη και διαρκή πατρίδα και πόλη• με πόθο βαθύ ποθούμε και ζητούμε τη μέλλουσα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Μάταια είναι όλα τα γήινα αγαθά. Στήν καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα ένα πόθο. Την απόκτηση των ουρανίων, των αιωνίων αγαθών. Τα γήινα αγαθά είναι όλα προσωρινά και απατηλά. Σήμερα είναι δικά μας. Αύριο θα γίνουν κτήμα κάποιου άλλου. Και ουδέποτε τίνος.

— Πατέρα μου, συγχώρησε με. Νικήθηκα από τη θεωρία. Δεήσου κι εσύ του Κυρίου μας να με συγχωρήσει.

- Ναι, τέκνον μου, πρόσεχε. Ο διάβολος χρησιμοποιεί και τα πιο αθώα πράγματα, για να μας παρασύρει και να μας σκανδαλίζει. Αντί με τη θεωρία να αφήνει το μυαλό μας να στρέφεται και να δοξάζει τον Δημιουργό, που όλα τα έκαμε για τη δική μας αγάπη και ευτυχία, αντίθετα το σπρώχνει να ποθεί τα μάταια και να ζητά τρόπους, για να τα αποκτήσει, να τα κάμει κτήμα του.

Πόση σοφία στα λόγια του θεοφώτιστου επισκόπου. Αντί ο άνθρωπος μπροστά στά τόσα μεγαλεία του Παντοδύναμου Δημιουργού να αφήνει τη σκέψη του με ευγνώμονα διάθεση να υμνεί και να δοξάζει τον Ποιητή και Πλάστη Του, αυτός ένα μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση κι απόλαυση όλων αυτών των επίγειων αγαθών.

5. Κάποια άλλη φορά ο επίσκοπος, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στό άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα:

-«Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.

6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.

Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας:

— Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός.

- Ναί! παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς.
Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).

7. Λίγα γράμματα έμαθε ο άγιος, όπως είδαμε. Τούτο, όμως, δεν τον εμπόδισε από του να προσέλθει και να λάβει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τα 325 μ.Χ., για να αποστομώσει και καθαιρέσει τον Άρειο. Ο τρομερός αυτός αιρετικός, όπως ξέρουμε, δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά δημιούργημα και πλάσμα του Θεού. Κι η αιρετική του αυτή διδασκαλία είχε προκαλέσει αληθινό σάλο κι είχε συνταράξει ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία.

Στη σύνοδο αυτή από τη μια μεριά είχε παραταχθεί ο Άρειος με τους ικανούς ρήτορες και οπαδούς του επισκόπους. Κι ήταν αυτοί ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Νικαιας Θεαγένης και ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί μ' αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθησαν στη σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχώριζε κι ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου και τα σοφίσματα εθεωρείτο ανίκητος.

Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν, οι άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Παφνούτιος από τη Θηβαΐδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος τότε της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων και άλλοι πολλοί. Ο τελευταίος φυσικά δεν διακρινόταν για τη μόρφωση του. Διακρινόταν, όμως, για την απλότητα και την ταπείνωση του. Ήταν ένα δοχείο ακένωτο από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα της συνόδου η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και με βαθιά πίστη προσευχόταν νοερά να φωτίσει, ο Θεός, ώστε στο τέλος να λάμψει η αλήθεια.

«Πάτερ, δόξασόν σου τον Υιόν», έλεγε κι επαναλάμβανε με δάκρυα στα μάτια. Η αγάπη του στον λατρευτό μας Σωτήρα Χριστό του φλόγιζε όλο το κορμί και τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη.

Στη συζήτηση, που είχε ανάψει ο τρομερός Άρειος με τη φιλοσοφική του μόρφωση, την πανουργία και την ευγλωττία του, αλλά και τους οπαδούς του ρήτορες, που τον ενίσχυαν αφάνταστα, πετούσε κυριολεκτικά κεραυνούς ενάντια στην αλήθεια και την Εκκλησία του Χριστού. Οι ώρες περνούσαν, χωρίς ένα θετικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Αρείου, ο Έλληνας σοφός Ευλόγιος είχε προβάλει τέτοια επιχειρήματα και με τόση μαεστρία που είχε νομισθεί ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος τους. Οι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας, κι αυτός ο Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα στη μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε από τη θέση του ο άγιος μας και ζήτησε να μιλήσει. Αργά προχωρεί προς το βήμα. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πώς ο άγιος ήταν αγνός κι ενάρετος. Ήταν όμως, κι ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα και χωρίς αυτό που λέμε κατά κόσμο σοφία και γνώση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ταπεινός βοσκός να τα βγάλει πέρα μ' ένα ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι' αυτό στενοχωρέθηκαν και μερικοί αγωνιζόντουσαν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς κι αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει να τον εκθέσει και να τον γελοιοποιήσει. Ο Σπυρίδωνας, όμως, επέμενε. Κι ο Βασιλιάς έδωκε τον λόγο.

Σιγή και πάλι νεκρική απλώθηκε στην αίθουσα. Οι φίλοι του Αρείου με δυσκολία συγκρατούν την περιφρόνηση τους, ενώ οι πατέρες με αισθήματα σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα. Κάποια στιγμή ο μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τη σιωπή στρέφεται προς τον φιλόσοφο και με φωνή σταθερή αρχίζει να του λέγει τούτα τα λόγια:

-Άκουε, σοφέ. Ένας είναι ο Θεός. Αυτός με τον Λόγο Του και το Πνεύμα Του δημιούργησε όλο τον κόσμο. Και αυτά που βλέπουμε, μα κι εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και το θαυμαστό κι υπέροχο δημιούργημα, τον άνθρωπο. Αυτός ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την ιδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος και γεννήθηκε από μία κόρη, την Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σαν άνθρωπος εκεί στη Ναζαρέτ, δίδαξε επι τρία χρόνια κι ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε κι εμάς και μας χαρίζει άφθαρτη και αιώνια ζωή. Ο Λόγος του Θεού, αφού παρέμεινε στη γη μετά την Ανάσταση Του επι σαράντα ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα στον Ουρανό από όπου κι έστειλε στη γη μετά δέκα μέρες το Πανάγιο Πνεύμα το οποίο από τότε παραμένει στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού πιστεύουμε ακόμη, πώς θα ξανάρθει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε μπροστά Του, για να απολογηθούμε σ' Αυτόν για όλα τα έργα, τα λόγια και τα ενθυμήματα μας.

-Ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Σύνθρονος, Ομότιμος και Ομόδοξος. Ένας είναι ο Θεός• Τρία Πρόσωπα όμως, τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αυτά Πρόσωπα, ο ένας Θεός, η μία Ουσία είναι για τον νου του ανθρώπου κάτι το άρρητο και ακατάληπτο. Όπως είναι αδύνατο να βάλει κανείς όλα τα νερά της θάλασσας σ' ένα ποτήρι, έτσι είναι αδύνατο και το πεπερασμένο μυαλό του ανθρώπου να χωρέσει και να κατανοήσει το άπειρο της Θεότητος. Για να δώσω όμως μια εξήγηση των λόγων μου, ας με συγχωρήσει ο Πανάγαθος που θα χρησιμοποιήσω αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα.
Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κεραμίδι και δείχνοντας το, έκαμε με το δεξί του το σημείο του σταυρού κι είπε:

— «Εις το όνομα του Πατρός».

Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν τη σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί με τις λέξεις του αγίου, η φωτιά με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι ανέβηκε πάνω.

- «Και του Υιού»,

Πρόσθεσε. Τότε το νερό με το οποίο ζυμώθηκε το ξερό κεραμίδι, έτρεξε κάτω.

— «Και του Αγίου Πνεύματος».

Συμπλήρωσε ο πρακτικός και θεοφώτιστος διδάσκαλος. Το χώμα έμεινε στο χέρι του.

- Αδελφοί και πατέρες μου, συνέχισε ο θαυματουργός• όπως το κεραμίδι αποτελεί ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χώμα — έτσι κι ο Άγιος Θεός. Αν και δεν πρέπει να παρομοιάσουμε την Άκτιστο και Υπερούσια αυτή Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, εν τούτοις για να κάνουμε τα ακατάληπτα καταληπτά, - ας μας συγχωρήσει το άπειρο έλεος Του - λέμε και τονίζουμε:

- Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση. Αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα.

Τα λόγια του αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών. Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος', 14-15). Ψάλλουν και δοξολογούν τον Κύριο. Ο Άρειος κι οι οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος αναγνωρίζει κι ομολογεί φανερά την ήττα του:

-Τα λόγια σου με έπεισαν, άγιε γέροντα, και το θαύμα με εβεβαίωσε, ότι έχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός κι Αυτός, ομοούσιος με τον Πατέρα.

Δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια όλων και πρώτα-πρωτα από τα μάτια του φιλοσόφου, που έσπευσε να δεχθεί το βάπτισμα και να γίνει χριστιανός.

Η αλήθεια για μια ακόμη φορά θριάμβευσε. Και επεβλήθη «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορ. 6', 4). Δηλαδή όχι με συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα που έγινε επιβεβαίωσε τη διδασκαλία. Να ποιος ήταν ο άγιος μας. Φλογερός, ζηλωτής στην πίστη, θεοφώτιστος.

8. Όταν ο άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, με πολλή θλίψη έμαθε, πώς η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού αποθάνει. Ο πιστός επίσκοπος δέχτηκε και τούτη τη δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία και υπομονή. Μερικές μέρες υστερώτερα μία γυναίκα ήρθε σ' αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα πολύτιμο πράγμα, ένα κόσμημα. Τα είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, λίγο πριν πεθάνει. Ο άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα. Δυστυχώς, όμως, πουθενά δεν το βρήκε. Τότε χωρίς καμιά αναβολή τράβηξε για τον τάφο της κόρης του. Σάν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μια θερμή προσευχή, κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πεί, ως να ήταν ζωντανή, που είχε βάλει το πράγμα που της έδωκαν. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει:

- Πατέρα μου, στον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένο. Τότε κι ο άγιος της είπε:
- Κοιμήσου, κόρη μου, ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ήμερα εκείνη, που ο Κύριος μας θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας.
Όσοι ήταν εκεί τρόμαξαν κι έμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τη δύναμη, με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό μα άγιο επίσκοπο τους. Τον ποιμένα τον καλό, που έσπευδε να κάμει το καθετί για την ωφέλεια και την εξυπηρέτηση των χριστιανών του.

9. Στά 337 μ.Χ. πέθανε ο δημιουργός της Βυζαντινής μας αυτοκρα τορίας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Στόν δοξασμένο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε τώρα ο γιος του Κωνστάντιος. Αυτός ξανάκτισε και τη Σαλαμίνα της Κύπρου, που είχε καταστραφεί από σεισμό το 343. Από το όνομα του όμως η νέα πόλη ονομάστηκε Κωνστάντια.
Ο Κωνστάντιος κυβέρνησε το κράτος του Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337-360 μ.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή - δεν ξέρουμε πότε ακριβώς - ο αυτοκράτορας επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της Συρίας την Αντιόχεια και αναγκάστηκε να παραμείνει εκεί για καιρό, γιατί αρρώστησε βαριά. Οι καλύτεροι γιατροί μπαινόβγαιναν στο παλάτι, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν τίποτα.

Στις δύσκολες εκείνες ώρες τόσο ο Κωνστάντιος, όσο κι οι δικοί του κατέφυγαν ιδιαίτερα στην προσευχή. Μια βραδυά, εκεί που ο βασιλιάς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ένα άγγελο, ο οποίος αφού του έδειξε μια χορεία αγίων επισκόπων ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν δύο, του είπε, πώς την αρρώστια του μόνο αυτοί θα ημπορούσαν να του την θεραπεύσουν. Ο βασιλιάς, χωρίς να χάσει καιρό έστειλε και κάλεσε στο παλάτι όλους τους επισκόπους. Ανάμεσα σ' αυτούς, όμως, που ήλθαν δεν είχε αναγνωρίσει τα δύο πρόσωπα που του είχε δείξει ο άγγελος. Οι επίσκοποι προσευχήθηκαν και ζήτησαν από τον Μέγα Ιατρό τη θεραπεία του άρχοντα, άλλα τίποτα δεν κατώρθωσαν. Στις δύσκολες εκείνες ώρες κάποιοι υπέδειξαν ότι από την εκεί χορεία έλειπε ο Σπυρίδων της Κύπρου. Χωρίς καθυστέρηση ο βασιλιάς έστειλε στη νήσο άνθρωπο δικό του και τον κάλεσε. Ο ταπεινός ιεράρχης, που κατά παρα χώρηση Θεού γνώριζε τα της αρρώστιας του Βασιλιά, πήρε μαζί του τον μαθητή του Τριφύλλιο, που η αγάπη του Θεού προώριζε για μελλοντικό αρχιερέα, και τον διάκονο του Αρτεμίδωρο και ξεκίνησε για την Αντιόχεια. Όταν έφτασε στην πόλη αυτή, ύστερα από ένα πολύ κουραστικό ταξίδι, ο Σπυρίδων κατευθύνθηκε με τη συνοδεία του στο παλάτι. Στήν είσοδο του παλατιού ο φρουρός που τους είδε έτσι φτωχικά ντυμένους ζήτησε να τους εμποδίσει να εισέλθουν. Τον Σπυρίδωνα μάλιστα, που είχε ήδη προχωρήσει μπροστά, ο φρουρός, νομίζοντας τον για κανένα ζητιάνο, τον άρπαξε από το χέρι και του έδωσε κι ένα χαστούκι στο πρόσωπο. Ο πράος ιεράρχης, χωρίς καθόλου να θυμώσει έστρεψε και την άλλη πλευρά του προσώπου του λέγοντας ότι ο βασιλιάς τον κάλεσε. Όταν ο φρουρός αντιλήφθηκε, ότι μπροστά του δεν είχε ζητιάνο, αλλά ένα αρχιερέα και μάλιστα τον ονομαστό της Κύπρου αρχιερέα Σπυρίδωνα, έπεσε μπροστά του και με δάκρυα τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Ο άγιος, που ήξερε να σκορπά τριγύρω του μονό την καλωσύνη, τον πήρε από το χέρι κι αφού τον ενουθέτησε, του έδωκε τις πατρικές ευλογίες του.
Οι άνθρωποι του βασιλιά παρέλαβαν τον άγιο και τον οδήγησαν με τη συνοδεία του μπροστά στον άρχοντα. Στό αντίκρυσμα τους ο βασιλιάς αναγνώρισε αμέσως τα δύο πρόσωπα, που του είχε δείξει την πρώτη φορά ο άγγελος, και με τον πόνο της αρρώστιας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σηκώθηκε από τον βασιλικό θρόνο και προχώρησε προς τον άγιο. Συγκινητική η σκηνή! Ο επίγειος άρχοντας με ταπείνωση σκύβει μπροστά στον αντιπρόσωπο του Ουρανίου Βασιλέως, για να ζητήσει το έλεος και τη χάρη Του. Ο ταπεινός αρχιερέας, πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπόνια στον ανθρώπινο πόνο σηκώνει το σεπτό και άγιο χέρι του και το αποθέτει στο κεφάλι του άρχοντα προφέροντας την ίδια ώρα θερμή και άγια προσευχή. Το αποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σέ μια στιγμή η αρρώστια υποχωρεί και χάνεται και η υγεία ολοκληρωτικά αποκαθίσταται και παίρνει τη θέση της στο βασιλικό κορμί.
Οι καρδιές κτυπούν δυνατά από συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη στον Θεό για τη δωρεά του. Ο άγιος μετά τη θεραπεία είπε και μερικά πνευματικά λόγια, που αφορούσαν στην ψυχική σωτηρία του επίγειου άρχοντα:

— Να θυμάσαι πάντοτε, βασιλιά, ότι κάθε εξουσία προέρχεται από τον Θεό. Γι' αυτό κι ο κάθε άρχοντας έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία προς το συμφέρον του λαού του. Οδηγός στη ζωή του καθενός μας ας είναι η αγάπη, η καλοσύνη, η φιλανθρωπία. Όποιος έχει αγάπη μέσα του δεν μπορεί παρά να κάμνει το καλό στον συνάνθρωπο του. Με την αγάπη τηρεί και ξεπληρώνει ένας όλο τον νόμο. Φύλαττε ακόμη, βασιλιά μου, την ευσέβεια και μη δεχθείς στην Εκκλησία καμιά διδασκαλία αντίθετη με τα όσα διδάσκει η Αγία Γραφή κι η ιερά Παράδοση.

Αυτά είπε ο άγιος και ξεκίνησε να φύγει. Κι όταν ο βασιλιάς για να εκδηλώσει σ' αυτόν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του, του πρόσφερε χρήματα, πολλά χρήματα, ο άγιος αρνήθηκε να τα δεχθεί, λέγοντας πώς πιο πάνω από τα χρήματα είναι η αγάπη. Κι όταν ο βασιλιάς επέμενε, ο άγιος, για να μη θεωρηθεί υπερήφανος και ακατάδεχτος, δέχτηκε τα δώρα και προτού να φύγει από το παλάτι τα διαμοίρασε στους αυλικούς.

Την πράξη αυτή του αγίου σαν έμαθε ο βασιλιάς τον ευλαβήθηκε ακόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα εξηγώ και καταλαβαίνω γιατί ο Πανάγαθος Θεός τον έχει τόσο χαριτώσει». Ενθυμούμενος δε τις νουθεσίες του φρόντισε στη ζωή του να κάμνει πολλές φιλανθρωπίες σε κάθε φτωχό και πονεμένο. Κι ακόμη, για την αγάπη του άγιου Σπυρίδωνος, πρώτος αυτός απ' όλους τους βασιλείς ενομοθέτησε, ώστε οι κληρικοί να μη πληρώνουν κανένα φόρο. «Είναι άτοπο και ντροπή, έλεγε, οι υπηρέτες και αντιπρόσωποι του Ουράνιου Βασιλιά να πληρώνουν φόρους σε επίγειους και θνητούς άρχοντες».

10. Όταν ο άγιος αναχώρησε από τα ανάκτορα ευσεβής χριστιανός τον κάλεσε για να τον φιλοξενήσει. Κάποια γυναίκα είδωλολάτρισσα, που δεν ήξερε ούτε Ελληνικά, σαν το έμαθε, πήγε εκεί στό σπίτι μ' ένα παιδάκι νεκρό στην αγκαλιά της και το απέθεσε με κλάματα στα πόδια του αγίου. Με νεύματα και χειρονομίες και δάκρυα ποτάμι προσπαθούσε να του εξηγήσει τί ήθελε. Ο άγιος αντιλήφθηκε φυσικά τον πόθο της, αλλά δίσταζε να ζητήσει από τον Κύριο ένα τέτοιο πράγμα. Συγκλονισμένος, όμως, από τα δάκρυα της ζήτησε κάποια στιγμή από τον διάκονο του Αρτεμίδωρο να του πει τι να κάμει. Κι αυτός, άνθρωπος ευλαβής κι ενάρετος, απήντησε: «Γέροντα μου, κάμε μια δέηση και γι' αυτό το πονεμένο πλάσμα. Ο Υπερούσιος Λόγος που πάντα σε ακούει, θα σου κάμει οπωσδήποτε κι αυτή τη χάρη».
Ο άγιος δεν επερίμενε άλλο. Γονάτισε και με δάκρυα ποτάμι ζήτησε από τον Φιλάνθρωπο Χριστό να κάμει το θαύμα του. Να δώσει πίσω τη ζωή στο νεκρό παιδί. Κι η απάντηση δεν βράδυνε. Ένα δυνατό κλάμα παιδιού μαρτύρησε το θαύμα. Η δυστυχισμένη μητέρα, σαν άκουσε το νεκρό παιδί της να κλαίει, ένοιωσε μια τέτοια συγκίνηση κι ένα τέτοιο συγκλονισμό ψυχής, που έπεσε κάτω νεκρή. Ο Αρτεμίδωρος, ο πιστός διάκονος, μόλις αντιλήφθηκε τα γενόμενα με συντετριμμένη την καρδιά στράφηκε προς τον άγιο, και τον παρακάλεσε αυτό που έκαμε για το νεκρό παιδί, να κάμει και για τη μητέρα. Να δώσει με την προσευχή του στο παιδί ζωντανή τη μητέρα, την προστάτιδα του. Ο άγιος την ανάστησε κι αυτή με την προσευχή του και της έβαλε στην αγκαλιά ζωντανό το παιδί της. Μιμούμενος δε σε όλα τον θείο Διδάσκαλο, συνέστησε να μην πουν σε κανένα τα όσα έγιναν.

11. Από την Αντιόχεια ο άγιος με τη βοήθεια του Θεού επέστρεψε και πάλι στην πατρίδα του κοντά στο ποίμνιο του το αγαπημένο. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή του ένας ζωέμπορος τον επισκέφθηκε και ζήτησε να αγοράσει από αυτόν εκατόν αίγες. Ο άγιος, όπως είπαμε, είχε διατηρήσει και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο το ποίμνιο του, για να μπορεί να βοηθά κάθε δυστυχισμένο και πτωχό, που τον επισκεπτόταν. Στήν πρόταση που του έκαμε ο ζωέμπορος, ο άγιος του απήντησε:

— Βάλε εκεί τα χρήματα και πήγαινε να πάρεις τα ανάλογα ζώα από τη μάνδρα.

Ο ζωέμπορος σαν είδε τον άγιο να συνεχίζει αδιάφορος την εργασία του, νόμισε την ευκαιρία κατάλληλη να τον ξεγελάσει. Έβαλε, λοιπόν στο μέρος που του είπε την αξία 99 ζώων και μπήκε στη μάνδρα. Ξεχώρισε εκατόν αίγες και προσπαθούσε να τις βγάλει για να τις πάρει σπίτι του. Μια από τις αίγες, παρά τις προσπάθειες του, δεν ήθελε να ακολουθήσει τις άλλες. Ο αγοραστής, για να την αναγκάσει να πάει μαζί του, τη σήκωσε στους ώμους του, για να τη μεταφέρει. Το ζώο όμως άρχισε να τον κτυπά με τα κερατά του και να σπαράζει, αρνούμενο να τον ακολουθήσει. Ο επίσκοπος που στο θόρυβο είχε βγει έξω να ιδεί τι γίνεται, σαν είδε τη σκηνή είπε στον αγοραστή:

- Παιδί μου, πρόσεξε. Μήπως κατά λάθος δεν έβαλες την αξία αυτού του ζώου μαζί με τα άλλα χρήματα και για τούτο αυτό αρνείται να σε ακολουθήσει;

Στα λόγια του επισκόπου ο αγοραστής ομολόγησε την πράξη του και ζήτησε συγγνώμη, Ύστερα πλήρωσε το τίμημα του ζώου, κι αυτό ακολούθησε ήσυχα και πρόθυμα όπως τα άλλα.

Η αγάπη του καλού ποιμένα για το κάθε πλανεμένο πρόβατο υπήρξε απίστευτα συγκινητική. Πόνος και πόθος και παλμός κι αγώνας του ήταν η σωτηρία κάθε μιας ψυχής. Γι' αυτό και φρόντιζε με τα λόγια του και την όλη ζωή του να βοηθήσει τον καθένα, που ερχόταν σε επαφή μαζί του, να αντιληφθεί τα σφάλματα και τις αμαρτίες του. Να τις αντιληφθεί και να θελήσει να μετανοήσει για να σωθεί. Όπως οι ιατροί των σωμάτων χρησιμοποιούν ποικίλα φάρμακα για τη θεραπεία κάποιου ανθρώπινου μέλους που πάσχει, έτσι κι ο στοργικός επίσκοπος. Τα κύρια φάρμακα, που χρησιμοποιούσε, ήταν συνήθως το βάλσαμο, η αγάπη με τα γνωρίσματα της. Αγάπη στον καθένα. Αγάπη και επιείκεια και καλωσύνη και συγχωρητικότητα μέχρι παρεξηγήσεως. Αλλά και καυτήρια. Τον είδαμε στην περίπτωση της αμαρτωλής γυναίκας, που ήθελε να ασπασθεί τα πόδια του κι αυτός τη διέταξε να μη τον αγγίζει προτού μετανοήσει (θαύμα 5ο).

12. Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη• αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4). Τη σωτηρία όλων μας θέλει ο Πανάγαθος Θεός. Τη σωτηρία όμως την προσφέρει μονάχα σ' εκείνους, που αναγνωρίζουν τα σφάλματα τους και με συντριβή ψυχής ζητούν μετανοημένοι τη συγχώρηση των αμαρτιών τους. Αυτό το κάνει κι ο άγιος. Στή μετάνοια και λύπη που δείχνουν οι κλέφτες για την πράξη τους, ο καλόκαρδος επίσκοπος σπεύδει να προσφέρει, όχι μόνο τη συγχώρεση και τις ευλογίες του αλλά και την αγάπη του, την έμπρακτη αγάπη του που εκδηλώνεται με τη γενναιόδωρη προσφορά του.

13. Ένα ζωντανό θαύμα και μια εκδήλωση αγάπης είναι όλη η ζωή του αγίου. Σελίδες πολλές θα μπορούσε να γεμίσει κανείς διηγούμενος με κάθε συντομία τα θαύματα που έκαμε, όταν ακόμη βρισκόταν στη ζωή. Έδωσε την καρδιά του ο άγιος άνευ όρων στον Ουράνιο Δημιουργό και Πατέρα, κι Αυτός επιβραβεύοντας την προσφορά του τον τίμησε και τον δόξασε όσο κανένα άλλο. Ό,τι πιο ωραίο, ό,τι πιο μεγάλο και θαυμαστό υπάρχει στη γη, η αγάπη και παντοδυναμία του Θεού το προσφέρει μέσον του Αγίου σ' εκείνους που το εκζητούν από Αυτόν με θερμή προσευχή και ταπείνωση, μα και συντριβή καρδιάς και πίστη φλογερή.

Με θερμή προσευχή και ταπείνωση...

Κάποτε ο άγιος, ενώ προσευχόταν το βράδυ στην εκκλησία της επισκοπής του και κόσμος πολύς με έκσταση παρακολουθούσε την προσευχή, που εξ’ όλης ψυχής και καρδίας ανέπεμπε ο ευλαβής επίσκοπος, κάποιος τον πλησίασε και τον διέκοψε λέγοντας του:

— Γέροντα, η κανδήλα θα σβήσει. Δεν έχουμε λάδι να της βάλουμε.
—Δεν έχει λάδι; είπε ο γέροντας.

Και σήκωσε τα άγια του χέρια. Τα σήκωσε για να ζητήσει λίγο λάδι, ώστε να μη διακοπεί η προσευχή. Και ώ του θαύματος! Με το σήκωμα των χεριών, Εκείνος, που υποσχέθηκε ότι «πάς ο αιτών λαμβάνει», έσπευσε να ανταποκριθεί στην αίτηση του καλού και πιστού του δούλου. Η κανδήλα άρχισε, όχι απλώς να γεμίζει από λάδι, αλλά και να ξεχειλά και να τρέχει στη γη. Οι υποδιάκονοι έτρεξαν, έφεραν αγγεία, περισυνέλεξαν το πλεονάζον λάδι κι έτσι για πολλές ήμερες είχαν, ό,τι χρειαζόντουσαν για την ανάγκη των λύχνων. Με την άγια του ζωή ο ευλαβής επίσκοπος είχε τόσο ευνοηθεί από τον Παντοδύναμο Πατέρα, ώστε ήταν αδύνατο σ' αυτόν να υψώσει τα χέρια και να μη λάβει αμέσως το ζητούμενο.

14. Ζούσε ακόμη ο άγιος στην επισκοπή του, όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, κινούμενος από θείο ζήλο και επιποθώντας να ιδεί την επαρχία του απαλλαγμένη από τα διάφορα ελληνικά είδωλα και ξόανα με τα οποία ήταν γεμάτος ο τόπος, κάλεσε στην επισκοπή του όλους τους αρχιερείς για μια κοινή δέηση. Ήταν συνηθισμένος τρόπος η συντριβή των ειδώλων με την προσευχή των πιστών. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη έσπευσαν όλοι οι επίσκοποι κι ένας μεγάλος αριθμός πιστών να ανταποκριθούν. Στή μέρα που ορίστηκε άρχισε από όλους θερμή η κοινή προσευχή κι οι παρακλήσεις. Το αποτέλεσμα ευλογημένο. Ένα ένα τα διάφορα ειδωλολατρικά σύμβολα με την προσευχή των άγιων πατέρων κατά παραχώρηση Θεού άρχισαν να γκρεμίζονται και να γίνονται συντρίμματα. Ένα μονάχα άγαλμα, που ήταν στημένο εκεί στο λιμάνι και δέσποζε της γύρω περιοχής έμενε ασάλευτο. Και έμενε, όχι γιατί ο Παντοδύναμος αρνιόταν να ακούσει τις παρακλήσεις των πιστών του. Έμεινε, γιατί ο Κύριος ήθελε με τούτο να δοξάσει περισσότερο τον πιστό δούλό του Σπυρίδωνα. Να τον δοξάσει και να φανερώσει σ' όλους την ιδιαίτερη εύνοια, την οποία έτρεφε σ' αυτόν για την ταπείνωση και την αγιότητα του.

Ένα βράδυ που ο πατριάρχης βρισκόταν σε θερμή προσευχή, ένας άγγελος του φανερώθηκε και του είπε τούτα τα λόγια: «Μη λυπάσαι, γιατί το άγαλμα στο λιμάνι δεν έπεσε. Αυτό που ποθείς θα γίνει, όταν έλθει εδώ ο επίσκοπος Τριμυθούντος, ο Σπυρίδων. Στείλε και κάλεσε τον». Στήν υπόδειξη αυτή του αγγέλου ο πατριάρχης έσπευσε με γράμματα και πρόσωπο δικό του να καλέσει τον άγιο να πάει στην Αλεξάνδρεια το ταχύτερο. Έστειλε μάλιστα και πλοίο να τον παραλάβει. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη και παράκληση ο ταπεινός και πάντα εξυπηρετικός επίσκοπος ετοιμάστηκε και χωρίς αναβολή ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο άγιος δεν σταμάτησε από του να προσεύχεται νοερά και να ζητά τη χάρη του Θεού. Όταν το πλοίο έφτασε στο λιμάνι, ο Σπυρίδων έσπευσε μεταξύ των πρώτων να αποβιβασθεί. Και να. Μόλις τα πόδια του αγίου πάτησαν στη γη, το θαύμα έγινε. Το αμετακίνητο είδωλο, το είδωλο που στις προσευχές τόσων αγίων πατέρων δεν σάλεψε από τη θέση του, στην απλή παρουσία του αγίου επισκόπου Κύπρου στην πόλη του Αλέξανδρου, σείστηκε και μαζί με όλα τα ειδωλολατρικά οικοδομήματα γκρεμίστηκε κι έπεσε σε συντρίμματα. Κάποιοι χριστιανοί που ήσαν εκεί, έτρεξαν κι ανακοίνωσαν στον πατριάρχη με χαρά τα γενόμενα. Κι ο πατριάρχης χωρίς να γνωρίζει την άφιξη του πλοίου αναφώνησε:

- Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων της Κύπρου το σεμνό και θειο βλάστημα! Πηγαίνετε να τον υποδεχθείτε.
Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων! Στόν τόπο, που πατούσε και περπατούσε ο γνήσιος μαθητής του Παντοδύναμου Ιησού, δεν μπορούσε να έχει πια θέση και δύναμη και εξουσία το σύμβολο του ψεύδους, το είδωλο που συμβόλιζε και αντιπροσώπευε τον Σατανά.

Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Κλήρος και λαός βγήκαν να προϋπαντήσουν τον ταπεινό επίσκοπο. Κι αυτός απέριττα ντυμένος προχωρεί ευχαριστώντας και δοξολογώντας Εκείνο, «τον ποιούντα μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα τε και εξαίσια».

Το μεγάλο αυτό θαύμα του αγίου κηρύχθηκε παντού. Κλήρος και λαός μαζεύτηκαν στο πατριαρχείο για να τιμήσουν τον άγιο. Οι πιστοί πανηγυρίζουν. Οι ορθόδοξοι στερεώνονται στην πίστη και γίνονται πιο θερμοί. Κι ακόμη πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύουν και βαπτίζονται. Το θαύμα σε λίγο καιρό διαδόθηκε στα πέρατα της αυτοκρατορίας. Έφθασε και στο παλάτι της πόλεως του Κωνσταντίνου. Το έμαθε κι ο βασιλιάς. Με πίστη κι ευλάβεια δοξολογεί κι αυτός τον Θεό μαζί με τον λαό του, «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. θ', 8).

Το εξαίσιο αυτό θαύμα μαρτυρούσε και μια πολύ ωραία και μεγάλη εικόνα που βρισκόταν στην Τριμυθούντα μεταξύ του αρχοντικού λεγομένου πυλώνος και της εκκλησίας. Σ' αυτήν την εκκλησία εφημέρευε ο άγιος όσο καιρό ζούσε.

Ο άγιος Σπυρίδωνας μαζί με άλλους ένδεκα Κυπρίους επισκόπους έλαβε μέρος και στην τοπική σύνοδο της Σαρδικής (της σημερινής Σόφιας), που συνεκλήθη γύρω στο 342 ή 343 κι η οποία εβεβαίωσε τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Στή Σύνοδο αυτή, όπως ξέρουμε, ανακλήθηκε από την εξορία του κι ο Μ. Αθανάσιος.

15. Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η προσφορά του αγίου μας στην Εκκλησία και πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα που, όπως είπαμε, έκαμε και κάμνει. Λέγεται πώς όταν ζούσε και λειτουργούσε στο Άγιο Βήμα, οι χριστιανοί, που παρακολουθούσαν, άκουαν να ψάλλουν μαζί του άγγελοι. Όταν ο άγιος έλεγε «ειρήνη πάσι», οι άγγελοι απαντούσαν: «Και τω πνεύματί σου». Κι όταν αυτός έλεγε, «του Κυρίου δεηθώμεν», άγγελοι αποκρίνονταν «Κύριε ελέησον». Τούτο το γεγονός πολύ ωραία διατύπωσε κι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στο απολυτίκιο του αγίου με τις λέξεις: «Και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι ιερώτατε». Πόσο αλήθεια χαριτώνει ο Κύριος όλους εκείνους, που με ταπείνωση του δίνουν την καρδιά τους, και με ειλικρίνεια κι απόλυτη εμπιστοσύνη ακολουθούν τον Νόμο Του!

Ήλθε όμως ο καιρός η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλωσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιο του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.

Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμηση Του. Το λείψανο του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο κι ευωδίαζε. Γι' αυτό κι οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών.

Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου κι ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκαιρα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακκιά άχυρα για τα όποια, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, πώς τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιο του.

Το λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα

Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρισκόντουσαν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι' αυτό κι ο Πολύευκτος κατέφυγε σ' ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πώς εδώ ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος Βρήκε ένα πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη άλλοτε συμπολίτη του και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στον ναό του τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι το Ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη Ρώμη από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το Ιερό σκήνωμα του αγίου. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο. Επίσης και τα μάτια του αγίου κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο. Της αγίας Θεοδώρας το λείψανο φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου της Σπηλαιώτισσας. Είναι ακέφαλο και εορτάζεται η μνήμη της στις 11 Φεβρουαρίου. Η αγία Θεοδώρα είναι αυτή που αναστήλωσε μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο τις αγίες εικόνες την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 843. Την αναστήλωση έκαμε μετά τον θάνατο του συζύγου της Θεοφίλου. Ο κόσμος του νησιού με βαθύτατο σεβασμό υποδέχθηκε τον ανεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ' όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπυστο ναό του αγίου, που η ευλάβεια του Κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμή του. Το άγιο λείψανο φυλάσσεται εδώ σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει, για να διακηρύττει στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. ιέ', 3).

Πολλά θαύματα έγιναν κι εδώ στην Κέρκυρα και γίνονται κάθε χρόνο σε όσους με πραγματική πίστη καταφεύγουν στη χάρη του και με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση εκζητούν τίς πρεσβείες του, γιατί «ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων, του θαυματουργείν ουκ εληξεν εισέ τι». Δηλαδή, ο θαυματουργός Σπυρίδων κι αν απέθανε, δεν έπαψε όμως κι από του να θαυματουργεί. Στόν άγιο αυτό επαναλήφθηκε πραγματικά ο λόγος του Αποστόλου Παύλου. «Ζω δε ούκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός». (Γαλ. 6', 20).

Μερικά από τα θαύματα του αυτά θα αναφερθούν κι εδώ για ψυχική ενίσχυση όλων μας και διδασκαλία.

Θαύματα

1. Βρισκόμαστε στίς αρχές του 17ου αιώνα. Τρομερή ανομβρία κτύπησε και του Ιόνιου Πελάγους τα νησιά. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Ό,τι βρίσκει τα τρώγει. Έλειψαν και του βουνού τα λίγα χορταράκια. Στούς δρόμους και τα σπίτια μια παραπονιάρικη φωνή ακουόταν συνεχώς: «Πεινούμε...»

Πεινούσαν τα παιδιά. Πεινούσαν οι νέοι. Πεινούσαν κι οι γέροι. Όλοι πεινούσαν. Κι αυτών των πλουσίων τα κελλάρια άρχισαν να αδειάζουν. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί;

Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα»1 φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στήν εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου,

1.Ησαΐα, ν', 5.

ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Κλαίνε τα παιδιά. Σπαράζει η καρδιά των μητέρων. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.

Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές.

- Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα.
Τα ιστιοφόρα, γλάροι πετούμενοι προχωρούν. Σε λίγο νάτα στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και να. Το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.

Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μ. Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.

2. Γύρω στα 1629-30 καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει στ' αλήθεια ολόκληρο το νησί. Εδώ που άλλοτε έσφυζε η ζωή κι αντηχούσαν τραγούδια χαράς και γέλια, τώρα ακούονται μονάχα κλάματα. Κλάματα από ανθρώπους που λειώνουν από τον πόνο ανάμικτα με κλάματα κουκουβάγιας και κρωγμούς κοράκων.

Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.

— Άγιε, λυπήσου μας, κραυγάζουν μικροί και μεγάλοι. Άγιε, σώσε μας.

Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.

Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πώς η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πώς ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.

Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.
Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.

Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.

Άπειρα είναι τα θαύματα του αγίου, όπως είπαμε. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Θαύματα που αναφέρονται στη θεραπεία κάποιας ανίατης αρρώστιας, αλλά και θαύματα που αναφέρονται στη βοήθεια και σωτηρία ολόκληρης πόλεως και λαού. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και το παρακάτω, που αξίζει πολύ να το προσέξουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα οι άρχοντες κι οι αρχόμενοι της μαρτυρικής αυτής νήσου, που φέρει το τιμητικό προσωνύμιο «Νήσος των Αγίων».

Ύστερα από την πτώση της βασιλίδος των πόλεων η τούρκικη βουλιμία προχωρεί και ένα - ένα κατακτά όλα τα τμήματα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό. Χρόνια δραματικά. Χρόνια για τα οποία ο λαός τραγουδώντας τα θα λέει: «Όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»...

3. Το 1715 ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα - πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.

Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σάν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.

Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θά τον εγκαταλείψει.

Στόν ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.

-Άγιε Σπυρίδων, πατέρα μας. Λυπήσου μας. Λυπήσου τα παιδιά μας, τους γέροντες μας, τις γυναίκες μας... Λυπήσου τις εκκλησιές μας...
Με τέτοιες κι άλλες παρόμοιες επικλήσεις περνά η νύχτα.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σάν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;

Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντρο πιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!

Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.

Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή:

-Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου.

Τί ευλογία Θεού θα ήταν, αν και οι κάτοικοι της ευλογημένης αυτής νήσου, της μαρτυρικής Κύπρου μας, θυμόντουσαν κάπου - κάπου τις ρίζες τους και ζητούσαν, ναι! και ζητούσαμε όλοι από τις μυριάδες των αγίων μας τις πρεσβείες τους για την ευτυχία και την ελευθερία μας! Τις ζητήσαμε τελευταία το 1955-59 και μας τις πρόσφεραν. Κι η δράκα των πιστών παιδιών μας νίκησε κι εξευτέλισε μια αυτοκρατορία. Σωρεία τα θαύματα που έγιναν τότε. Θαύματα μεγάλα, αφάνταστα, τρανταχτά. Γιατί δεν τις ζητούμε και τώρα; Γιατί δεν μεταβάλλουμε το νησί μας από ένα χώρο αμαρτίας και διαφθοράς σε ένα στρατόπεδο προσευχής; Αλήθεια! Γιατί; Γιατί;

Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.

Το θαύμα αυτό της σωτηρίας της νήσου, ακολούθησε κι άλλο θαύμα πολύ μεγάλο κι εξαιρετικό, αλλά και φοβερό στην όλη του εμφάνιση και παρουσία.

4. Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ' αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στή σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πώς αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαιωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.

Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.

Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία.

Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.

Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε:

-Ποιός είσαι; Πού πάς; Μια φωνή του απήντησε. - Είμαι ο Σπυρίδων.

Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.

Ή τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.

Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:

Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον...

Θα ήταν αληθινή ευλογία από τον Θεό, αν οι λέξεις αυτές τούτου του ύμνου γίνονταν για τον κάθε κάτοικο αυτής της νήσου μήνυμα προσευχής και καθημερινό βίωμα. Μήνυμα προσευχής... Η επανάληψη κάποιων αληθειών, μπορεί να είναι μερικές φορές κουραστική κι ανιαρή. Οπωσδήποτε, όμως, ωφέλιμη.

Στήν προς Φιλιππησίους επιστολή του, κεφάλαιο γ' και στίχος 1 ο θείος Παύλος χρησιμοποεί την επανάληψη λέγοντας: «Το λοιπόν, αδελφοί μου, χαίρετε εν Κυρίω' τα αυτά γράφειν υμίν εμοί μεν ουκ οκνηρόν, υμίν δε ασφαλές». Δηλαδή, αδελφοί μου, η προτροπή, που υπολείπεται να σας κάμω, είναι τούτη. Χαίρετε πάντα τη χαρά, που φέρνει στον καθένα η στενή σχέση και επικοινωνία με τον Κύριο. Σάς το είπα και προηγουμένως. Το να σας το ειπώ και πάλι γράφοντας σας τα ίδια, σε μένα τούτο δεν προκαλεί ενόχληση' ούτε και βαριέμαι να το κάμω. Σε σας, όμως, τούτο είναι ασφάλεια.

Γράψαμε πιο πάνω πόσο μεγάλη τιμή είναι για την Κύπρο μας να έχει κοντά στον Κύριο ένα τέτοιο πρεσβευτή σαν τον άγιο Σπυρίδωνα. Γεννάται, όμως, το ερώτημα:

Συνειδητοποιούμε όλοι οι χριστιανοί αυτή την τιμή; Φροντίζουμε με έργα και την όλη ζωή μας να δείχνουμε τον σεβασμό και την εκτίμηση μας στον μεγάλο άγιο μας και προστάτη μας; Γιορτάζουμε καθώς πρέπει τη μνήμη του; Κι ακόμη φροντίζουμε στις ποικίλες μας περιστάσεις και δυσκολίες να προστρέξουμε με πίστη φλογερή στον Κύριο και να εκζητούμε δια των πρεσβειών των Αγίων της Κύπρου μας κι ιδιαίτερα δια των πρεσβειών του αγίου Σπυρίδωνος το έλεος του Κυρίου; Η πραγματικότητα δυστυχώς, όπως τη ζούμε, μας διαψεύδει. Κι όμως είναι καιρός να συνέλθουμε. Άς είναι και τη δωδέκατη παρά... είναι ανάγκη να συνέλθουμε και να καταφύγουμε στον «δυνάμενον σώζειν» και με καρδία «συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» να ζητήσουμε τη βοήθεια του. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Ναι! Θα μας ακούσει.

Γιατί, όπως ψάλλει κι ο θεοφώτιστος ψαλμωδός, ο Κύριος είναι πάντα κοντά σ' εκείνους που τον επικαλούνται. «Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αλήθεια. Θέλημα των φοβούμενων αυτών ποιήσει κοίτης δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς» (Ψαλμ. ρμδ', 18-19). Ακούει ο Κύριος εκείνους που τον επικαλούνται με ειλικρίνεια και αγνά ελατήρια. Τους ακούει και τους προσφέρει αυτό που του ζητούν. Κι εμάς θα μας ακούσει και θα μας δώσει αυτό που θα του ζητήσουμε: Τη λύτρωση από τα δεινά, την ποθητή ελευθερία. «Πιστός ο Θεός, ός ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι ημάς υπενεγκείν» (Α' Κορ. ι', 13). Είναι άξιος κάθε εμπιστοσύνης ο Θεός. Και, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του, δεν θα μας αφήσει να δοκι μασθούμε παραπάνω από ό,τι αντέχουμε. Κάτι περισσότερο. Μαζί με τη δοκιμασία θα φέρει και το τέλος της, καθώς και τη δύναμη να την αντέξουμε. Αλλά και κάτι άλλο, που πρέπει πάντα να το θυμόμαστε. Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει πώς πάντα ακούει τις προσευχές των πιστών παιδιών του. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν» μας λέγει. «Ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ', 7).

Είναι καιρός το νησί μας, «η Νήσος των Αγίων» να ξαναγίνει ένα στρατόπεδο προσευχής, αν θέλουμε να ιδούμε καλύτερες μέρες. Είναι καιρός να σταματήσει από όλους η ανόητη συνήθεια, που δέρνει τα τελευταία χρόνια τούτο τον μαρτυρικό τόπο• «των οικιών ημών εμπιπραμένων» εμείς να μην έχουμε άλλη έγνοια παρά μόνον τα καρναβάλια και τις δισκοθήκες!

Είναι καιρός πια να συνέλθουμε. Είναι καιρός να ανανήψουμε. Είναι καιρός όσοι ποθούμε να ιδούμε καλύτερες μέρες να φροντίσουμε να παραδειγματισθούμε από τη ζωή των άλλων, σε παρόμοιες σαν και τη δική μας περιστάσεις. Αυτό που έγινε στην Κέρκυρα το 1940-41 είναι όχι απλώς ενδεικτικό, αλλά αποδεικτικό της αξίας της μετανοίας και επιστροφής στον Χριστό. Αναφέρουμε το παράδειγμα αυτό, όχι γιατί είναι μοναδικό, άλλα μια και μιλούμε για το καύχημα της Ορθοδοξίας, τον άγιο Σπυρίδωνα και το ευλογημένο νησί που κατέχει το άγιο Σκήνωμά του, το βρίσκουμε επίκαιρο.

Όταν στις 28 του Οκτώβρη του 1940 μας κτύπησαν οι Ιταλοί, οι Κερκυραίοι έβαλαν τελεία και παύλα, όπως λέμε στην προηγούμενη ζωή τους. Με συντριβή ψυχής στράφηκαν προς την Εκκλησία και με βαθιά πίστη άρχισαν να επιζητούν από τον Προστάτη τους τον άγιο Σπυρίδωνα, τις ικεσίες και τη βοήθεια του για τη σωτηρία της Ελλάδος μας, και ιδιαίτερα της νήσου των. Το αποτέλεσμα της αλλαγής της ζωής τους, έφερε το ποθούμενο. Μολονότι τρείς μέρες μετά την επίθεση ενάντια στην Ελλάδα μας η Κέρκυρα δεχόταν την πρώτη και επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.

Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Άν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ' ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στόν γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε. Ποιος μπορεί σ' αυτή, μα και σ' άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού».

Πολύ χαρακτηριστικό είναι το του Παροιμιαστού. Και αξίζει να το ενθυμούμαστε πάντοτε. «Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ. οι δε εμέ ζητούντες ευρήσουσι χάριν». Όσους με αγαπούν, δηλαδή, εγώ τους αγαπώ. Κι όσοι με ζητούν θα βρουν μεγάλη χάρη και ευλογία. Καιρός να το καταλάβουμε. Καιρός ακόμη να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ότι αληθινή ευτυχία και χαρά, χαρά ατομική και εθνική, μόνον κοντά στον Χριστό μπορεί να υπάρξει.
Οι κάτοικοι της Κέρκυρας σε κάθε δυσκολία δεν παραλείπουν από του να καταφεύγουν στον άγιο και να εκζητούν με πίστη φλογερή τη μεσιτεία του. Σ' αυτή τους τη ζηλευτή συνήθεια ας τους μιμηθούμε κι εμείς. Μεγάλο θα είναι το κέρδος μας. Το μαρτυρεί η πίστη μας. Το βεβαιώνει η ιστορία του αγίου.

Άπειρα είναι τα θαύματα του. Γι' αυτό και δεκάδες πολλές τα χρυσά κανδήλια, δώρα ευλαβών ψυχών που κρέμονται πάνω και γύρω από τη λάρνακα, που φιλοξενεί το άγιο λείψανο Του. Όλα αυτά δείχνουν και μαρτυρούν τη βαθιά εκτίμηση κι ευλάβεια στο πρόσωπο του αγίου μας από μέρους των ευεργετηθέντων. Ογδόντα ναοί στην Ελλάδα μας διακηρύττουν τον σεβασμό του φιλόθρησκου Ελληνικού λαού στη μνήμη του. Από όλα τα μέρη του κόσμου χιλιάδες πιστοί αναλαμβάνουν ταξίδια μακρινά κάθε χρόνο για να πάνε στη χάρη του, να προσκυνήσουν το άγιο Σκήνωμά του και να παρακολουθήσουν τις συγκινητικές και θεαματικές λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τον χρόνο. Μια κατά το Μ. Σάββατο σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από τη σιτοδεία. Δεύτερη κατά την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από την τρομερή επιδημία της πανώλους (πανούκλας). Τρίτη η λιτανεία της 11ης Αυγούστου για ανάμνηση της σωτηρίας της νήσου από την τουρκική εκστρατεία. Και τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου για να θυμούνται τη δεύτερη θαυμαστή απαλλαγή της νήσου από την πανώλη.

Με πίστη βαθιά κάθε φορά κι ευλάβεια συγκινητική τρέχει ο κόσμος στη χάρη του να προσκυνήσει το άγιο λείψανο του και με δάκρυα να εκζητήσει τη μεσιτεία του. Νοερά ας μεταφερθούμε κι εμείς ως εκεί. Κι αφού με σεβασμό κλίνουμε το γόνυ της ψυχής μπροστά στην άγια μορφή του, ας του ψιθυρίσουμε ικετευτικά:

Άγιε Σπυρίδων Πατέρα μας.
Ένα μεγάλο μέρος του νησιού μας,
της μαρτυρικής Κύπρου μας, στενάζει σήμερα
κάτω από τα πόδια του βάρβαρου Αγαρηνού.
Η εκκλησία σου στην Τριμυθούντα, στο χωριό που
έζησες και υπηρέτησες δεν λειτουργιέται πια.
Είναι κλειστή.
Στόν τάφο σου να πάμε και με κλάματα να σε
παρακαλέσουμε να μας βοηθήσεις, δεν μπορούμε.
Λυπήσου μας. Πατέρα, κι άκουσε την ικεσία μας!
Φταίξαμε τ' ομολογούμε. Παρασυρθήκαμε...
Όμως, με σπαραγμό ψυχής το συναισθανόμαστε
και μετανοούμε.
Μετανοούμε και με δάκρυα ζητούμε
το έλεος του Κυρίου μας.
Δεήσου κι εσύ, Άγιε μας, να μας λυπηθεί
Να μας λυπηθεί και για χάρη σου
να μας σπλαγχνιστεί Και να μας συγχωρήσει.
Ζήτησε του να μας φωτίσει, ώστε στο μέλλον
να μη παρασυρόμαστε. Μα να μένουμε
μέχρι θανάτου πιστοί στο θέλημα του.
Κι όπως άλλοτε για χάρη σου έσωσε την αγαπημένη σου
Κέρκυρα,1 έτσι και τώρα για χάρη δικιά σου,
να σώσει κι εμάς.
Στο ζητούν, Άγιε Πατέρα, οι χαροκαμένες μάνες.
Στο ζητούμε τα παιδιά σου!
Σε Ικετεύουμε οι πατριώτες σου!
Δώσε πια να λυτρωθούμε από τα δεινά,
που μας βρήκαν
κι από τη σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή.
Δώσε ακόμη να ενωθούμε και με τη Μάνα μας,
την Ελλάδα, για να μπορούμε όλοι μαζί
οι Πανέλληνες να σου ψάλλουμε ευλαβικά:

Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή. Χαίροις Κερκυραίων ο σοφώτατος ιατρός. Χαίροις της Τριάδος ο Θείος μυστολέκτης. Κυπρίων μέγα κλέος. Σπυρίδων Άγιε.

Απολυτίκιο
Ήχος α'

Της Συνώδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυ ματουργός, θεοφόρε Σπυρίδων, Πατήρ ημών διό νεκρό; συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν είς χρυσούν μετέβαλες• και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, Αγγέλους έσχες συλλειτουργούν τάς σοι, Ιερωτάτε. Δόξα τω σε δοξάσαντι• δόξα τω σε στεφανώ σαντι• δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.

Εξήγηση: Άγιε Σπυρίδων, Πατέρα μας, ανίκητος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας αναδείχθηκες στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, μα και θαυματουργός. Ναι! θαυματουργός. Γιατί και με νεκρή κόρη, που ήταν στον τάφο συνομίλησες και φίδι μετέβαλες σε χρυσάφι. Αλλά και όταν, Ιερώτατε, έψαλλες τις αγίες προσευχές σου, Άγγελοι κατέβαιναν και λειτουργούσαν μαζί σου. Δοξασμένος να 'ναι ο Θεός που σε δόξασε• δοξασμένος να 'ναι ο Θεός, που σε τίμησε με το στεφάνι της αγιωσύνης• δοξασμένος να ναι ο Θεός, που με τις προσευχές σου δίνει σε όλους μας θεραπείες.

Μεγαλυνάριο

Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός•
Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός•
Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος,
Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή,
Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός,
Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος,
Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.

Πρέσβευε Σπυρίδων θαυματουργέ, υπέρ Ορθοδόξων, και εμού του αμαρτωλού, όπως των πταισμάτων, την λύτρωσιν λαβόντες, παρά Θεού σε πάντες, πόθω γεραίρομεν.

ΠΗΓΗ: http://www.pigizois.net/kiprioi_agioi/spiridon_o_thaumatourgos.htm