IC.XC.NIKA

IC.XC.NIKA
IC.XC.NIKA

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Κυριακή των Βαΐων




ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ BAlΩN

Ευλογημένος ο Ερχόμενος

(Εκείνος που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο τη γη, ο γυιός του Θεού και ο Λόγος του ο συναΐδιος, σήμερα τα­πεινώθηκε και ήρθε στη Βηθανία απάνω σ' ένα που­λάρι. Και τα παιδιά των Εβραίων τον υποδεχθήκανε φωνάζοντας: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, ο βασιλιάς του Ισραήλ».

Οι πολέμαρχοι του κόσμου, σαν τελειώνανε τον πόλεμο και βάζανε κάτω τους οχ­τρούς τους, γυρίζανε δοξασμένοι και καθί­ζανε απάνω σε χρυσά αμάξια για να μπούνε στην πολιτεία τους. Μπροστά πηγαίνανε οι σάλπιγγες κι οι σημαίες κ' οι αντρειωμένοι στρατηγοί και πλήθος στρατιώτες σκεπα­σμένοι με σίδερα άγρια και βαστώντας φονικά άρματα γύρω σ' ένα αμάξι φορτωμένο με λογής λογής αρματωσιές και σπαθιά και κοντάρια παρμένα από το νικημένο έθνος.
Όλοι οι πολεμιστές ήτανε σαν άγρια θηρία σιδεροντυμένα, τα κεφάλια τους ήτανε κλει­δωμένα μέσα σε φοβερές περικεφαλαίες, τα χοντρά και μαλλιαρά χέρια τους ήτανε μα­τωμένα από τον πόλεμο, τα γερά ποδάρια τους περπατούσανε περήφανα και τεντωμέ­να, σαν του λιονταριού που ξέσκισε με τα νύχια του το ζαρκάδι και τανύζεται με μουγκρητά και φοβερίζει τον κόσμο. Ύστερα ερχότανε το χρυσό τ' αμάξι του πο­λεμάρχου, που καθότανε σ' ένα θρονί πλου­μισμένο μ' ακριβά πετράδια, περήφανος, ακατάδεχτος, φοβερός, που δεν μπορούσε να τον αντικρύσει μάτι δίχως να χαμηλώσει και βα­στούσε το τρομερό σκήπτρο του, που κάθε σάλεμά του ήτανε προσταγή, δίχως ν' ανοίξει τα στόμα του αυτός που το κρατούσε.
Άλο­γα ανήμερα, ήτανε ζεμένα σ' αυτά τ' αμάξι, με λουριά χρυσοκεντημένα με γαϊτάνια και περπατούσανε κι αυτά καμαρωτά και περή­φανα σαν τους ανθρώπους. Ένα κορίτσι έμορ­φο σαν νεράιδα, μεταξοντυμένο, βαστούσε ένα χρυσό στεφάνι απάνω από το κεφάλι του νικητή, κι άλλα κορίτσια κι αγόρια ρίχνανε λιβάνια κι άλλα μυρουδικά σε κάποια με­γάλα θυμιατήρια όμοια με μανουάλια.
Από πίσω έρχόντανε οι σκλάβοι άντρες και γυ­ναίκες κι όποιοι ήτανε άρρωστοι και λαβω­μένοι, τους σέρνανε και τους χτυπούσανε οι στρατιώτες. Όση δόξα είχανε αυτοί που πηγαίνανε μπροστά, άλλη τόση καταφρόνε­ση και δυστυχία είχανε όσοι ακολουθούσανε από πίσω. Αυτοί ήτανε δεμένοι με σκοινιά και μ' αλυσίδες, πολλοί πιστάγκωνα, κουρε­λιασμένοι, πληγιασμένοι, κίτρινοι σαν πεθα­μένοι από τα μαρτύρια κι από την αγρύ­πνια. Πολλοί ήτανε μισόγυμνοι κ' οι πλά­τες τους ήτανε μελανιασμένες από το βούνευρο. Ανάμεσά τους ήτανε γυναίκες, παρθέ­νες ντροπιασμένες, κλαμένες μανάδες με αθώα μωρά στην αγκαλιά τους, γρηές που βαστούσανε τα εγγόνια τους από το χέρι, όλες κατατρομαγμένες σαν τα αρνιά που τα πάνε στον μακελάρη. Γύρω ο κόσμος έκανε σαν τρελλός και φώναζε και δόξαζε τον νι­κητή κι από πολλά στόματα τρέχανε αφροί. Αλαλαγμός έβγαινε σαν καπνός απ' όλη την πολιτεία. Αυτή την παράταξη τη λέγανε «θρίαμβο».
Έναν τέτοιον θρίαμβο έκανε κι ο Χρι­στός σήμερα, ο άρχοντας της ειρήνης και της αγάπης. Μα, όπως τα άλλαξε όλα και τα έκανε ανάποδα απ’ ό,τι συνηθίζανε οι άνθρωποι, έτσι κι ο θρίαμβος που έκανε, ήτανε θρίαμβος της φτώχειας και της ταπεί­νωσης. Ο Ρωμαίος ύπατος ήτανε καθισμένος απάνω σε θρόνο και σε χρυσό αμάξι, μα ο Χριστός ήτανε καβαλικεμένος απάνω σ' ένα πουλάρι, σ' ένα γαϊδουρόπουλο, πούνε το πιο ταπεινό και καταφρονεμένο ανάμεσα στα ζώα.
Κι' ο ίδιος ήτανε ταπεινός, πράος, ήσυχος, φτωχοντυμένος, κατά την  προφητεία που έλεγε: «Είπατε τη θυγατρί Σιών· Ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι πράος και επιβεβηκώς επί όνον και πώλον, υιόν υποζυ­γίου». Το χέρι του δεν βαστούσε σκήπτρο, αλλά βλογούσε τον κόσμο. Από πόλεμο ερ­χότανε και κείνος, μα έναν πόλεμο πολύ δυσκολοκέρδιστον, πόλεμο καταπάνω στην κα­κία και στην ψευτιά και στην υποκρισία και στη φιλαργυρία. Και δεν πήγαινε να ξεκου­ραστεί απ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά πήγαινε ν' αρχίσει άλλον, πιο σκληρόν, και να στεφανωθεί μ' αγκαθένιο στεφάνι και να δαρθεί και να περιπαιχθεί και στο τέλος να καρφωθεί απάνω σ' ένα ξύλο σαν κακούρ­γος.
Δεν ήτανε τριγυρισμένος από αγριεμέ­νους υποταχτικούς, αλλά από άκακους ψα­ράδες, καταφρονεμένους σαν και κείνον. Κι ούτε έσερνε από πίσω του σκλάβους τυραννισμένους, αλλά ανθρώπους που τους ελευ­θέρωσε από τη σκλαβιά του διαβόλου και πεθαμένους που αναστηθήκανε από τη φωνή του. Σάλπιγγες και τούμπανα δεν φωνάζανε για να τον δοξάσουνε, αλλά παιδιά αθώα που συμβολίζανε την απλότητα που έχουνε οι χριστιανοί και που φωνάζανε «Ευλογη­μένος ο ερχόμενος» και κρατούσανε αντί για σημαίες και για μπαϊράκια κλαδιά πράσινα των δέντρων. Κλαδιά χλωρά και ρούχα στρώνανε χάμω για να πατήσει το γαϊ­δούρι και να περάσει. Κι αυτό το βλογημένο πήγαινε με σκυμμένο το κεφάλι, ταπεινό, ανήξερο, σηκώνοντας τον Χριστό που καθότανε πρωτύτερα απάνω στα τρομερά εξαφτέρουγα σεραφείμ που είναι από φωτιά. Δεν αξιώθηκε να τον σηκώσει κανένα χρυσό αμάξι, μητε άλογο άκριβοσελωμένο, μητε καμμιά κούνια που να τη βαστάνε αντρειω­μένοι βαστάζοι, αλλά τον σήκωνε το γαϊ­δούρι. Ποιο μάτι δεν δακρύζει άμα συλλο­γιστεί αυτό το μυστήριο!
Ο Χριστός ανα­ποδογύρισε όσα είχε για σωστά και για α­ληθινά ο αμαρτωλός ο άνθρωπος. Ποιος όμως είναι σε θέση να νοιώσει την ελευθερία που μας έφερε και να ακολουθήσει το που­λάρι με το σκοινένιο καπίστρι κι όχι τ' αφρισμένα τάλογα που χλιμιντράνε καμαρω­τά και να μη μπει στη Ρώμη με τα πολλά τα είδωλα, παρά να μπει μαζί με τον βασι­λιά της ειρήνης στην Απάνω Ιερουσαλήμ;
Πολλοί, που είναι σοβαροί άνθρωποι, θα πούνε πως δεν τα καταλαβαίνουνε αυτά και πως τα παιδιά παιδιακίζουνε κ' οι άντρες αντρειεύουνται. Τα ίδια λέγανε κ' οι αρχιε­ρείς κ' οι σπουδασμένοι. «Ιδόντες δε οι αρχιερείς και γραμματείς τα θαύματα α εποίησε και τους παίδας κράζοντας εν τω ιερώ και λέγοντας: Ωσαννά τω υιω Δαυίδ, ηγανάκτησαν και είπον αυτώ: Ακούεις τι ούτοι λέγουσιν; Ο δε Ιησούς λέγει αυτοίς: Ναι· ουδεποτε ανέγνωτε ότι «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον;» Και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πό­λεως». Οι αρχιερείς κ' οι γραμματείς διαβάσανε τον ψαλμό του Δαυίδ που έλεγε πως θα προϋπαντήσουνε τον Χριστό τα νήπια και δεν πιστέψανε ωστόσο σ' αυτόν που υμνολογούσανε. Αμή εμείς που διαβάσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο και τον ψαλμό κι αυτά που είπε ο Χριστός στους Εβραίους, δεν θα κριθούμε πιο αυστηρά αν δεν τον πιστέψου­με; Η ματαιότητα κ' η περηφάνεια μάς κάνουνε να μην καταδεχόμαστε να παμε μαζί με τη φτωχή συνοδεία του, ντρεπόμα­στε να ακολουθήσουμε ένα αρχηγό που πάει καβαλικεμένος απάνω σ' ένα γαϊδούρι. Τα ταπεινά, τα φτωχικά, δεν τα θέλουμε. Μα μπορεί να γίνει χριστιανός όποιος δεν α­γαπά αυτά που αγάπησε ο Χριστός;
Χθες, Σάββατο, ανάστησε έναν πεθαμένο άνθρωπο, τον Λάζαρο. Ποιος ήτανε αυτός ο Λάζαρος; Κανένας επίσημος άνθρωπος, κανένας τρα­νός; Ο Λάζαρος ήτανε φτωχός, χωριάτης, κι όπως λέγει το Ευαγγέλιο, ήτανε φίλος του Χριστού, που είχε φίλους όλους τους ανθρώπους. Έναν φίλο σημειώνει το Ευαγ­γέλιο πως είχε ο Χριστός στον κόσμο, κι αυτός ήτανε φτωχός κι αγράμματος. Μα ποιος από μας αγαπά αυτή την πλούσια φτώχια του Χριστού; Απ' όπου λείπει ο Χριστός, εκεί είναι η φτώχια η αληθινή, όπως απ’ όπου λείπει ο Χριστός λείπει κ' η ζωή η αληθινή και βασιλεύει ο θάνατος. Αυτό θα το καταλάβεις καλώτατα αν γυρί­σεις και δεις γύρω σου κι ακουμπήσεις το κεφάλι σου και συλλογιστείς. Πού είναι εκείνοι οι Ρωμαίοι κ' οι παντοδύναμοι αφέν­τες που κάνανε τους θριάμβους οπού ιστορήσαμε πρωτύτερα; Τι γινήκανε κι αυτοί κι οι μυριάδες που τους προσκυνούσανε και που γονατίζανε μπροστά τους σαν τα καλά­μια που τα γέρνει ο βοριάς; Ποιος τους φέρ­νει στον νου του εξόν κάποιοι που γράφουνε τα ιστορικά εκείνου του καιρού; Κορμιά, ψυχές, θρονιά, διαμαντόπετρες, άλογα, περηφάνειες, φοβέρες, φωνές,   όλα  πέσανε σ' έναν λάκκο και χαθήκανε και σβύσανε σαν να μη γινήκανε ποτές. Και τι απόμεινε από όλα τούτα στις καρδιές των ανθρώπων; Τί­ποτα κι ακόμα πιο λίγο από τίποτα.  
Πλην ο άνθρωπος είναι άπιστος ακόμη και σ' αυτά που βλέπει και  σ' αυτά που πιάνει με τα χέρια του και τραβά τον δρόμο  που τραβή­ξανε και κείνοι  και σέρνει με  ευχαρίστηση το άρμα του Νέρωνα, γιατί  είναι   «νεύρον σιδηρούν ο τράχηλός του». Τ' αυτιά του εί­ναι σφαλιχτά σε Κείνον που λέγει:   «Εγώ ειμί Θεός πρώτος  και εις τα επερχόμενα εγώ ειμί. Εγώ  βοσκήσω  τα  πρόβατά μου και εγώ αναπαύσω  αυτά».  Εκείνος  που καθότανε απάνω στο γαϊδούρι, εκείνος είναι ζωντανός μέσα στις απλές ψυχές στον αιώνα κ' είναι για δαύτες θροφή, πηγή αθανασίας, χαρά και αγαλλίαση, κατά τον λόγο που λέ­γει : «Ευφρανθήσεται καρδία ζητούντων τον Κύριον». Ναι, όποιος ένοιωσε τη χαρά του Χριστού, είναι σαν τον πεθαμένο που αναστή­θηκε. Στον κόσμο υπάρχουνε πονεμένοι λογής λογής.   Όσοι πονάνε  στο   κορμί και στην ψυχή κι ο πόνος  τους  καθαρίζει και τους πηγαίνει στον Θεό, αυτοί είναι οι αγα­πημένοι του Χριστού  και  περπατάνε  στη στράτα του με το  φως του  το παρηγορη­τικό. Οι άλλοι υποφέρουνε άγονα.   Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος  γράφει  στους  Κορινθίους:   «Νυν  χαίρω,  ουχ ότι  ελυπήθητε, αλλ' ότι  ελυπήθητε  κατά  Θεόν,   ίνα  εν μηδενί ζημιωθήτε  εξ ημών.  Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν  εις σωτηρίαν  αμεταμέλητον κατεργάζεται·  η  δε  του  κόσμου λύπη  θάνατον   κατεργάζεται».   Γι' αυτούς που ελπίζουνε   στον Θεό,  δεν  μετάλλαξε ο Χριστός τον άγονον ίδρωτά τους  σε ιδρώτα σωτηρίας, «ιδρώτα ιδρώτι», αλλά  θρηνούνε και πονάνε παντοτινά σαν τους  ειδωλολάτρες, σφαζόμενοι με τα μαχαίρι της μοίρας. Γι' αυτούς δεν άλλαξε ο Χριστός τον ιδρώτα της αγωνίας τους σε ιδρώτα της προσευχής και της ελπίδας. Όποιος δεν πιστεύει στον Χριστό και στο Ευαγγέλιο, είναι πεθαμένος, αφού δεν υπάρχει αληθινή ζωή μέσα του. Γιατί ζωή δεν θα πει να ανασαίνεις και να περπατάς και να τρως  και να πίνεις, αλλά να νοιώθεις τη χάρη της αθανασίας. Τότε θα μπορείς να ψάλεις μαζί με τον υμνωδό τούτο το εξαίσιο απολυτίκιο:

«Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. Όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυ­ρίου».

ΚΙΒΩΤΟΣ
ΜΗΝΙΑΙΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Β’ ΜΑΡΤΙΟΣ 1953 ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 15

Κυριακή των Βαΐων

Ιω. 12, 1-18

“Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ”. Με αυτή την επευφημία υποδέχεται σήμερα ο λαός τον Χριστό, που εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα, καθισμένος επάνω σε ένα πουλάρι όνου. Τον υποδέχονται ως θριαμβευτή και ως βασιλέα, στρώνοντας στο διάβα Του τα ενδύματά τους και κρατώντας στα χέρια τους κλαδιά από φοίνικες, το σύμβολο της νίκης. Τον υποδέχονται ως απεσταλμένο του Θεού, που φέρει την ελπίδα στον ταλαιπωρημένο λαό, και τη βεβαιότητα ότι ο Θεός δεν τους έχει εγκαταλείψει.

Παρά όμως τις επευφημίες και την μεγάλη αλήθεια που ομολογούν υποδεχόμενοι τον Κύριο, οι εκδηλώσεις τους αυτές είναι επιφανειακές και δεν προέρχονται από την πίστη ότι όντως ο Χριστός είναι ο απεσταλμένος του Θεού. Ο κύριος λόγος για την κοσμοσυρροή και την θριαμβευτική υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, είναι το θαύμα που προηγήθηκε, αυτό της ανάστασης του τετραήμερου Λαζάρου, όπως τονίζει ρητά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Γι΄ αυτό και σύντομα, στις επόμενες μέρες, και το θαύμα θα ξεχαστεί, και οι ζητωκραυγές θα κοπάσουν, και ο ενθουσιασμός του όχλου θα μεταβληθεί σε οργή, και το “εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου” θα αντικατασταθεί με το “ἄρον, ἄρον, σταύρωσον αὐτόν”.
Και δεν είναι η πρώτη φορά που οι εβραίοι, βλέποντας ένα θαύμα του Χριστού, σπεύδουν να Τον ονομάσουν βασιλέα τους. Όταν στο Όρος των Ελαιών χόρτασε τα πλήθη με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, τότε αμέσως θέλησαν να Τον ανακηρύξουν βασιλέα (Πρβ. Ιω. 6, 1-15), όχι επειδή με το θαύμα που έκανε πίστεψαν ότι είναι όντως ο Υιός του Θεού, αλλά γιατί χωρίς αυτοί να κοπιάσουν, θα τους εξασφάλιζε το καθημερινό τους φαγητό. Κατά τον ίδιο τρόπο και σήμερα, έκθαμβοι από το μέγεθος του θαύματος της ανάστασης του Λαζάρου, Τον υποδέχονται ως βασιλέα αήττητο, που θα τους λυτρώσει από την ρωμαϊκή τυραννία. Και όταν πλέον Τον δουν παραδομένο στον Πιλάτο και ανίσχυρο να ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους, θα Τον απορρίψουν και θα ζητήσουν την καταδίκη Του.
Υποδεχόμαστε κι εμείς σήμερα τον Ιησού, θριαμβευτή του θανάτου, να εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα. Όχι για να αναλάβει κοσμική δόξα και εξουσία, αλλά για να παραδοθεί στους σταυρωτές Του και να θυσιαστεί για την σωτηρία του κόσμου. Τον υποδεχόμαστε γνωρίζοντας καλά ότι είναι ο βασιλεύς της ζωής και ο νικητής του θανάτου, ο Αναστάς Κύριος και Θεός μας. Φέρουμε στα χείλη μας κι εμείς το “Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου”, όχι επειδή προσδοκούμε να λάβουμε κάτι φθαρτό και επίγειο, αλλά γιατί ζούμε μέσα στη βεβαιότητα της Αναστάσεως και επειδή πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, που μας απάλλαξε από τη δουλεία της αμαρτίας και από την τυραννία του διαβόλου.
Η ανάσταση του Λαζάρου και η δική Του Ανάσταση οριοθετούν και σηματοδοτούν την εβδομάδα του Πάθους Του. Τον προσκυνούμε σήμερα ως νικητή και μέχρι το Μέγα Σάββατο κλίνουμε ευλαβικά τον αυχένα της ψυχής μας μπροστά στο μεγαλείο της Άκρας Ταπεινώσεώς Του και της αγάπης Του προς τον άνθρωπο. Γι αυτό και την Μεγάλη Πέμπτη, μπροστά στον Εσταυρωμένο θα ψάλουμε: “προσκυνοῦμεν σου τά Πάθη, Χριστέ, δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν”.
“Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου”, είναι η ιαχή και το σύνθημα της σημερινής ημέρας. Με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να υποδεχόμαστε το Χριστό στη ζωή μας, κάθε ημέρα που ανατέλλει. Γιατί όντως είναι ο απεσταλμένος του Θεού στη γη, ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο μόνος που μπορεί να δώσει νόημα, ελπίδα και χαρά στην ζωή μας, ο μόνος που μπορεί να μας αποσπάσει από τα γήινα και τα εφήμερα και να μας οδηγήσει στα επουράνια και στα αιώνια.
Οι πειρασμοί στη ζωή μας είναι πολλοί, και ο μεγαλύτερος όλων είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό, η αποδυνάμωση της πίστεώς μας. Όταν εκλείψει η πίστη μας, τότε δυστυχώς δεν διαφέρουμε σε τίποτα από τον οργισμένο όχλο, που απορρίπτει τον Θεό και βάλλει εναντίον Του. Σε αντίθεση όμως με τους εβραίους, εμείς έχουμε ενώπιόν μας το γεγονός της τριημέρου Αναστάσεως του Κυρίου μας, και την βεβαιότητα της νίκης επάνω στον θάνατο και ενάντια σε κάθε δύναμη που αντίκειται στον Θεό.
Ας κρατήσουμε επομένως άσβεστη τη σημερινή χαρά και ας υποδεχτούμε τον Χριστό αληθινά ως βασιλέα και Θεό, γνωρίζοντας ότι όπως μετά το Πάθος Του ακολούθησε η Ανάστασή Του, έτσι ακριβώς και μετά από τον σταυρό που καλούμαστε στη ζωή μας να σηκώσουμε, αν δεν ολιγοπιστήσουμε και δεν Τον αρνηθούμε, θα επακολουθήσει και η δική μας, προσωπική Ανάσταση.

π. Χερουβείμ Βελέτζας

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Σάββατο του Λαζάρου σήμερα - Μέρα Θανάτου και Ζωής!!


Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται μέρα του θανάτου και της ζωής.




Σε κάποια χωριά μάλιστα οι αγρότες δεν μαζεύουν τη σοδιά τους γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρουν τον θάνατο μέσα τους. O Λάζαρος είναι μια μορφή που εμπνέει σεβασμό στον ελληνικό λαό.

Παλιότερα οι εκδηλώσεις εορτασμού ήταν πολλές και ποικίλες, ωστόσο σήμερα έχουν λησμονηθεί ως επί το πλείστον.
Για παράδειγμα τα κάλαντα του Λαζάρου τραγουδιούνται σε ελάχιστες περιοχές, ενώ παλιότερα ήταν από τα πιο ζωντανά έθιμα και έδιναν ιδιαίτερο τόνο στις μικρές κοινωνίες.
Τα κάλαντα του Λαζάρου ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία και τα τραγουδούσαν κοπέλες διαφόρων ηλικιών ακόμα και κορίτσια τις παντρειάς που ονομάζονταν “Λαζαρίνες”.
Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια έξω από τα χωριά για να μαζέψουν λουλούδια που με αυτά θα στόλιζαν το καλαθάκι τους την άλλη μέρα ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες φορώντας ειδική στολή.
Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα.

Σε πολύ λίγες περιοχές της χώρας τραγουδιούνται σήμερα τα Λαζαριάτικα κάλαντα. Τα λόγια του τραγουδιού άλλοτε αναφέρονται στην ανάσταση του Λαζάρου και είναι συνήθως μέτρια στιχουργήματα και άλλοτε πάλι αποτελούν παινέματα προσώπων που αγγίζουν τα όρια υψηλής ποιητικής δημιουργίας.

Τα έθιμα του Λαζάρου στα χρόνια της σκλαβιάς είχαν κοινωνική σκοπιμότητα

Στις γυναίκες και ιδίως στα νέα κορίτσια που δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι επειδή τα ήθη της εποχής και ο φόβος της αρπαγής τους από τους Τούρκους τις περιόριζαν, δίνονταν κάποιες ελευθερίες: γίνονταν αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα και σε λίγο καιρό ακολουθούσαν τα προξενιά, τα αρραβωνιάσματα και οι γάμοι.

Έθιμα από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας

0 λαός γιορτάζει την πρώτη Λαμπρή, την “Έγερση” του φίλου του Χριστού, του “αγέλαστου” Λάζαρου.
Ο φόβος και ο τρόμος για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, λέει η παράδοση, μετά την Ανάσταση του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά.
Είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά.
“Βρε τον ταλαίπωρο, είπε. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί.
Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ʽνα χώμα κλέβει τʼ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;” και χαμογέλασε.

Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας για να απεικονίσουν την Ανάσταση του Λάζαρου, να συμβολίσουν δηλαδή τη Νίκη του Χριστού απέναντι στο θάνατο, αλλά παράλληλα και για να υποδηλώσουν την ανάσταση της φύσης, έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Λάζαρου.

Την παραμονή της γιορτής ή, σε πολλά μέρη, ανήμερα την “πρώτη Λαμπρή”, τα παιδιά, κρατώντας το “Λάζαρο”, έκαναν τους αγερμούς τους. Γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα “λαζαρικά”, για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους. Στην Ήπειρο μάλιστα, στις κτηνοτροφικές περιοχές, χτύπαγαν ταυτόχρονα και μεγαλοκούδουνα.

“Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες.
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδούλας μου το λέω
και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να ʽρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό
και να τα ξεπεράσει.”


Τα “λαζαρικά” από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές.

Στη Στερεά Ελλάδα, τη Μακεδονία και τη Θράκη στο έθιμο έπαιρναν μέρος μόνο κορίτσια, οι “Λαζαρίνες” ή “Λαζαρίτσες”, έτσι εύρισκαν την ευκαιρία να γίνουν γνωστές και σαν υποψήφιες νύφες. Για “Λάζαρο” βαστούσαν έναν ξύλινο κόπανο για τα ρούχα, τυλιγμένο με παρδαλά κομμάτια από πανιά, ίδιο μωρό.

Σε άλλα μέρη πάλι έντυναν με χτυπητά πολύχρωμα υφάσματα μια ρόκα, μια κούκλα, έναν καλαμένιο σταυρό και τα στόλιζαν με κορδέλες και λουλούδια.

Στη Σκύρο έπαιρναν την τρυπητή κουτάλα, “τη σιδεροχουλιάρα”. Έβαζαν σε κάθε τρύπα και από ένα άσπροπούλι -άσπρη μαργαρίτα- ένα κόκκινο γαρίφαλο για στόμα και σχημάτιζαν το πρόσωπο. Έδεναν σταυρωτά πάνω στην κουτάλα ένα ξύλο, για να κάνουν τα χέρια, της φορούσαν και ένα πουκαμισάκι ή ένα μωρουδίστικο ρούχο και ο “Λάζαρος” ήταν έτοιμος.
Γύριζαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας και οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά, λεφτά ή ό,τι άλλο είχαν. Πάντα όλοι κάτι έβρισκαν να δώσουν. Κι όταν θέλαν για κάποιον να πούνε πως ήταν τσιγκούνης έλεγαν: “Ποτέ του αυγό δεν έδωσε, ούτε τʼ αγίου Λαζάρου!”
Σε μερικά μέρη τη θέση του “Λάζαρου” έπαιρνε ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια και με πολύχρωμες κορδέλες.

Στην Κρήτη έκαναν έναν ξύλινο σταυρό και τον στόλιζαν με ορμαθούς από λεμονανθούς και αγριόχορτα με κόκκινα λουλούδια, τις μαχαιρίτσες.

Στην Κύπρο συναντάμε το έθιμο της αναπαράστασης, στην αρχαιότερη μορφή του. Ο θεός πεθαίνει στην ακμή της νιότης του και αμέσως ανασταίνεται, όπως ο Άδωνης στους αρχαίους Έλληνες. Έντυναν ένα παιδί με κίτρινα λουλούδια, έτσι ώστε ούτε το πρόσωπο του δε φαινόταν. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, όταν άρχιζαν τα άλλα παιδιά να τραγουδούν, ξάπλωνε και υποκρινόταν το νεκρό, όταν όμως έλεγαν το “Λάζαρε δεύρο έξω” σηκωνόταν.

Το ίδιο έθιμο συναντάμε και στην Κω. Το παιδί που αναπαριστούσε το Λάζαρο, τυλιγμένο σε ένα σεντόνι, ήταν και αυτό στολισμένο με κίτρινα λουλούδια. Αμοιβή της παρέας για την αναπαράσταση τα αυγά για το δάσκαλο. Τα πιο μεγάλα παιδιά, οι “πρωτόσχολοι”, έπαιρναν την εικόνα του Λάζαρου, την έβαζαν πάνω σε μια ειδική κατασκευή που στόλιζαν με δεντρολίβανο -ήταν, λέει, η Βηθανία, η πατρίδα του- και γύριζαν στις στάνες. Οι βοσκοί τους φίλευαν αυγά, τυριά και μυζήθρες για τις λαμπρόπιτες.
Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους “λαζάρηδες”, τα “λαζαρούδια” ή και “λαζαράκια”. “Λάζαρο δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις” έλεγαν, μια και ο αναστημένος φίλος του Χριστού πίστευαν πως είχε παραγγείλει: “Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει…”

Στα “λαζαράκια” έδιναν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες. Όσα παιδιά είχε η οικογένεια τόσους “λαζάρηδες” έπλαθαν και στη θέση των ματιών έβαζαν δυο γαρίφαλα.

Στην Κω οι αρραβωνιασμένες θα έφτιαχναν ένα λαζαράκι σε μέγεθος μικρού παιδιού, γεμισμένο με χίλια δυο καλούδια και κεντημένο σχεδόν σαν τις κουλούρες του γάμου, για να το στείλουν στο γαμπρό. Τα “λαζαρούδια” πολλές νοικοκυρές τα γέμιζαν με αλεσμένα καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, σταφίδες, μέλι, πρόσθεταν πολλά μυρωδικά και τα παιδιά ξετρελλαίνονταν να τα τρώνε ζεστά.


Καλαθάκια και κάλαντα παρουσίασαν οι Λαζαρίνες στα Τρίκαλα
Τα έθιμα του Λαζάρου, τα ολοστόλιστα καλαθάκια, και τα ιδιαίτερα κάλαντα αυτής της μέρας, παρουσίασαν οι Λαζαρίνες από την πόλη και την περιοχή των Τρικάλων, σήμερα, στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου Τρικκαίων, όπου πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση «Λαζαρίνες 2011».

Την εκδήλωση διοργανώνουν κάθε χρόνο ο Πολιτιστικός Οργανισμός του δήμου Τρικκαίων και ο Σύλλογος Φίλων Λαογραφικού Μουσείου Τρικάλων, με σκοπό τη συνέχιση του εθίμου των λαζαρινών αγερμών.

Οι Λαζαρίνες "διαγωνίζονται", είτε ατομικά, είτε ομαδικά, έχοντας καλάθια, κατασκευασμένα με φυσικά υλικά και στολισμένα με φυσικά λουλούδια, και τραγουδώντας ένα από τα παραδοσιακά κάλαντα της εορτής. Σε όλα τα παιδιά προσφέρονται τα παραδοσιακά φιλέματα (καρύδια, αυγά, ξερά σύκα, καραμέλες), λαζαράκια (ψωμένια ανθρώπινα ομοιώματα) και ενθύμια συμμετοχής. Βραβεύονται τα τρία ωραιότερα καλάθια, τα τρία σπανιότερα παραδοσιακά τραγούδια και οι τρεις καλύτερες συνολικές παρουσίες (καλάθι και τραγούδι).

Στη Θεσσαλία, τα κάλαντα του Λαζάρου τα τραγουδούν μόνο κορίτσια, οι «Λαζαρίνες». Ντυμένες με ωραίες φορεσιές και κρατώντας καλάθια, στολισμένα με λογής-λογής ανοιξιάτικα λουλούδια, γυρίζουν όλα τα σπίτια. Το έθιμο, καθώς τελείται μέσα στην καρδιά της Άνοιξης, πέρα από τα θρησκευτικά μηνύματα που μεταδίδει, συμβολίζει και την αναγέννηση της φύσης. Οι Λαζαρίνες, επίσης, συμβολίζουν την αναγέννηση και συνέχιση της ίδιας της παραδοσιακής κοινωνίας, αφού είναι οι κοπέλες-μελλοντικές νύφες, που θα αναλάβουν μέσα από το γάμο και την απόκτηση παιδιών να ανανεώσουν και να συνεχίσουν την παραδοσιακή κοινωνία.


Έθιμο «Λαζαρίνες» Σάββατο του Λαζάρου στη Λευκοπηγή Κοζάνης
Οι Λαζαρίνες στις 12 το μεσημέρι συγκεντρώνονται στο κονάκι, το σπίτι που επιλέγουν για να γίνει το γλέντι τους, το βράδυ του Σαββάτου του Λαζάρου. Εκεί αφού φάνε για μεσημέρι όλες μαζί, ξεκινούν για τα σπίτια του χωριού.
Πρώτα στον παπά, μετά στον Πρόεδρο, στην εκκλησία της Παναγίας στα μνήματα και ύστερα σʼ όλα τα σπίτια της Λευκοπηγής, όπου τραγουδούν διάφορα λαζαριάτικα τραγούδια ανάλογα με την επιθυμία του κάθε νοικοκύρη, ενώ η νοικοκυρά βάζει από ένα άσπρο αυγό στο καλάθι των Λαζαρίνων .
Όταν τελειώσουν, γύρω στις 4:30 το απόγευμα, όλα τα μπλίκια των λαζαρίνων μαζεύονται στην πλατεία όπου στήνεται ο τρανός χορός (Λαζαριάτικος) με λαζαριάτικα τραγούδια.
Στην πλατεία υπάρχουν στρωμένα τραπέζια με λαζαριάτικες πίτες, κρασιά και εδέσματα που προσφέρονται για όλο τον κόσμο.
Παλιότερα, οι νέοι του χωριού και οι πεθερές διάλεγαν τις νύφες από τα κορίτσια , τις Λαζαρίνες, που χόρευαν στον τρανό χορό (νυφοδιαλέγματα).
Στη συνέχεια μετά τον τρανό χορό, οι Λαζαρίνες μοιράζουν τη λαζαρόπιτα στα δικά τους σπίτια και αφού ξεκουραστούν δίνουν ραντεβού για το βράδυ στο κονάκι για γλέντι με τραγούδια, παιχνίδια και χορό, μέχρι το πρωί.


ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ
Στην παλιά Κέρκυρα, ένας άνθρωπος συνήθιζε να φορά μια κόκκινη μπλούζα, που έδενε στη μέση του με ένα κορδόνι από πολύχρωμες κορδέλες. Στα χέρια του κράταγε ένα κοντάρι στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα πρόσωπο, σκαλισμένο σε ξύλο, που παρίστανε το Λάζαρο. Επάνω στο κοντάρι είχε κρεμασμένα διάφορα στολίδια (ψεύτικα μαργαριτάρια, μαντήλια, κορδέλες, κούκλες κλπ). Μαζί του και δυο οργανοπαίχτες που τον συνόδευαν να πει τα Κάλαντα του Λαζάρου. Πήγαιναν λοιπόν στα σπίτια και τα μαγαζιά και εισέπρατταν χρήματα.
Απαραιτήτως όλοι αγόραζαν κάτι από αυτά που είχε κρεμασμένα στο κοντάρι, αφού τα θεωρούσαν σαν φυλακτά, που κρέμαγαν στο προσκεφάλι τους.
Αργότερα το έθιμο συνεχίστηκε από ομάδες μουσικών και από παιδιά, που έπαιζαν ή τραγουδούσαν αυτά τα κάλαντα. Το έθιμο σιγά σιγά ατόνησε και είχε ξεχαστεί. Αναβιώνει τα τελευταία χρόνια από το Φορέα Κορφιάτικης Έκφρασης, στο Ιστορικό Κέντρο της πόλης μας, στις 11 το πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου.

Ακολουθεί μια από τις πολλές εκδοχές αυτών των καλάντων, όπως τα τραγουδούν ακόμη και σήμερα στο χωριό Επίσκεψη:

Με τον ορισμό λόγο να πούμε και το Λάζαρο να διηγηθούμε
Καλησπέρα σας καλή βραδία, ήρθε ο Λάζαρος με τα Βαϊα
Αν κοιμόσαστε να ασκωθείτε και αν κάθεστε ν' αφρικαστείτε.
Αγρικήσατε μεγάλο θαύμα, όπου έγινε δαιμόνων τραύμα.
Πήγεν ο Χριστός στη Βηθανία διότι εκεί ήταν πολύ απιστία.
Όσοι έμαθαν τον ερχομό του, όλοι τρέξανε στον ορισμό του.
Όλοι τρέξανε μικροί, μεγάλοι, όλοι Χριστιανοί Εβραίοι κι άλλοι
Καβαλίκεψε εις πώλου όνο, έτσι έμελλε τούτο το χρόνο
Και τα νήπια παιδιά Εβραίων, δια την πομπή των Ιουδαίων.
Άλλοι έκοβαν κλάδους και Βάϊα, συντηνέχοντες τα λόγια τα Άγια.
Άλλοι έλεγαν ευλογημένος ο ερχόμενος και κηρυγμένος.
Τότε ο Χριστός εμπρός κινάει και ο λαός τον ακλουθάει.
Τότε τρέξανε Μάρθα, Μαρία, γιατί ήτανε μεγάλη χρεία.
Πού είναι ο Λάζαρος, πού είν' ο αδερφός μου, πού είν' ο φίλος μου και ξάδερφός μου;
Λέγουν Λάζαρος είν' πεθαμένος, τετραήμερος στη γη θαμμένος.
Λέγει πάμετε να τον ιδούμε και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Πάτησε ο Χριστός στην πλάκα επάνω, «Δεύρο Λάζαρε, σήκω επάνω».
Κι ώ του θαύματος η γη εταράχθη και ο Λάζαρος ορθός εστάθη.
Πού ήσουν Λάζαρε, πού'σαι αδερφέ μου, πού ήσουν φίλε μου και γνώριμέ μου;
Δώστε μου να πιω λίγο νεράκι, τι είν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Είν' τ' αχείλι μου είν' μαραμένο και από τη γη φαρμακωμένο.
Δώστε μου να πιω να σας μιλήσω και το θάνατο να λησμονήσω.
Ήμουνα βαθιά στη γη θαμμένος και με τους νεκρούς ανταμωμένος.
Τι είν' ο θάνατος που περιμένει κάθε άνθρωπο στην Οικουμένη.
Τώρα ευχόμεθα καλήν υγεία, Καλή Ανάσταση και ευτυχία.

Χρόνους Πολλούς

Ανάσταση του Λαζάρου


Lazarou01

Εορτάζει 8 ημέρες πριν το Άγιο Πάσχα.

Αυτό το Σάββατο τιμάμε την υπό του Χριστού Ανάσταση του φίλου Του Λαζάρου.

Ο Λάζαρος ήταν φίλος του Χριστού και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία τον φιλοξένησαν πολλές φορές (Λουκ.ι΄, 38-40, Ιωαν.ιβ΄, 1-3) στη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα.

Λίγες μέρες πρό του πάθους του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν σχετικά τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί.

Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω.

Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λάζαρου που ήταν πεθαμένος τέσσερις μέρες και ζήτησε να δει το τάφο του.

Όταν έφθασε στο μνημείο, δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα.

Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: Λάζαρε, βγές έξω. Αμέσως βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του. (Ιωαν. ια΄,44)

Η αρχαία παράδοση λέγει ότι τότε ο Λάζαρος ήταν 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια. Τελείωσε το επίγειο βίο του στην Κύπρο το έτος 63 μ.Χ. και ο τάφος του στην πόλη των Κιτιέων έγραφε: «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού».

Το έτος 890μ.Χ. μετακομίσθηκε το ιερό λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος συνέθεσε τα ιδιόμελα στον εσπερινό του Λαζάρου: Κύριε, Λαζάρου θέλων τάφον ιδείν, κλπ

Χαρακτηριστικό της μετέπειτας ζωής του Λαζάρου λέγει η παράδοση, ήταν ότι δεν γέλασε ποτέ παρά μια φορά μόνο όταν είδε κάποιο να κλέβει μια γλάστρα και είπε την εξής φράση: Το ένα χώμα κλέβει το άλλο.

Η Ανάσταση του Λαζάρου επέτεινε το μίσος των Εβραίων που μόλις την έμαθαν ζήτησαν να σκοτώσουν τον Λάζαρο και το Χριστό.

Αυτή τη μέρα δεν γίνονται μνημόσυνα με κόλλυβα, σε ανάγκη μόνο απλό Τρισάγιο.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)

Ἦχος α’.

Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Θέλοντας Χριστέ και Θεέ μας να δείξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιο πράγμα η ανάσταση όλων των νεκρών, ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρον. Για τούτο και εμείς, μιμούμενοι τα παιδιά που σε υποδέχθηκαν κατά την είσοδό Σου στην Ιερουσαλήμ, κρατούμε στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης, τα βάϊα και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θανάτου: Βοήθησέ μας και σώσε μας, Συ που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του ουρανού, ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Ἡ πάντων χαρά, Χριστὸς ἡ ἀλήθεια, τὸ φῶς ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ ἀνάστασις, τοῖς ἐν γῇ πεφανέρωται, τῇ αὐτοῦ ἀγαθότητι, καὶ γέγονε τύπος τῆς Ἀναστάσεως, τοῖς πᾶσι παρέχων θείαν ἄφεσιν.

Μεγαλυνάριον

Ἤγειρας Σωτήρ μου ἐκ τῶν νεκρῶν, Λάζαρον σὸν φίλον, τετραήμερον ὡς Θεός· ὅθεν Ἰουδαίων, ἐξέστησαν οἱ δῆμοι, τῆς δόξης σου Σωτήρ μου, τὸ μεγαλούργημα.


Οπτικοακουστικό Υλικό




Ακούστε το απολυτίκιο!



Ανάσταση του Λαζάρου – Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής, Λαρίσης (http://www.panagialarisis.gr)



Η έγερση του δικαίου Λαζάρου. 16ος αι. Ι.Ναός Ευαγγελισμού, Βερατίου Αλβανίας


Ανάσταση του Λαζάρου


Ανάσταση του Λαζάρου


Άγιος Λάζαρος

Πηγή:saint.gr

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Οι Τρεις Ιεράρχες — Οι ασυμβίβαστοι

Οι Τρεις Ιεράρχες πρώτευσαν σε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής. Κατέκτησαν με τον προσωπικό τους αγώνα και την βοήθεια της θείας Χάριτος τις κορυφές της αγιότητος και καλούσαν τους πιστούς να ανεβαίνουν στις ωραίες πνευματικές αναβάσεις.

Άσκησαν στον ύψιστο βαθμό την φιλανθρωπία και ανακούφισαν τον πόνο χιλιάδων αναξιοπαθούντων.

Δίδασκαν καθημερινά τους πιστούς αναλύοντάς τους τις θεόπνευστες αλήθειες της Πίστεώς μας και διαφωτίζοντάς τους για τα μεγάλα θέματα, που απασχολούν την ψυχή κάθε ανθρώπου.

Καθόρισαν συστηματικά την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούν να λατρεύουν οι πιστοί θεάρεστα τον Κύριο.

Συνέγραψαν θαυμάσια συγγράμματα, τα οποία ξεπέρασαν τη φθορά του χρόνου και ισχύουν και για τις μέρες μας. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι με τα συγγράματά τους οι Τρεις Ιεράρχαι «απετελέσαν εποχήν λόγου νέαν, μεγάλην και ένδοξον διά το ανθρώπινον γένος» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 2ος, μέρος Β’ σελ. 1, 6).

Πολύ εύστοχα ελέχθη γι’ αυτούς ότι ήταν «εύγλωττοι κατά τον λόγον, ευγλωττότεροι κατά τον βίον, ευγλωττότατοι κατά τον θάνατον».

Βασικό στοιχείο της αγιότητος και των τριών είναι ότι ήταν ασυμβίβαστοι με το κακό, την αμαρτία και την αίρεση. Δεν γνώριζαν τη γλώσσα των συμβιβασμών και της διπλωματίας. Προτιμούσαν να χάσουν τη θέση τους και αυτή τη ζωή τους, παρά να συμβιβαστούν σε θέματα αρχών και πίστεως. Δε σκέφτηκαν ποτέ εάν αντίπαλοί τους ήσαν αυτοκράτορες ή σοφοί διάφοροι ή ισχυροί κατά κόσμον. Έμειναν ακλόνητοι στην ορθή πίστη και ζωή αψηφώντας τις συνέπειες.

Εμείς, έπαρχε Μόδεστε, είπε στον απεσταλμένο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη ο Μ. Βασίλειος, είμαστε ήρεμοι και πράοι άνθρωποι και υποχωρούμε όταν πρόκειται για προσωπικά μας θέματα. Όταν όμως πρόκειται για την πίστη μας στον Θεό, «ὅταν Θεός ᾖ τό κινδυνευόμενον» δεν υπολογίζουμε τίποτε, αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε βασανιστήριο. «Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς». Να τα πεις και να τ’ ακούσει αυτά κι ο βασιλιάς (PG 36, 561).

Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αφού νίκησε τους αρειανούς και πήρε πίσω τους Ναούς της Κωνσταντινούπολης, που τους είχαν καταπατήσει αυτοί, και ενώ είχε φίλο του τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα και μαζί του το μεγαλύτερο μέρος του πιστού λαού, όταν μερικοί ζηλόφθονες επισκόπου αμφισβήτησαν την εκλογή του, παρητήθη αμέσως. Δε θέλησε να έλθει σε συμβιβασμούς με μοχθηρούς ανθρώπους. Παρητήθη και από την προεδρία της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντί της θέσεως προτίμησε την ακεραιότητα και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρος του. Δεν γνώριζε τους διπλωματικούς ελιγμούς, αλλά γνώρισμά του ήταν όπως έγραφε, το «μή παρασυρῆναι», να μη παρασύρεται και να έχει «παρρησίαν» (PG 37, 32-33).
Και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και θέλησε να καθαρίσει την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς, οι οποίοι είχαν την προστασία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, δεν εδίστασε να ελέγξει και την αυτοκράτειρα για τη ζωή της. Δεν συμβιβάστηκε μαζί της. Γι’ αυτό και εξορίστηκε και πέθανε εξόριστος μέσα σε αφάνταστες κακουχίες, με πνεύμα όμως απτόητο και αδούλωτο. Χαρακτηριστικό του γενναίου και ασυμβίβαστου φρονήματός του βλέπουμε στην ομιλία, που εκφώνησε φεύγοντας για την εξορία:«Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον· ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν (δεν φοβόμαστε) μή καταποντισθῶμεν· ἐπί γἀρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τά κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τό πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει» (PG 52, 427).

Τέτοιους άγιους, γενναίους και ασυμβίβαστους με το κακό και την αίρεση εκκλησιαστικούς ηγέτες χρειαζόμαστε και σήμερα. Και ας παρακαλούμε την Ιδρυτή της Εκκλησίας μας να μας τους χαρίζει.

“Η Δράσις μας”, τεύχος 465, Ιανουάριος 2009

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ


Ἡ αἰτία γιά τήν εἰσαγωγή τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στήν Ἐκκλησία εἶναι τό ἑξῆς γεγονός: Κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ, ὁ ὁποῖος διαδέχτηκε στή βασιλική ἐξουσία τόν Βοτανειάτη, ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη φιλονικία ἀνάμεσα σέ λόγιους καί ἐνάρετους ἄνδρες. Ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο τόν Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα καί ὑπέροχη φυσιογνωμία, ἀφοῦ μέ τίς ὁμιλίες του ἐρεύνησε σέ βάθος τή φύση τῶν ὄντων, μέ τίς ἀρετές του ἁμιλλοῦνταν μέ τούς ἀγγέλους, δέν συγχωροῦσε πρόχειρα καί εὔκολα τούς ἁμαρτάνοντες καί ἀφοῦ κατά τό ἦθος ἦταν σοβαρός καί δέν εἶχε τίποτε τό γήνινο. Τόν θεῖο Χρυσόστομο τόν ὑποβίβαζαν, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι, σέ ἀντίθεση πρός τόν Μέγα Βασίλειο, συγχωροῦσε τούς ἁμαρτάνοντες εὔκολα, χωρίς τόν ἐπιβαλλόμενο ἔλεγχο.

Ἄλλοι τοποθετοῦσαν ψηλά τόν θεῖο Χρυσόστομο καί τόν θεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο μέ τήν αἰτιολογία, ὅτι ἦταν πιό συγκαταβατικός στίς διδασκαλίες του, ὅτι μέ τήν ὡραία καί σαφή διατύπωση τῶν νοημάτων καί σκέψεών του καθοδηγοῦσε ἀποτελεσματικά τούς ἀνθρώπους καί τούς προσέλκυε στή μετάνοια, ὅτι εἶχε συγγράψει πλῆθος μελίρρυτους λόγους καί ὅτι διακρινόταν γιά τή ρητορική του δεινότητα.

Καί, τέλος, ἄλλοι προκείμενοι στό Γρηγόριο τό Θεολόγο, θεωροῦσαν αὐτόν ἀνώτερο ἀπό τούς δύο ἄλλους, δηλαδή ἀπό τόν Βασίλειο καί τόν Χρυσόστομο. Καί τοῦτο, γιατί, ὅπως ἔλεγαν, μέ τήν κομψή καί ποικιλμένη φράση του, τούς βαθυστόχαστους λόγους του καί τό γοητευτικό καί πλούσιο λεξιλόγιό του ὑπερέβη ὅλους τούς ξακουστούς γιά τήν ἑλληνική παιδεία καί φιλοσοφική συγκρότηση καί ὅλους τούς διακρινόμενους γιά τήν ἐκκλησιαστική παιδεία καί θεολογική κατάρτιση.

Ἡ φιλονικία αὐτή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά διαιρεθοῦν τά πλήθη τῶν χριστιανῶν καί ἄλλοι ὀνομάζονταν Ἰωαννίτες, ἄλλοι Βασιλεῖτες καί ἄλλοι Γρηγορίτες.

Γύρω λοιπόν ἀπό τά ὀνόματα αὐτά συνεχιζόταν ἡ φιλονικία καί κάθε ὁμάδα ἔμενε σταθερή στή θέση της. Μετά ἀπό χρόνια ὅμως ἐμφανίστηκαν οἱ μέγιστοι αὐτοί Ἱεράρχες, πρῶτα καθένας χωριστά καί στή συνέχεια καί οἱ τρεῖς μαζί, στόν Ἰωάννη, τόν ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Εὐχαΐτων, κάποια ὥρα πού ἑρμήνευε ἱερά κείμενα. Ὁ Ἰωάννης εἶχε μεγάλη θεολογική κατάρτιση, ἀλλά καί γνώση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ὅπως φαίνεται ἀπό τά συγγράμματά του. Εἶχε φτάσει, ἐπίσης, στό ἄκρο τῆς ἠθικῆς τελειότητας. Ἐμφανίστηκαν, λέγω, στόν Ἰωάννη - καί ἐμφανίστηκαν στ' ἀλήθεια, ὄχι σέ ὄνειρο - καί τοῦ εἶπαν: "Ἐμεῖς, ὅπως βλέπεις, εἴμαστε ἕνα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δέν ὑπάρχει καμιά ἀντίθεση οὔτε ἀντιδικία ἀνάμεσά μας. Ὅμως, κάτω ἀπό τίς ἰδιαίτερες χρονικές συγκυρίες καί περιστάσεις πού βρέθηκε καθένας μας, κινούμενοι καί καθοδηγούμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γράψαμε σέ συγγράμματα, καί μέ τόν τρόπο του ὁ καθένας, διδασκαλίες πού βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους νά βροῦν τό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἐπίσης, τίς βαθύτερες θεῖες ἀλήθειες, στίς ὁποῖες μπορέσαμε νά διεισδύσουμε μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τίς συμπεριλάβαμε σέ συγγράμματα πού ἐκδώσαμε. Καί ἀνάμεσά μας δέν ὑπάρχει οὔτε πρῶτος οὔτε δεύτερος· ἀλλά, ἄν εἰπεῖς τόν ἕνα, συμπορεύονται δίπλα του καί οἱ δύο ἄλλοι. Σήκω λοιπόν καί δῶσε ἐντολή στούς φιλονικοῦντες νά σταματήσουν τίς ἔριδες καί νά παύσουν νά χωρίζονται γιά ἐμᾶς. Γιατί ἐμεῖς, καί στήν ἐπίγεια ζωή πού ἤμασταν καί στήν οὐράνια πού μεταβήκαμε, φροντίζαμε καί φροντίζουμε νά εἰρηνεύουμε καί νά ὁδηγοῦμε σέ ὁμόνοια τόν κόσμο. Καί ὅρισε μία ἡμέρα νά ἑορτάζεται ἀπό κοινοῦ ἡ μνήμη μας· καί, καθώς εἶναι χρέος σου, νά ἐνεργήσεις νά εἰσαχθεῖ ἡ ἑορτή στήν Ἐκκλησία καί νά συνταχθεῖ ἡ ἱερή ἀκολουθία. Ἀκόμη ἕνα χρέος σου· νά παραδώσεις στίς μελλοντικές γενιές ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα γιά τό Θεό. Βεβαίως καί ἐμεῖς θά συμπράξουμε γιά τή σωτηρία ἐκείνων πού θά ἑορτάζουν τή μνήμη μας, γιατί νομίζουμε πώς ἔχουμε καί ἐμεῖς κάποια παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ". Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶπαν τά λόγια αὐτά, φάνηκαν ὅτι πέταξαν πρός τόν οὐρανό, καταλαμπόμενοι ἀπό ἕνα φῶς ὑπερκόσμιο καί καλώντας ὀνομαστικά ὁ ἕνας τόν ἄλλο.

Ὕστερα ἀπό τό θαυμαστό αὐτό γεγονός, ὁ θεῖος ἐκεῖνος ἄνδρας, ὁ ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων Ἰωάννης, σηκώθηκε καί ἔκαμε ὅ,τι τοῦ εἰσηγήθηκαν οἱ Ἅγιοι. Ἐπέβαλε δηλαδή τήν ἠρεμία καί τή γαλήνη καί στό πλῆθος καί στούς φιλονικοῦντες λογίους καί ἐνάρετους ἄνδρες (καί αὐτό ἔγινε εὔκολα, γιατί ἦταν ξακουστός γιά τήν ἀρετή του καί τόν σέβονταν) καί εἰσήγαγε στήν Ἐκκλησία τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὥστε νά ἑορτάζονται ἀπό κοινοῦ καί νά δοξάζεται ὁ Θεός.

Καί τώρα πρόσεξε τή σύνεση τοῦ ἀνδρός: Ἐπειδή βρῆκε ὅτι μέσα στόν Ἰανουάριο μήνα ὑπῆρχαν ἑορτές καί γιά τούς τρεῖς αὐτούς Ἁγίους, στή 1 Ἰανουαρίου γιά τό Μέγα Βασίλειο, στίς 25 γιά τόν θεῖο Γρηγόριο καί στίς 27 γιά τόν θεῖο Χρυσόστομο, τούς ἕνωσε καί σέ μιά κοινή ἑορτή, στίς 30 Ἰανουαρίου, τήν ὁποία καί στόλισε μέ κανόνες καί τροπάρια καί λόγους ἐγκωμιαστικούς, ὅπως τούς ταίριαζε. Καί, καθώς νομίζω, τά ἄσματα τῆς ἀκολουθίας αὐτῆς τά συνέθεσε ὁ Ἰωάννης κατά νεύση καί φωτισμό τῶν τριῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν, καί ἔτσι ὄχι μόνον δέν ὑπολείπονται σέ τίποτε ἀπό παρόμοια πού ἔχουν σκοπό τόν ἔπαινο Ἁγίων, ἀλλά εἶναι ἀνώτερα ἀπό ὅλα αὐτά· καί θά εἶναι καί ἀνώτερα ἀπό ὅσα μελλοντικά θά συνταχθοῦν.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὡς πρός τή σωματική διάπλαση καί τή μορφή τοῦ προσώπου εἶχαν τά ἑξῆς χαρακτηριστικά γνωρίσματα:

Καί ἀρχίζουμε ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο: Ὁ θεῖος αὐτός ἱεράρχης ἦταν πολύ μικρόσωμος, εἶχε ὅμως μεγάλο κεφάλι αἰωρούμενο στούς ὤμους του· ἦταν ὑπερβολικά λεπτόσαρκος· εἶχε μακριά μύτη καί πλατιά ρουθούνια· ἦταν πολύ ὠχρός καί λευκός μαζί· εἶχε βαθουλωτές τίς κόγχες τῶν ματιῶν καί μεγάλους τούς βολβούς, καί ἐξαιτίας αὐτοῦ συνέβαινε νά παρουσιάζει μέ τά μάτια του πιό χαρούμενη ὄψη, ἄν καί μέ τά ὑπόλοιπα χαρακτηριστικά του φανέρωνε ἄτομο βασανισμένο· τό μέτωπό του ἦταν μεγάλο, χωρίς τρίχες καί χαραγμένο μέ πολλές ρυτίδες· εἶχε μεγάλα αὐτιά, γένια μικρά, πολύ ἀραιά καί λευκά καί, τέλος, τά σαγόνια βαθουλωμένα στό ἔπακρο ἐξαιτίας τῆς νηστείας.

Τόσο ἀκόμη γι' αὐτόν εἶναι ἀνάγκη νά ποῦμε: Μέ τούς λόγους του καί τή ρητορική του δεινότητα καί ἰδιαίτερα μέ τό πλάτος καί τό βάθος τῶν νοημάτων καί μέ τή σαφήνεια καί κομψότητα τῆς ἐκφράσεως ὑπερέβαλε ὅλους τούς σοφούς καί ρήτορες τῶν Ἑλλήνων. Διασαφήνισε καί ἑρμήνευσε τόσο τέλεια τήν Ἁγία Γραφή ὅσο κανένας ἄλλος· καί, ἔτσι, συνέβαλε τόσο πολύ στό εὐαγγελικό κήρυγμα, ὥστε, ἄν δέν ἐμφανιζόταν αὐτός ὁ Ἅγιος - ἄν καί εἶναι τολμηρό νά πεῖ κανείς κάτι τέτοιο, - ἔπρεπε νά κατέβει στή γῆ γιά δεύτερη φορά ὁ Χριστός καί νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιό Του στούς ἀνθρώπους. Καί, τέλος, ὡς πρός τήν ἀρετή, καί στήν πράξη καί στή θεωρία, ἔφτασε σέ τόσον ὕψος, ὥστε ὑπερέβαλε τούς πάντες πέρα ὥς πέρα, καί χρημάτισε πηγή ἐλεημοσύνης καί ἀγάπης, ὄντας ἀξιοζήλευτο ὑπόδειγμα στή φιλαδελφία καί διδασκαλία.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔζησε ἑξήντα τρία ἔτη (354-407 μ.Χ.) καί ἐποίμανε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπί ἕξι ἔτη ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Συνεχίζουμε μέ τόν Μέγα Βασίλειο: Ὁ μεγάλος αὐτός Ἅγιος εἶχε ὑψηλό ἀνάστημα καί εὐθυτενή κορμοστασιά· ἦταν ξερακιανός καί λιπόσαρκος· ἡ μύτη του ἦταν ἐπιμήκης καί τά φρύδια του καμπύλα· τό δέρμα τοῦ μετώπου του, πάνω ἀπό τά φρύδια, ἦταν ζαρωμένο· ἔμοιαζε μέ ἄνθρωπο παραδομένο στίς μέριμνες καί στίς στοχαστικές σκέψεις· τό μέτωπό του εἶχε λίγες ρυτίδες· τά μάγουλά του ἦταν ἐπιμήκη καί οἱ κρόταφοί του βαθουλοί· τά μαλλιά τοῦ κεφαλιοῦ του ἦταν λιγοστά καί κοντά· εἶχε ἀρκετά ἐπιμήκη γενειάδα καί, τέλος, τά μαλλιά καί τά γένια του ἦταν γκριζωπά.

Ὁ ἅγιος αὐτός Πατήρ στούς λόγους του ὑπῆρξε ἀνώτερος ὄχι μόνο ἀπό τούς σύγχρονούς του σοφούς καί πεπαιδευμένους, ἀλλά καί ἀπό αὐτούς ἀκόμη τούς παλαιούς. Σπούδασε ὅλες τίς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του καί ἔκαμε κτῆμα του ὁλόκληρο τό πλάτος καί βάθος τοῦ περιεχομένου καθεμιᾶς ξεχωριστά. Καί ὄχι λιγότερο ἄσκησε τήν διά πράξεως φιλοσοφία καί μέσω αὐτῆς προχώρησε στή θεωρία τῶν ὄντων. Μόλις συμπλήρωσε τά σαράντα πέντε του χρόνια ἀνῆλθε στό θρόνο τῆς ἀρχιερωσύνης καί ἐποίμανε τήν Ἐκκλησία ἐπί πέντε ἔτη.

Καί τελειώνουμε μέ τόν Γρηγόριο: Ὁ θεῖος αὐτός Πατήρ, ὡς πρός τό σῶμα γενικά, εἶχε μέτριο ἀνάστημα· εἶχε λιγάκι ὠχρό, ἀλλά χαρούμενο πρόσωπο· ἡ μύτη του ἦταν πλατιά μέ προεξέχοντα τά ρουθούνια· τά φρύδια του ἦταν ἴσια· τό βλέμμα του ἦταν ἥμερο καί γλυκύ· τό ἕνα του μάτι, τό δεξιό, φαινόταν κάπως σκυθρωπό ἐξαιτίας τῆς οὐλῆς πού τοῦ εἶχε ἀφήσει κάποιος τραυματισμός στή γωνία τῶν βλεφάρων· τά γένια του δέν ἦταν μακριά, ἦταν ὅμως πολύ πυκνά· ἦταν ἀρκετά φαλακρός καί οἱ τρίχες του ἦταν λευκές καί, τέλος, τά ἄκρα τῆς γενειάδας του φαίνονταν σάν περικαπνισμένα.

Ἀλλά ἀξίζει νά ποῦμε καί τό ἑξῆς γι' αὐτόν: Ἄν ἔπρεπε νά ἀπαρτιστεῖ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους μιά ὁλοκληρωμένη εἰκόνα καί στήλη φωτεινή, συναποτελούμενη ἀπό ὅλες τίς ἐπιμέρους ἀρετές, αὐτό ἀκριβῶς ἦταν ὁ μέγας Γρηγόριος. Καί πραγματικά, μέ τή λαμπρότητα του βίου του ἀναδείχτηκε ὑπέρτερος ἀπό ὅλους ἐκείνους πού εὐδοκίμησαν στήν ἀρετή. Ἐπίσης ἔφτασε σέ τόσον ὕψος θεολογικοῦ στοχασμοῦ, ὥστε ὅλοι νά εἶναι ὑποδεέστεροι ἀπό αὐτόν στή σοφία, καί σ' ἐκείνην πού διαπιστώνεται στούς καλλιεπεῖς καί βαθυστόχαστους λόγους του καί σ' ἐκείνην πού διαπιστώνεται στόν τρόπο καί στήν εὐστοχία μέ τήν ὁποία ὁ Ἅγιος διατυπώνει τά δόγματα, καί εἰδικότερα τό περί Θεοῦ δόγμα, γεγονός πού συνετέλεσε νά τοῦ δοθεῖ ἡ ἐπίζηλη προσωνυμία Θεολόγος.

Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐποίμανε τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὡς πατριάρχης, ἐπί δώδεκα χρόνια. Ἔζησε περισσότερα ἀπό ὀγδόντα χρόνια.



Δάσκαλοι καί σπουδές

Οἱ Σχολές, τά χρόνια πού ὁ Γρηγόριος ἔφτασε στήν Ἀθήνα, βρίσκονταν οἱ περισσότερες κάτω ἀπό τόν Ἄρειο Πάγο, κοντά στό ναό τοῦ Ἡφαίστου (Θησεῖο), ἀπέναντι ἀπό τό στοά τοῦ Ἀττάλου. Ἐκεῖ, μέσα κι ἔξω ἀπό τίς Σχολές, μαζεύονταν καθημερινά οἱ φοιτητές σέ ὁμάδες. Ἡ κάθε μία γιά τό δικό της δάσκαλο ἤ τούς δασκάλους. Ὁ Γρηγόριος παρακολούθησε τά μαθήματα τοῦ πιό φημισμένου τότε ρήτορα, τοῦ Προαιρεσίου. Τύχαινε μάλιστα ὁ Προαιρέσιος νά ἦταν καί χριστιανός. Ὅλοι τόν θεωροῦσαν ὡς τόν καλύτερο σοφιστή τῆς ἐποχῆς. Ὅταν μάλιστα δίδαξε γιά λίγο στή Ρώμη, ἐντυπωσίασε τόσο πολύ, πού τοῦ ἔφτιαξαν ἄγαλμα. Ἐντυπωσίαζε ἰδιαίτερα, γιατί εἶχε ταλέντο αὐτοσχεδιασμοῦ. Μεγάλο τότε σοφιστή θεωροῦσαν ἐκεῖνον, πού ἄκουγε ἀπό ἕναν ἀκροατή τό θέμα καί ἄρχιζε ἀμέσως νά τό ἀναπτύσσει. Καί ὁ Προαιρέσιος σ' αὐτό ἦταν δεξιοτέχνης, κυριολεκτικά ἰδιοφυΐα.

Ὁ Γρηγόριος ἄκουσε καί ἄλλους δασκάλους. Τόν Ἱμέριο καί πιθανότατα καί τόν Πρίσκο, πού ἦταν καί οἱ δύο ἐθνικοί, ἄξιοι καί φημισμένοι ἐπίσης.

Ἐκτός ἀπό τά μαθήματα φιλολογίας καί φιλοσοφίας, ἄνοιξε τό ἀχόρταγο πνεῦμα του καί σέ ἄλλους κλάδους, ὅπως ἡ ἀστρονομία, ἡ γεωμετρία καί ἡ ἀριθμητική. Βέβαια σ' αὐτούς δέν ἀφιέρωσε πολύ χρόνο. Τόν πολύ του χρόνο κρατοῦσε γιά τή φιλοσοφία. Πάντως ἀπέκτησε καλή κατάρτιση καί στούς κλάδους αὐτούς. Καταλάβαινε τότε τή φιλοσοφία ὡς πεμπτουσία γνώσεως, ἐπιστέγασμα ὅλων τῶν ἐπιστημῶν.

Ἡ ζωή τοῦ Γρηγορίου στήν Ἀθήνα ἤτανε γεμάτη. Ἐκμεταλλευότανε δασκάλους καί ρήτορες. Ὅ,τι σπουδαῖο εἶχαν αὐτοί νά δώσουν τό ἔπαιρνε. Τό πνεῦμα του ρουφοῦσε τή σκέψη τους. Καθώς ὅμως ἄκουγε ἤ διάβαζε τή σκέψη τους, ἔβαζε σέ λειτουργία τό ἰσχυρό διυλιστήριο. Ἦταν ὁ ἴδιος τό ἰσχυρότερο πνευματικό διυλιστήριο τῆς ἐποχῆς. Καί κάθε τι πού ἄκουγε τό διύλιζε προσεκτικά καί γρήγορα. Ἦταν πνεῦμα κριτικό. Δέν ἀποταμίευε ἁπλῶς γνώσεις. Σπούδαζε κι ἐρευνοῦσε κι ἔκρινε καί ἀξιολογοῦσε τό πᾶν. Γι' αὐτό ἡ φιλοσοφική σκέψη, ὄχι μόνο δέν ἀδυνάτιζε τήν πίστη του, ἀλλά ἔμμεσα τήν στερέωνε καί τήν ἐπιβεβαίωνε.



Ἡ πρώτη χριστιανική φοιτητική ὁμάδα

Συμφοιτητές καί φίλοι τῶν χρόνων ἐκείνων τόν θαύμαζαν καί προσπαθοῦσαν νά τόν μιμηθοῦν. Ὁ Ἡσύχιος, ὁ Τερέντιος, ὁ Σωφρόνιος, ὁ Εὐσέβιος, ὁ Κέλσος καί ὁ Εὐστόχιος τόν πρόσεχαν σέ ὅλα.

Μέ τούς νέους αὐτούς φοιτητές πού ἀργότερα θά γίνουν ἀνώτεροι κρατικοί ὑπάλληλοι καί ἐπίσκοποι, εἶχε μεγάλο σύνδεσμο. Οἱ περισσότεροι ἀνῆκαν καί στήν ὁμάδα τῶν χριστιανῶν φοιτητῶν τῆς Ἀθήνας. Σιγά-σιγά καί χωρίς τυμπανοκρουσίες, οἱ χριστιανοί φοιτητές, οἱ πιό συνειδητοποιημένοι, συνάχθηκαν γύρω ἀπό τό Γρηγόριο καί τό Βασίλειο. Τούς εἶχαν ὅλοι καί τούς δύο πρότυπο καί στήριγμα. Οἱ δύο τους πρώτευαν σέ ὅλα: στή γνώση καί στή χριστιανική ἀρετή. Ἀρχηγός βέβαια ἦταν ὁ Βασίλειος. Τέτοιες θέσεις δέν ταιριάζανε στό χαρακτήρα τοῦ Γρηγορίου. Ὅ,τι σχετιζότανε μέ πρωτοβουλίες τ' ἄφηνε πάντα στό Βασίλειο, ἐκεῖνος εἶχε χαρακτήρα θεληματικό, γεννήθηκε γιά ἀρχηγός. Καί ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε ἀπό τότε σύνεση, ὥστε οἱ πρωτοβουλίες του νά εἶναι γιά τό καλό τοῦ κόσμου ὅλου.

Ἡ ὁμάδα τῶν χριστιανῶν φοιτητῶν τῆς Ἀθήνας ἔγινε γνωστή ὄχι μόνο στήν Ἀθήνα καί τήν Ἑλλάδα, μά σ' ὅλη τήν ἔκταση τῆς ἀπέραντης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ φήμη τους ἔτρεξε παντοῦ. Τά στόματα τῶν φοιτητῶν, πού προέρχονταν ἀπ' ὅλα τά πλάτη καί τά μήκη τοῦ τότε πολιτισμένου κόσμου, πληροφοροῦσαν, πηγαινοερχόμενοι στίς πατρίδες τους, τήν ὕπαρξη καί τή δράση τῆς ὁμάδας.

Ἀλλά βέβαια ἡ ὁμάδα τούτη ἔγινε ὀνομαστή ἕνεκα τοῦ Βασιλείου καί τοῦ Γρηγορίου. Αὐτοί τῆς ἔδωσαν πνευματική δύναμη κι αἴγλη. Ἕνεκα τῆς μεγαλωσύνης τῶν δύο, στράφηκαν ὅλοι νά τήν ἰδοῦν· ἄλλοι νά τήν θαυμάσουν - οἱ χριστιανοί - καί ἄλλοι νά τήν φθονήσουν - οἱ ἐθνικοί.

Τόση ἐντύπωση σέ δασκάλους καί μαθητές ἔκαναν ὁ Γρηγόριος καί ὁ Βασίλειος, ὥστε οἱ δυό τους ἀπέκτησαν ὅση φήμη στόν κόσμο ὅλο εἶχαν οἱ περίφημοι δάσκαλοι τῶν Ἀθηνῶν.

Ἀριστοκράτες στό ἦθος, στήν καταγωγή καί στήν σκέψη καί γαλουχημένοι μέ τά νάματα τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως καί παιδείας συνεδύασαν τήν ἑλληνική παράδοση μέ τήν χριστιανική διδαχή καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη μεταβλήθηκαν σέ ἐθνικά σύμβολα, συνεχιστές τῆς φιλολογικῆς, φιλοσοφικῆς καί λογοτεχνικῆς κληρονομίας τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος.

Ἀπό αὐτή τήν σκοπιά ἐξεταζομένη ἡ προσφορά τους παραμένει ἀνεπανάληπτη καί πολύτιμη. Διότι ἐπιχειροῦν μία ὑπέρβαση πρός τήν κλασσική ἐποχή καί ζητοῦν νά ἀποκαταστήσουν τήν καθαρότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου, ὁ ὁποῖος ὡς ἐκφραστικό μέσο εἶχεν ὑποστῇ μιά φθορά, φυσική καί μοιραία, λόγῳ τῆς ἐξαπλώσεως τῆς γλώσσης σέ οἰκουμενική κλίμακα καί λόγῳ τῆς διαφορετικῆς πολιτιστικῆς καταγωγῆς τῶν ἀνθρώπων, πού ἔκαμαν γλῶσσα τους τήν ἑλληνική.

Αὐτή ἡ παραφθορά τῆς γλώσσης εἶναι ἐμφανής στά ἑλληνιστικά κείμενα, στήν ἑλληνιστική φιλοσοφία, ἀκόμη δέ καί σέ ὡρισμένα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί στήν μετάφραση τῆς Π.Δ. ἀπό τούς Ο´ ἑρμηνευτές τῆς Ἀλεξανδρείας.

Στήν συνέχεια ἡ φιλοσοφική σκέψη καί ὁρολογία ἀπετέλεσε τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο οἱ Τρεῖς αὐτοί σοφοί διετύπωσαν τίς θεολογικές τους διδασκαλίες.

Οἱ μελετητές τῶν ἔργων τοῦ Μ. Βασιλείου διαπιστώνουν τό φιλοσοφικό ὑπόστρωμα καί τόν φιλοσοφικό τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. Στά ἔργα τοῦ διανοητοῦ Βασιλείου παρελαύνουν οἱ στοχαστές τῆς ἀρχαιότητος, Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Στωικοί, Πλούταρχος, Πλωτῖνος κ.λπ. Βλέπει κανείς, πῶς ὁ νουνεχής αὐτός πατήρ ἐντάσσει τήν φιλοσοφία μέσα στήν χριστιανική σκέψη κατά τρόπο ἐπαγωγικό καί δημιουργικό, καί μέ τήν φιλοσοφία πλουτίζει καί ἐμβαθύνει τά μεταφυσικά τῆς θεολογίας προβλήματα. Ἡ λογική ἐπιχειρηματολογία, ἡ φιλοσοφική διερεύνηση, παράλληλα μέ τήν παράδοση τῆς θεολογίας, ἀποτελοῦν τά μέσα τῆς δημιουργικῆς πρωτοτυπίας του. Οἱ φιλοσοφικοί ὅροι τόν βοηθοῦν νά ἐκφράση τίς θεολογικές του σκέψεις (Τατάκη, σ. 83)!

Βεβαίως διά τόν Βασίλειο, ὡς καί τούς δύο ἄλλους πατέρες, ἡ χριστιανική ἀλήθεια, ἡ δυσθήρατη αὐτή ἀλήθεια, παραμένει ὁ τελικός σκοπός. Ὁ σκοπός ὅμως αὐτός κατανοεῖται καλλίτερα μέ τήν θεωρία καί τήν κάθαρση τοῦ νοῦ καί τῆς διανοίας καί ἐγγίζει τήν ἄκραν ἀλήθεια, τό ἀκρότατον ἀγαθό, τό μέγα κάλλος, τό ἄρρητο κάλλος τοῦ ἀρχετύπου, τόν Θεό, κατά τήν ὁρολογία τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων. Ἔτσι κατορθώνει νά ἐξετάζη, διερευνᾶ, κατανοῆ καί διατυπώνη τήν Θεολογική διδασκαλία μέ ὅρους, μεθόδους, λογικούς ἀναβαθμούς παρμένους ἀπό τούς Ἕλληνες φιλοσόφους καί συνδέει αἰώνιο μέ ἀνθρώπινο, θεία πραγματικότητα μέ ἀνθρώπινη γνώση. Καί γίνεται ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη σοφία, κλίμακα ἀνοδική πρός κατανόηση τοῦ ἀρχέτυπου κάλλους, τοῦ Θεοῦ, ὅσο τοῦτο εἶναι ἐφικτό στήν ἀνθρώπινη φύση. Καί ἐνῶ μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐκφράζονται τά βάθη τῆς Θεολογίας, συγχρόνως ἡ ἑλληνική φιλοσοφία καί παιδεία διασώζεται, ἀξιοποιεῖται καί διαιωνίζεται.

Καί οἱ τρεῖς πατέρες μάχονται γιά νά ἀφυπνίσουν τή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά στραφεῖ πρός τόν ἑαυτόν του, νά δυναμώσει τό θεϊκό σπινθήρα πού βρίσκεται μέσα του. Παρακινοῦν σέ μιά συνεχή προσπάθεια, γιά νά εἶναι ὁ βίος "κεκαθαρμένος", ἤ, ἀκριβέστερα, "καθαιρόμενος". Αὐτή ἡ ἐσωτερική προσπάθεια εἶναι ἕνα συνεχές γίγνεσθαι, ἕνα δυναμικό τέντωμα τῶν ψυχικῶν προσπαθειῶν, "ὑπέρ δύναμιν ἀεί τήν ψυχήν ἐπεκτείνεσθαι πρός τό τοῦ Θεοῦ θέλημα, κατά σκοπόν καί ἐπιθυμίαν τῆς αὐτοῦ δόξης". Ὁ Γρηγόριος ἀναφερόμενος στήν ἐσωτερική ἐκείνη πειθαρχία καί ἐπαγρύπνηση, πού διασφαλίζει τήν ἐσωτερική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, συνιστᾶ: "Ἐάν μικρόν τι τοῦ λόγου παρεκτραπῆς, πρός ἑαυτόν ἐπανάγου, πρίν παντελῶς ἔξω πεσεῖν καί κατενεχθῆναι πρός θάνατον καί γενοῦ καινός ἀντί παλαιοῦ καί ψυχῆς ἑόρταζε τά Ἐγκαίνια".

Καί οἱ τρεῖς ἅγιοί μας, πρίν γίνουν ἐξωτερικά οἱ μάρτυρες τῆς ἀληθείας, ἀγωνίσθηκαν ἐσωτερικά. Πέρασαν μιά σοβαρή περίοδο ἀσκητικῆς ἑτοιμασίας γιά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τή δύναμη τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν. Ἔτσι ἀργότερα μπόρεσαν νά ζήσουν καί νά δράσουν μέ ἐσωτερική ἐλευθερία. Ἐλεύθεροι ἀπό τήν ἀγάπη γιά χρήματα, γιά δόξα, γιά ἄνεση· ἐλεύθεροι ἀπό τήν ἀγάπη γιά δύναμη, ὁπλισμένοι μέ τή δύναμη τῆς ἀγάπης.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἤθελον, ἵνα ἡ αἰσθητική πρόοδος ἔχῃ ἀνοδικήν πορείαν. Ἀλλ' ὅταν αἱ διάφοροι μορφαί τοῦ Ὡραίου ἤ ἐκδηλώσεις τῆς Τέχνης ἐγέννων "τά ἀνελευθερίας καί ταπεινότητος ἔκγονα πάθη" ἤ ὅταν ὡδήγουν εἰς μίαν ἀφόρητον σπατάλην εἰς βάρος τῶν πεινώντων καί τῆς φιλαλληλίας, τότε εἰς τό ἱερόν πρόσωπόν των ὁ αἰσθητικός ὑπεχώρει ἐνώπιον τοῦ προφήτου, τοῦ κηρύττοντος τόν λόγον τοῦ Θεοῦ ἄνευ συμβιβασμῶν καί ὑποχωρήσεων. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἠγωνίζοντο σθεναρῶς διά τήν ἔναντι τοῦ ἡδονιστικοῦ ἤ ὠφελιμιστικοῦ στοιχείου διατήρησιν τῆς αὐτοτελείας, αὐτονομίας καί ἀνεξαρτησίας τῶν αἰσθητικῶν ἀξιῶν, αἵτινες εἶναι ἀνταύγειαι καί διαθλάσεις τοῦ πανυπερτελείου κάλλους τοῦ Θεοῦ.

Καί ἡ αἰσθητική πρόοδος κατ' αὐτούς δέον νά παρουσιάζη ἀναγωγικήν φοράν καί νά κινῆται διαλεκτικῶς μεταξύ τοῦ αἰσθητοῦ καί ὑπεραισθητοῦ κάλλους.

Ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι συνεκινοῦντο ἐκ τῆς βιώσεως τῆς ἀληθοῦς Τέχνης, πιστοποιεῖται ἐκ πολλῶν περικοπῶν τῶν ἔργων των. Οὗτοι ἐξυμνοῦν "τήν ἀμείνονα καί εἰς ἄμεινον φέρουσαν μουσικήν" καί θαυμάζουν τόσον τήν πιστῶς ἀπεικονίζουσαν τά ἀρχέτυπα ρεαλιστικήν ζωγραφικήν, ὅσον καί τήν ἰμπρεσσιονιστικήν ἤ ἀναγωγικήν, ἥτις, κατά τόν Βασίλειον, παρουσιάζει "οὐ τάς ἀληθείας τῶν πραγμάτων μόνον, ἀλλά καί τά τούτων ἰνδάλματα", μεταμορφοῦσα οὕτω καί ἐξιδανικεύουσα τήν πραγματικότητα. Κατά τόν Ναζιανζηνόν "ζωγράφος ἐστίν ἄριστος, ὅς ἐν πινάκεσσι χαράσσει μορφάς ἀτρεκέας, ἔμπνοα δερκομένας". Κατά τόν Χρυσόστομον εἶναι "θαυμαστόν" τό ὑπό τῶν ἀνδριαντοποιῶν παρουσιαζόμενον "κάλλος πλάσεως". Ὁ Γρηγόριος ἐξαίρει τήν ὡραιότητα πολλῶν ναῶν καί ἰδίως τοῦ ὑπό τοῦ πατρός του ἀνεγερθέντος, ὅστις διακρινόμενος "μεγέθει μέν ὑπέρ τούς πολλούς, κάλλει δέ σχεδόν ὑπέρ ἅπαντας", διά τῆς ὡραιότητός του ὑπεδέχετο μακρόθεν τούς προσερχομένους εἰς αὐτόν.

Οι Τρείς Ιεράρχες και φωτοδότες της θεολογίας και της παιδείας



Η σημερινή ημέρα είναι αφιερωμένη σε τρεις μεγάλους Πατέρες και Ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Πρόκειται για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, του Μεγάλου Βασιλείου, του ιερού Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Η Εκκλησία τους ονομάζει «φωστήρες της τρισηλίου θεότητος». Και η ελληνική Παιδεία τιμά τους εμπνευστές και προστάτες της σύνθεσης της ελληνικής σοφίας με τη θεία Αποκάλυψη του ευαγγελικού λόγου. Μια σύνθεση που άρχισε ήδη από τους μαθητές και αποστόλους του Κυρίου, με μια θαυμάσια ελληνιστική παιδεία, και έφτασε στην αποκορύφωση με τους μεγάλους πατέρες και διδασκάλους του τετάρτου αιώνα μ.Χ. Ο οικουμενικός Ελληνισμός συναντάται με την οικουμενικότητα του Χριστιανισμού.

Τίθεται όμως το ερώτημα, γιατί η Εκκλησία επέλεξε αυτούς τους συγκεκριμένους τρεις Ιεράρχες από μια χορεία μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων της πίστεως μας; Θεωρούνται αυτοί ως οι σημαντικότεροι και οι μοναδικοί, ή παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που χρειάζεται σήμερα να επισημάνουμε και να τα προβάλουμε προς πνευματική ωφέλεια και οικοδομή όλων μας;

Γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία πως υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός κορυφαίων πατέρων και σοφών διδασκάλων που δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των Τριών Ιεραρχών της σημερινής εορτής.

Και όμως η Εκκλησία και η Παιδεία επέλεξε μόνο αυτούς τους τρεις γνωστούς μας Ιεράρχες.

Φαίνεται, πως κριτήριο της επιλογής τους δεν ήταν ούτε η μοναδική θεολογική προσφορά τους ούτε η ανεπανάληπτη ποιμαντική διακονία τους. Ακόμη κριτήριο δεν ήταν ούτε η ποιότητα της αγιότητας τους ούτε η μοναδικότητα του μαρτυρικού τέλους τους. Το κριτήριο βρίσκεται, σε μια μοναδική ιδιαιτερότητα του καθενός από τους τρεις, που μόνο στη σύνθεση και στην ενότητα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους σηματοδοτείται το νόημα της σημερινής εορτής, ως ημέρας των Γραμμάτων και της ελληνικής Παιδείας.

1. Ανάγκη ασκητικού ήθους ζωής

Ο Μέγας Βασίλειος είναι γνωστό ότι ανέπτυξε ένα τεράστιο κοινωνικό έργο. Το σημερινό κοινωνικό σύστημα με τα διάφορα ιδρύματα περίθαλψης έχει τις ρίζες του στη Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου, μια καταπληκτική κοινωνική οργάνωση ιδρυμάτων για τους πάσχοντες, τους φτωχούς και τους αδύναμους της ζωής. Παράλληλα, όμως, ο Μέγας Βασίλειος θεωρείται και μέγιστος στη θεσμοθέτηση κανόνων οργάνωσης της μοναχικής πολιτείας. Μέχρι την εποχή του υπήρχε ένας ιδιότυπος αναχωρητικός μοναχισμός. Σε πολλές δε περιπτώσεις ο μοναχισμός αυτός λειτουργούσε αυθαίρετα, χωρίς κανόνες, χωρίς έλεγχο και ασφαλώς χωρίς υπακοή και υποταγή στην πνευματική καθοδήγηση κάποιου Γέροντα.

Αυτόν τον ιδιότυπο και αυθαίρετο τρόπο ατομικής και προσωπικής βίωσης του μοναχικού ιδεώδους θέλησε ο Μέγας Βασίλειος να τον ελέγξει και να τον περιορίσει με τη θεσμοθέτηση ενός οργανωμένου κοινοβιακού συστήματος και με την ενσωμάτωση των μοναχών, σε μοναστικές κοινότητες υπό τον άμεσο έλεγχο της τοπικής εκκλησιαστικής ηγεσίας. Κατόρθωσε με άλλα λόγια την εκκλησιοποίηση του μοναχισμού και αναχωρητισμού. Και αυτή ήταν μια προσφορά προς την Εκκλησία υψίστης σημασίας στο θεωρητικό και πρακτικό τομέα.

Ένας μοναχισμός αυτονομημένος και αποκομμένος από το σώμα της Εκκλησίας αποτελεί μέγιστο κίνδυνο και παρεκκλίνει προς εκκλησιολογική αίρεση, όχι μόνο εξαιτίας των ενεργειών διαφοροποίησης από την εκκλησιαστική ηγεσία, αλλά κυρίως εξαιτίας τον ζηλωτικών τάσεων που αναπτύσσονται στους χώρους αυτούς.

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο μοναχισμός ασφαλώς και αποτελεί μια βασική και ουσιώδη μορφή ζωής, βίωσης της πίστεως. Έρχεται ως συνέχεια της πιστότητας και της συνέπειας των Μαρτύρων της πρώτης Εκκλησίας. Γι’ αυτό ο μοναχισμός είναι ουσιαστικά μορφή μαρτυρίου και εσχατολογική βίωση της ιστορίας. Μ’ αυτή την έννοια ο μοναχισμός δεν εκφράζει το σύνολο του λαού του Θεού. Είναι μια επιμέρους λειτουργία της εκκλησιαστικής ζωής και «εκ μέρους» γνώση και βίωση της πίστεως. Υπ’ αυτή την έννοια, ο μοναχισμός ουσιαστικά καταξιώνεται κυρίως ως μορφή μαρτυρίου, παρά ως μορφή βίωσης της πίστεως και λιγότερο ως μορφή ποιμαντικής διακονίας.

Πέρα, όμως, από την εσχατολογική αυτή προοπτική, υπάρχει για τους πιστούς και η καθημερινή βίωση της πίστεως μέσα στην ιστορία. Ο μοναχισμός επισημαίνει σε όλους μας και την ασκητική θεώρηση της ιστορίας. Και αυτή είναι μια βασική παράμετρος της πίστεως και της ζωής. Στη δε περίπτωση της συμβολής του Μεγάλου Βασιλείου έχουμε μια θαυμαστή σύνθεση του ιστορικού και εσχατολογικού στοιχείου, με την παράλληλη σύνθεση κοινωνικών αξιών και ασκητικής προσέγγισης της ζωής. Ούτε άκρατος ακτιβισμός ούτε άκριτος εγκρατισμός και θεωρητικός βίος.

2. Ανάγκη ποιότητος ζωής στο χριστιανικό βίωμα

Ο ιερός Χρυσόστομος βίωσε κατά τρόπο απόλυτα ασκητικό και μαρτυρικό το αρχιερατικό του αξίωμα. Απόλυτος στις πνευματικές πεποιθήσεις του και ασυμβίβαστος στις προκλήσεις της κοσμικής εξουσίας. Από τα τριανταπέντε χρόνια της αρχιερατείας του τα δεκαέξι τα πέρασε στην εξορία, διωκόμενος όχι μόνο από τους κοσμικούς άρχοντες αλλά και από τους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Ο ιερός Χρυσόστομος, μοναχικός και ασκητικός, μαρτυρικός στις επιλογές του και φιλάνθρωπος στις εκτιμήσεις του για τους άλλους, αναδείχθηκε συγχρόνως κι ένας θαυμάσιος κοινωνικός αναμορφωτής.

Και μόνο το γεγονός, ότι αναδείχθηκε στην εποχή του και θεωρείται σήμερα από εμάς ο μεγάλος θεολόγος και ποιμένας του γάμου και του έρωτα, με μια βαθιά μάλιστα και απέραντα φιλάνθρωπη κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του έγγαμου και συζυγικού βίου, φανερώνει τη χαρισματική συμβολή του στη διαμόρφωση μιας υγιούς και ρεαλιστικής χριστιανικής ανθρωπολογίας. Η αξεπέραστη αυτή συμβολή του σώζει διαμέσου των αιώνων τις παρατηρούμενες λεπτές ισορροπίες στις εκτιμήσεις μεταξύ των πιστών της αξίας είτε του έγγαμου είτε του μοναχικού τρόπου βίωσης της χριστιανικής πίστεως. Διότι δεν πρόκειται περί διλήμματος αλλά περί υπακοής στο ίδιον εκάστου χάρισμα, κατά τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου.

Γνωρίζουμε, επίσης, ότι μελέτησε ο ιερός Χρυσόστομος με κάθε σοβαρότητα τα καθημερινά προβλήματα της ζωής. Θεολόγησε με βαθύνοια για το πρόβλημα της εργασίας, της σχέσεως εργοδοτών και εργαζομένων, για το θεσμό της δουλείας και σχεδόν για όλους τους κοινωνικούς θεσμούς της εποχής του. Είναι αυτός που έθεσε την Εκκλησία προ των ευθυνών της και κάλεσε τη θρησκευτική ηγεσία να πάρει υπεύθυνη θέση για τα μεγάλα και σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ήθελε την Εκκλησία και το χριστιανικό κήρυγμα να βρίσκονται στο κέντρο των γεγονότων, να παρεμβαίνουν άμεσα και υπεύθυνα στο ιστορικό γίγνεσθαι και η Εκκλησία να μη στέκεται θεατής και επικριτής στα κοινωνικά δρώμενα.

Η Εκκλησία για τον ιερό Χρυσόστομο δεν πρέπει να εκφράζει ένα πνευματικό ελιτισμό και πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να είναι μια αναχωρητή περιθωριακή παρουσία. Η ανάμιξή της με το ιστορικό και κοινωνικό γί­γνεσθαι συνεπάγεται ασφαλώς θυσίες, μαρτυρικό βίο και καθημερινό κόστος ζωής. Όμως, η Εκκλησία πρέπει πάντα να μένει συνεπής στις δικές της πεποιθήσεις και αξίες, στις ιστορικές σωτηριολογικές και εσχατολογικές της επιλογές.

Η παρουσία και μετοχή του ιερού Χρυσοστόμου στην τριάδα των μεγάλων Ιεραρχών της σημερινής γιορτής αποτελεί και αυτή μια αναντικατάστατη και αξεπέραστη συμβολή, ιδιαίτερα για τη θεώρηση της χριστιανικής βιωτής στην ολότητα της και όχι σ’ ένα διακριτό και αξιολογικό επιμερισμό. Δεν τίθεται θέμα, επομένως, κάποιων τραγικών διλημμάτων του τύπου «γάμος ή αγαμία», με σκοπό την προβολή της μιας ή της άλλης μορφής ζωής. Εδώ τίθεται, ως επείγουσα ανάγκη η επιταγή υψηλής ποιότητας και χαρισματικής βίωσης είτε του γάμου είτε της αγαμίας. Προς την κατεύθυνση αυτή ο ιερός Χρυσόστομος συνέβαλε τα μέγιστα και όλοι του οφείλουμε ευγνωμοσύνη για την ισόρροπη αυτή αντιμετώπιση και καταξίωση της προσωπικής επιλογής ανάλογα με το χάρισμα εκάστου.

3. Η θεολογία και η θεογνωσία ως κριτήριο της πνευματικής ζωής

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρείται από τους συστηματικότερους πατέρες της Εκκλησίας που συνέβαλε και αυτός αποφασιστικά στη διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος. Παρά δε το γεγονός της βαθύνοιας και της φιλοσοφικής υποδομής της θεολογικής σκέψης του, έκανε παράλληλα και τη μεγάλη θεολογική του παρέμβαση στη διαμόρφωση της κλασικής παιδείας και του ανθρωπιστικού πολιτισμού. Έθεσε τις χριστιανικές αρχές και τις πνευματικές αξίες ως κριτήρια της γνώσης και της παιδείας, που παρέχονται από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ύψιστο κριτήριο για την αληθινή παιδεία και την αγωγή των παιδιών θεώρησε ότι πρέπει να είναι η θεολογία και κυρίως η θεογνωσία, αντί της ψευδούς φιλοσοφίας και της ειδωλολατρικής μυθοπλασίας. Είναι γνωστό, από την ιστορία, ότι τα περίφημα «έπη» του, όπου συμπεριέλαβε μια θαυμάσια τριαδολογική θεολογία και θεωρούνται ως μοναδικά αριστουργήματα της παγκόσμιας φιλολογίας και ιδιαίτερα της γόνιμης ποιητικής έκφρασης της θεολογίας της Ανατολής, σύντομα αντικατέστησαν τα Ομηρικά έπη στα ανώτατα φιλοσοφικά ιδρύματα της εποχής. Μέσα στα έργα αυτά έχουμε μια θαυμάσια σύνθεση της ανθρώπινης γνώσης και της αποκεκαλυμμένης θεολογίας. Η ακαδημαϊκή γνώση και παιδεία συναντάται με την ασκητική θεολογία της έρημου. Ο δάσκαλος δεν κρίνεται μόνο από το περιεχόμενο των λόγων του και της κοσμικής σοφίας του, αλλά πρώτιστα πρέπει να κρίνεται από το περιεχόμενο της σιωπής του, του στοχασμού του και της προσευχής του. Όπως γνωρίζουμε, ότι και η προσευχή δεν κρίνεται από το περιεχόμενο των λόγων, των αιτημάτων και της σχολαστικής «βαττολογίας», αλλά από τη βαθιά αίσθηση της κοινωνίας με το Θεό και της εμπιστοσύνης στη δική του πρόνοια. Η ουσιαστικότερη προσευχή είναι η προσευχή της σιωπής και μάλιστα η νοερά προσευχή. Ο ποιητικός λόγος είναι πάντοτε ουσιώδης, μεστός και δημιουργικός. Η ποίηση πάντα γεννάει ιδέες και ανοίγει νέους δρόμους στη σκέψη. Έτσι και τα ποιητικά έργα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ουσιωδέστερα από τα συστηματικά του, που δημιούργησαν μια νέα εποχή για τη θεολογία και τη χριστιανική παιδεία. Η θεολογική παραγωγή του αγίου Γρηγορίου μας ενθαρρύνει και προς την κατεύθυνση αυτή μιας σύνδεσης του συστηματικού λόγου με τον ποιητικό στοχασμό και της διδακτικής προσφοράς με τη σιωπή της προσευχής. Η θεολογία και η παιδεία κρίνονται από τη διπολικότητα αυτή του έργου του μεγάλου Θεολόγου του τετάρτου αιώνα.

4. Απέκδυση του πλούτου και της σοφίας και ένδυση της πτώχειας και της σεμνότητας

Πέρα από τα στοιχεία αυτά της προσωπικής ιδιαιτερότητας, υπάρχει και ένα άλλο κοινό γνώρισμα στους Τρεις Ιεράρχες μας, που ιδιαίτερα καλούμαστε να προβάλουμε σε κάθε εποχή, ως κριτήριο αληθινής θρησκευτικότητας και θεοσεβούς παιδείας. Κριτήριο για ηγέτες, δασκάλους, μαθητές και απλούς πιστούς.

Και οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν γόνοι πλούσιων και αριστοκρατικών οικογενειών. Και οι τρεις ήσαν ικανοί στη γνώση και στο νου και ταλαντούχοι χαρισματικοί στο πνεύμα και στη ψυχή. Η παιδεία τους σε όλα τα επίπεδα της γνώσης και της επιστήμης ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Η δε κοινωνική τους καταξίωση αξιοζήλευτη από όλους. Ό,τι το εκλεκτότερο δηλαδή σε νου, σε γνώση, σε χαρακτήρα και προσφορά, όχι μόνο στον κοσμικό χώρο αλλά και στον εκκλησιαστικό, συγκεντρώθηκε στην τριάδα αυτή. Το θαυμαστό είναι ότι και οι τρεις αυτοί νέοι εισερχόμενοι στην Εκκλησία και θέτοντας τους εαυτούς τους στη διακονία του λαού του Θεού, απεκδύθηκαν όλα αυτά που είχαν και κατείχαν, γυμνώθηκαν και πτώχευσαν, κατά κυριολεξία, σε όλα τα επίπεδα προς χάριν της αγάπης του Χριστού και των εν Χριστώ αδελφών.

Ενώ σήμερα, δυστυχώς, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.

Η ένταξή μας στο χώρο της Εκκλησίας δεν συνεπάγεται, όπως παλαιότερα, θυσίες και ταπεινώσεις, ονειδισμούς και διώξεις.

Η Εκκλησία, όμως, πάντοτε και σήμερα με την προβολή των τριών αυτών μεγάλων Ιεραρχών θέλει και προσπαθεί να μας στείλει κάποιο μήνυμα. Ας προσέξουμε και ας την ακούσουμε σεμνά και ταπεινά, ώστε με κάθε σεμνότητα και ταπείνωση να παραμένουμε ως πιστοί και να διακονούμε την Εκκλησία του Χριστού, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι».

Πράγματι, η Εκκλησία καλεί όλους μας με τη σημερινή εορτή να δεχθούμε τους Τρεις Ιεράρχες, όπως παλαιοτέρα έτσι και σήμερα, ως «φως» και «λυχνία» με το λόγο τους και τα έργα τους, για μια ορθή κατεύθυνση και της δικής μας πορείας. Μας καλεί όχι απλώς να μνημονεύσουμε τα ονόματά τους και να τους δοξάσουμε, αλλά να τους μιμούμαστε ως άτομα, ως λαός και έθνος, αν θέλουμε να επιβιώσουμε πνευματικά στους δύσκολους καιρούς. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν και πρέπει να συνεχίσουν να είναι φωστήρες αλλά και φωτοδότες της θεολογίας, της παιδείας και της εκκλησιαστικής διακονίας. Η ουσιαστική συμβολή τους δεν συνίσταται τόσο στα εξαίρετα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητάς τους, του θεολογικού στοχασμού τους και του ποιμαντικού έργου τους, όσο στη σύνθεση και στην εναρμόνιση της συμβολής τους, την οποία πραγματοποίησε η Εκκλησία με την προβολή της ενιαίας εορτής των Τριών Ιεραρχών.

Μοναχικό και ασκητικό ιδεώδες, κοινωνική ευαισθητοποίηση και δυναμική ιστορική παρέμβαση, ποιητική και δημιουργική θεολογία, θυσιαστική και μαρτυρική εμπειρία ζωής, είναι το τρίπτυχο μιας ισόρροπης θρησκευτικής αγωγής και κλασικής παιδείας. Κάθε απόπειρα και προσπάθεια από εμάς μιας άκριτης απολυτοποίησης, είτε της μοναχικής είτε της κοινωνικής, αλλά είτε της θεολογικής και της κοσμικής ερμηνείας για τα πράγματα του κόσμου τούτου και για τα πράγματα του Θεού, αποτελεί μεγάλο λάθος, γιατί ουσιαστικά διολισθαίνει προς την αίρεση. Το μεγάλο μυστικό ουσιαστικά βρίσκεται στη σύνθεση και στην εναρμόνιση των βασικών αυτών στοιχείων που μας υπενθυμίζει η εορτή των Τριών Ιεραρχών. Μια παιδεία και αγωγή που πλουτίζεται από τους κρουνούς της σοφίας και της πνευματικής εμπειρίας των Ιεραρχών μας δεν μπορεί παρά στο τέλος να δώσει και στην εποχή μας εύχυμους και αγαθούς καρπούς.

(Γ. Π. Πατρώνου, ομοτιμ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Β΄)

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

ΑΝΑΓΚΗ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ


ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΝΑ ΠΡΟΩΘΗΘΕΙ
«ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ
Πάρε την σκούπα σου και καθάρισε την αυλή της πατρίδας μας από τα σκουπίδια των αμαρτιών μας.
Τώρα καταλαβαίνουμε πόσο μας στοίχισε αυτό που χάσαμε δηλ. την αγάπη προς το ΥΙΟΝ ΣΟΥ και ΘΕΟ μας.
Δεν έχουμε λόγους καθαρής προσευχής, αλλά κάθε μέρα αντικρύζουμε μόνο βάσανα και προδοσία να περιτριγυρίζει τις ζωές μας.
Μην βλέπεις εμάς ΠΑΝΑΓΙΑ, αλλά κάνε ΕΛΕΟΣ για τα παιδιά και τους ανήμπορους».


Αυτά τα λόγια έστειλε κατασυγκινημένος από τον πόνο που αντικρύζει καθημερινά ένας γέροντας σε πνευματικό αδελφό παρακαλώντας τον να τα προωθήσει επειγόντως σε όποιον μπορεί, για να τα συμπεριλάβει στην προσευχή του...
Του τόνισε δε ιδιαίτερα την ανάγκη προσευχής των μικρών παιδιών που ως γνωστόν είναι πιο καθαρά από εμάς και εισακούονται από την Παναγία καλύτερα.
Η δαιμονική μπόρα κλιμακώνεται. Οι εγχώριοι εργολάβοι της τρόικα αφού επέβαλλαν με δαιμονική μανία δυσβάσταχτους φόρους και απειλούν ήδη και με άλλους περισσότερους, δίνουν εντολές για φορολογικές φυλακές, απειλούν με άρση της απαγόρευσης κατάσχεσης της πρώτης κατοικίας ενώ την ίδια ώρα με την ίδια δαιμονική μανία κουκουλώνουν τα σκάνδαλά τους και δημιουργούν άλλα καινούργια.
Τα λόγια είναι ανεπαρκή να εκφράσουν τα αποτελέσματα της εφαρμογής του δόγματος του σοκ στην στην χιλιοματωμένη πατρίδα μας.
Στα περισσότερα ελληνικά σπιτικά επικρατεί σιωπή και βουβό κλάμα ενώ την ίδια ώρα οι δέκτες των τηλεοράσεων συνεχίζουν ακάθεκτοι να ξερνάνε βία κι απειλές, προσπαθώντας να προκαλέσουν φόβο γνωρίζοντας ότι ακριβώς ο φόβος είναι ό,τι πιο εκφοβιστικό...
Όμως η λύση είναι στα χέρια μας και την γνωρίζουμε. Την γνωρίζουμε όλοι όσοι έχουμε γνωρίσει την σταυραναστάσιμη δύναμη της Πίστης μας.Την γνωρίζουμε γιατί η Παναγία ήταν πάντα εκεί όταν Της το ζητήσαμε. Ας κλείσουμε λοιπόν τις τηλεοράσεις και τους υπολογιστές μας έστω για λίγη ώρα κι ας ανάψουμε το καντήλι του σπιτιού μας. Ας πάρουμε τα μικρά παιδιά μας και να τα εξηγήσουμε την κρισιμότητα των στιγμών. Ας στενοχωρεθούν τώρα, δεν πειράζει, για να μην στενοχωρεθούν όταν μεγαλώσουν. Σε πολλά σπίτια ήδη τα παιδιά έχουν καταλάβει πολύ καλύτερα από εμάς ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά... Ας τα οδηγήσουμε μαζί με εμάς μπροστά στο καντήλι και την εικόνα της Παναγίας κι ας Την παρακαλέσουμε όλοι μαζί να πάρει επιτέλους την σκούπα της γιατί αρκετοί έχουμε αρχίσει και λυγάμε.
Να πάρει την σκούπα Της όπως την πήρε το 1830 στην Ι.Μ. Ιβήρων και ξεπάστρεψε τους Τούρκους από το Μοναστήρι (ΕΔΩ). Αρκεί να το ζητήσουμε με πόνο. Ακριβώς εκεί, στην μεγαλύτερη απελπισία μας - όπως έλεγε κι ο γ. Πορφύριος - να στραφούμε σε Αυτήν για να κάνει το θαύμα Της και νά 'στε σίγουροι πως θα το κάνει γιατί ο ελληνικός λαός πέρασε τον κανόνα του όπως μας διαβεβαίωσε η άλλη μεγάλη μορφή του σύγχρονου αγιορείτικου μοναχισμού, ο γ. Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός (ΕΔΩ). Απλά θα χρειαστεί να ζητήσουμε την άρση του Σταυρού μας και σε αυτό, το μικρά παιδιά είναι οι καλύτεροι αντιπρόσωποί μας για να το αιτηθούν από την Παναγία μας.

Έλεγε ο γέροντας Παΐσιος :
«Προσέχετε τα μικρά παιδιά τί αθωότητα εχουν στη σκέψη. Με τίς προσευχές των μικρών παιδιών μπορούμε να κάνουμε θαύματα, γιατί ό Κύριος ακούει τίς αθώες τους προσευχές».

Ποιανού άλλου θέλουμε την διαβεβαίωση, αν όχι αυτού που προέβλεψε με την παραμικρή λεπτομέρεια την δαιμονική μπόραπου βιώνουμε σήμερα;
Και μην ξεχνάτε αυτό που έχουμε αναφέρει πολλές φορές :
όπως ο γέροντας προέβλεψε την δαιμονική μπόρα, προέβλεψε και μας διαβεβαίωσε και για την θεϊκή λιακάδα που ακολουθεί.
Κι αυτό «χάρη στην προσευχή των μοναχών και των μικρών παιδιών» όπως έχει αναφέρει καθώς και γιατί «ο κανόνας του Έθνους μας τελείωσε...» (ΕΔΩ)


http://hggiken.pblogs.gr

Λόγοι περί Θείας κρίσεως



 Ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει «Αὐτοὶ (οἱ κοσμικοὶ) μίαν μόνον μέθοδον δὲν κατώρθωσαν νὰ ἐφεύρουν, μίαν μέθοδον ποὺ θὰ τοὺς δίνη νὰ κατανοήσουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δημιουργός τοῦ παντὸς καὶ κριτὴς δίκαιος ποὺ ἀνταποδίδει τὴν ἀνταπόδοσιν ποὺ πρέπει εἰς τοῦ καθενὸς τὰς πράξεις, οὔτε κατώρθωσαν ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τῆς κρίσεως νὰ συναγάγουν ὡς φυσικὴν συνέπειαν τὴν πραγματικότητα τῆς συντελείας, ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἀναπόφευκτον νὰ μεταποιηθῆ ὁ κόσμος, ἀφοῦ πρόκειται καὶ ἡ κατάστασις τῶν ψυχῶν νὰ εἰσέλθη εἰς ἕνα νέον εἶδος ζωῆς. Διότι ὅπως ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι ἀνάλογος πρὸς τὴν φύσιν τοῦ κόσμου τούτου, ἔτσι καὶ ἡ μέλλουσα ζωὴ τῶν ψυχῶν μας θὰ λάχη μίαν μερίδα συγγενῆ πρὸς τὴν κατάστασίν της».

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος λέει «Ὁ λόγος περὶ κρίσεως εἶναι δυσερμήνευτος, διότι δὲν ἀναφέρεται σὲ παρόντα καὶ βλέποντα, ἀλλὰ σὲ μέλλοντα καὶ ἀόρατα… Λέγεται λοιπὸν “ἡμέρα τοῦ Κυρίου”, διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ Δεσπότης τῶν ὅλων θὰ λάμψει τότε μὲ τὴ δόξα τῆς θεότητάς του.
Καὶ τότε ὁ αἰσθητὸς ἥλιος θὰ καλυφθεῖ ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ Δεσπότη καὶ θὰ γίνει ἀόρατος καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ θὰ τυλιχθοῦν σὰν κύλινδρος βιβλίου, δηλαδὴ θὰ ὑποχωρήσουν… καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι τώρα σὲ ὅλους ἀόρατος… θὰ ἀποκαλυφθεῖ σὲ ὅλους ποιὸς εἶναι καὶ θὰ γεμίσει τὰ πάντα μὲ τὸ φῶς του καὶ θὰ γίνει ἄδυτος, ἀτελεύτητος, ἡμέρα αἰώνιας χαρμονῆς γιὰ τοὺς ἁγίους του, γιὰ τοὺς ραθύμους ὅμως καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀπρόσιτος καὶ ἀθέατος».
Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Συμεὼν σὲ ἄλλο σημεῖο «Πράγματι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου πρόκειται νὰ ἀποκαλυφθῆ ξαφνικὰ ὄχι σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐλλάμ- πονται πάντοτε ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς, ἀλλὰ σὲ αὐτοὺς ποὺ εἶναι μέσα στὸ σκότος τῶν παθῶν καὶ ζοῦν μέσα στὸν κόσμο καὶ ποθοῦν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, σὲ αὐτοὺς θὰ φανεῖ φοβερὴ καὶ θὰ θεωρηθεῖ σὰν πῦρ ἀβάστακτο.
Καὶ θὰ φανεῖ αὐτὸ τὸ πῦρ ὄχι ὅλο πνευματικῶς, ἀλλά, ὅπως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ εἰπεῖ, ἀσώματος μέσα σὲ σῶμα, καθὼς παλαιὰ ἐβλεπόταν ἀπὸ τοὺς μαθητὲς του ὁ Χριστὸς ὅταν ἀναστήθηκε, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του Εὐαγγελιστῆ, ὅταν ἀναλαμβανόταν στοὺς οὐρανοὺς “ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτω πάλιν ἐλεύσεται”».
Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Συμεὼν «Γενικὰ κάθε ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος κατὰ τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως θὰ ἰδεῖ στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ μέσα στὸ ἀπερίγραπτο ἐκεῖνο φῶς τὸν ὅμοιό του ἀπέναντί του καὶ θὰ κριθεῖ ἀπὸ αὐτόν.
Ἀφοῦ ρίψει ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τὸ βλέμμα του στὸν ὅμοιό του βασιλεὺς πρὸς βασιλέα, ἀμετανόητος πόρνος πρὸς μετανοημένο πόρνο, φτωχὸς πρὸς φτωχὸ καὶ ἀφοῦ ἀναλογισθεῖ ὅτι καὶ ἐκεῖνος ἦταν ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε τὴν ἴδια ψυχή, τὰ ἴδια χέρια… καὶ συνυπῆρχε μὲ αὐτὸν στὴ ζωὴ καὶ εἶχε τὸ ἴδιο ἀξίωμα, τὴν τέχνη, τὸ ἐπάγγελμα, ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ τὸν μιμηθεῖ, ἀμέσως θὰ φράξει τὸ στόμα του καὶ θὰ μείνει ἀναπολόγητος».

Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος διδάσκει «Ἀκοῦστε, ἀδελφοί μου, αὐτὸ σᾶς λέω. Σᾶς προσφέρω ὡς ἀπόδειξη τοῦ δικοῦ σας πόθου τὰ καρποφόρα δέντρα, ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ μέσα τους, στὸν κατάλληλο καιρό, βγάζουν τὸν καρπὸ μαζὶ μὲ τὰ φύλλα. Δὲν φοροῦν τὰ δένδρα τὴν ὀμορφιά τους, παίρνοντάς την ἀπὸ κάπου ἔξω, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα τους, μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Θεοῦ, βγάζει τὸ καθένα τὸν καρπό του, σύμφωνα μὲ τὴν φύση του. Ἔτσι καὶ ἐκείνη τὴ φοβερὴ ἡμέρα ὅλα τὰ ἀνθρώπινα σώματα παρουσιάζουν κάθε τί ποὺ ἔκαναν, ἀγαθὸ ἤ πονηρό, καὶ θὰ τὸ κρατᾶ ὁ καθένας μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ».

____________________________________________________________________________

1.Μεγάλου Βασιλείου Ἑξαήμερος τόμ. 4 Ἔκδ. Ε. Π. Ε. σελ. 37
2.Συμεὼν Νέου Θεολόγου Ἔκδ. Ε. Π.Ε. τόμ. 19Γ σελ. 114, 115
3. ὅ. π. σελ. 123
4. ὅ. π. σελ. 461, 463
5.Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου τόμ. Β´ σελ. 387

Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1952, 30 Νοεμβρίου 2012

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Όσιος Εφραίμ ο Σύρος








Εορτάζει στις 28 Ιανουαρίου εκάστου έτους.

Ἤκουσε γλῶτταν ψαλμικῶς, ἣν οὐκ ἔγνω,
Ἐφραίμ, ἄνω καλοῦσαν, ὁ γλῶσσαν Σῦρος.
Εἰκάδι ὀγδοάτῃ Νόες Ἐφραὶμ θυμὸν ἀπηῦρον.

Βιογραφία
Ο Όσιος Εφραίμ καταγόταν από την Ανατολή και γεννήθηκε στην πόλη Νίσιβη της Μεσοποταμίας πιθανώς το 308 μ.Χ. ή και ενωρίτερα. Ήκμασε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 – 337 μ.Χ.), Ιουλιανού του Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) και των διαδόχων αυτού.
Από την μικρή του ηλικία διδάχθηκε την πίστη και την αρετή από τον Επίσκοπο της γενέτειράς του Ιάκωβο (309 – 364 μ.Χ.), ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να λάβει μεγαλύτερο αξίωμα. Ακολούθησε πολύ νωρίς τον μοναχικό βίο και με το φωτισμό του Παρακλήτου έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα πνευματικής και ηθικής οικοδομής.

Γι’ αυτό και θαυμάζεται για το πλήθος και το κάλλος των έργων του. Γνώστης ακριβής όλων των δογματικών θεμάτων, ήξερε να καταπολεμά τις αιρέσεις και να υπερασπίζει με θαυμάσια σαφήνεια την Ορθοδοξία. Ήταν εκείνος που κατατρόπωσε σε διάλογο τον αιρετικό Απολλινάριο και οδήγησε πολλούς αιρετικούς να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια.

Όταν, διά της συνθήκης του έτους 363 μ.Χ., που υπέγραψε ο διάδοχος του Ιουλιανού του Παραβάτου, Ιοβιανός (363 – 364 μ.Χ.), η Νίσιβης παραδόθηκε στους Πέρσες, ο Όσιος Εφραίμ εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήλθε στην Έδεσσα, όπου ασκήτεψε σε παρακείμενο όρος. Το έτος 370 μ.Χ. επισκέφθηκε τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και λίγο αργότερα τους Πατέρες και Ασκητές της Αιγύπτου.

Ο Όσιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 373 μ.Χ. και η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριο της Αγίας Ακυλίνας, στην περιοχή Φιλοξένου, κοντά στην αγορά.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Ρεῖθρον ἄυλον, ἐν τὴ ψυχή σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι, ὅθεν ἠμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοὶς ἱεροίς σου ρυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. δ’.

Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἐφραίμ Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.

Τήν ὥραν ἀεί, προβλέπων τῆς ἐτάσεως, ἐθρήνεις πικρώς, Ἐφραίμ δάκρυα κατανύξεως· πρακτικός δέ γέγονας, ἐν τοῖς ἔργοις διδάσκαλος ὅσιε· ὅθεν Πάτερ παγκόσμιε, ῥαθύμους ἐγείρεις πρός μετάνοιαν.

Κάθισμα

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τὸν θησαυρὸν τῆς σοφίας τῶν μυστηρίων Χριστοῦ, τὸν κρατῆρα τὸν θεῖον τῆς κατανύξεως, ἀνυμνήσωμεν πιστοί, ἐν τῇ μνήμῃ αὐτοῦ· φερωνύμως γὰρ ἀεί, τὰς καρδίας τῶν πιστῶν, εὐφραίνει ἔπεσι θείοις, Ἐφραίμ, ὡς πράκτωρ καὶ μύστης, τῶν τοῦ Κυρίου ἀποκαλύψεων.


Οπτικοακουστικό Υλικό

Ακούστε το απολυτίκιο!

Ευχή Αγίου Εφραίμ του Σύρου

Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: Χριστιανική Φοιτητική Ένωση

Αγιογραφίες / Φωτογραφίες


Όσιος Εφραίμ ο Σύρος


Πηγή: saint.gr
http://vatopaidi.wordpress.com/

Ἑφραὶμ Σῦρος Λόγος εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, καὶ περὶ συντελείας τοῦ κόσμου, καὶ εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Ἀντιχρίστου (Κείμενο καί απόδοση)


Ἑφραὶμ Σῦρος
Λόγος εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου,
καὶ περὶ συντελείας τοῦ κόσμου,
καὶ εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Ἀντιχρίστου


Sermo in adventum domini, et de consummatione saeculi, et in adventum
Πῶς ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς Ἐφραΐμ, καὶ μεστὸς πλημμελημάτων, δυνήσομαι ἐξειπεῖν τὰ ὑπὲρ τὴν ἐμὴν δύναμιν; Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ ἰδίᾳ εὐσπλαγχνίᾳ τοὺς ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξε καὶ δι᾿ αὐτῶν τοὺς πανταχῆ πιστοὺς κατεφώτισε, καὶ ἡμῶν ἀφθόνως τὴν γλῶτταν τρανώσει πρὸς ὠφέλειαν καὶ οἰκοδομὴν καὶ ἐμοὶ τῷ λέγοντι καὶ πᾶσιν ἀκροαταῖς. Λαλήσω δὲ ἐν ὀδύναις καὶ εἴπω ἐν στεναγμοῖς περὶ τοῦ ἐνεστῶτος κόσμου τῆς συντελείας καὶ περὶ τοῦ ἀναιδεστάτου καὶ δεινοῦ Δράκοντος, τοῦ μέλλοντος ταράσσειν πᾶσαν τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν καὶ ἐμβαλεῖν δειλίαν καὶ ὀλιγωρίαν καὶ δεινὴν ἀπιστίαν ἐν καρδίαις ἀνθρώπων, καὶ ποιεῖν τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, εἰ δυνηθῇ, πλανῆσαι καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ πάντας ἀπατῆσαι ἐν ψευδέσι σημείοις καὶ τεράτων φαντασμοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ γινομένοις. Κατὰ συγχώρησιν γὰρ Θεοῦ τοῦ ἁγίου, λαμβάνει ἐξουσίαν τοῦ ἀπατῆσαι τὸν κόσμον, διότι ἐπληθύνθη ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου καὶ πανταχοῦ παντοῖα δεινὰ κατεργάζεται. Καὶ διὰ τοῦτο ὁ ἄχραντος Δεσπότης πνεύματι πλανήσεως πειρασθῆναι τὸν κόσμον διὰ τὴν ἀσέβειαν αὐτῶν συνεχώρησεν, ἐπειδὴ οὕτως ἤθελον οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀποστῆναι Θεοῦ καὶ φιλεῖν τὸν Πονηρόν.
Μέγας ἀγών, ἀδελφοί, ἐν τοῖς καιροῖς ἐκείνοις, μάλιστα τοῖς πιστοῖς· ὅταν ἐπιτελῶνται σημεῖα καὶ τέρατα ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Δράκοντος ἐν πολλῇ ἐξουσίᾳ· ὅταν πάλιν δεικνύῃ ἑαυτόν, ὥσπερ θεόν, ἐν φαντάσμασι φοβεροῖς ἐν τῷ ἀέρι ἱπτάμενον καὶ πάντας τοὺς δαίμονας ἐν τῷ ἀέρι ἐπηρμένους, ὥσπερ ἀγγέλους, ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου· βοᾷ γὰρ ἐν ἰσχύϊ, ἀλλάσσων τὰς μορφάς, ἐκφοβῶν ἀμέτρως ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους.
Τότε, ἀδελφοί, τίς ἆρα εὑρεθῇ τετειχισμένος καὶ μένων ἀσάλευτος, ἔχων τὸ τεκμήριον ἐν τῇ ψυχῇ, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν τὴν ἁγίαν παρουσίαν, ὅταν ἴδῃ ἐκείνην τὴν θλῖψιν τὴν ἀμύθητον γινομένην πανταχοῦ ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν μὴ ἔχουσαν τελείως ποθὲν παραμυθίαν, οὔτε πάλιν ἄνεσιν, ἐν γῇ καὶ θαλάσσῃ; Ὅταν ἴδῃ τὸν σύμπαντα κόσμον ταρασσόμενον, καὶ φεύγῃ ἕκαστος ἐν ὄρεσι κρυβῆναι, τοὺς μὲν λιμῷ θνῄσκοντας, τοὺς δὲ ἐν δίψῃ δεινῇ τηκομένους, ὡσεὶ κηρόν, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐλεῶν; Ὅταν ἴδῃ ἅπαντα τὰ πρόσωπα δακρύοντα καὶ πόθῳ ἐρωτῶντας, μήποτε ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ ἀκούῃ, οὐδαμοῦ. Τίς ἄρα βαστάσει τὰς ἡμέρας ἐκείνας; Τίς δὲ ὑπομείνῃ τὴν θλῖψιν τὴν ἀφόρητον, ὅταν ἴδῃ σύγχυσιν τῶν λαῶν ἐρχομένων ἀπὸ περάτων τῆς γῆς εἰς θέαν τοῦ τυράννου, καὶ πολλοὺς προσκυνοῦντας ἔμπροσθεν τοῦ τυράννου, κράζοντας μετὰ τρόμου ὅτι σὺ εἶ ὁ σωτὴρ ἡμῶν; Θάλασσα ταράσσεται καὶ ἡ γῆ ξηραίνεται, οὐρανοὶ οὐ βρέχουσι, τὰ φυτὰ μαραίνονται, ἅπαντες δὲ οἱ ὄντες ἐπὶ γῆς ἀνατολῶν ἐπὶ δυσμὰς φεύγουσιν ἐκ τῆς πολλῆς δειλίας· καὶ πάλιν δὲ οἱ ὄντες ἐπὶ δυσμῶν ἡλίου ἐπὶ τὴν ἀνατολὴν φεύγουσι μετὰ τρόμου. Λαβὼν δὲ ὁ ἀναιδὴς τότε τὴν ἐξουσίαν, δαίμονας ἀποστελεῖ εἰς πάντα τὰ πέρατα, ὥστε κηρύξαι παρρησίᾳ ὅτι βασιλεὺς μέγας ἐφάνη μετὰ δόξης· δεῦτε καὶ θεάσασθε αὐτόν.
Τίς ἄρα ἔχων οὕτως ψυχὴν ἀδαμαντίνην, ὥστε φέρειν γενναίως ἅπαντα τὰ σκάνδαλα; Τίς ἄρα ἐστὶν οὕτως, ὡς προεῖπον, ἄνθρωπος, ἵνα πάντες Ἄγγελοι μακαρίσωσιν αὐτόν; Ἐγὼ γάρ, ἀδελφοὶ φιλόχριστοι καὶ τέλειοι, ἐπτοήθην ἐξ αὐτῆς τῆς μνήμης τοῦ Δράκοντος, μελετῶν εἰς ἑαυτὸν τὴν θλῖψιν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι τοῖς ἀνθρώποις ἐν τοῖς καιροῖς ἐκείνοις, καὶ ποταπὸς δὲ οὗτος ὁ Δράκων εὑρίσκεται μιαρός, ἀπότομος τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, πλεῖον δὲ ἁγίοις πικρότερος γίνεται, τοῖς δυναμένοις νικᾶν τὰ αὑτοῦ φαντάσματα. Εἰσὶ γὰρ πολλοὶ εὑρισκόμενοι τότε εὐάρεστοι τῷ Θεῷ, δυνάμενοι σωθῆναι ἐν ὄρεσι καὶ ἐν ἐρήμοις τόποις, ἐν πολλαῖς δεήσεσι καὶ κλαυθμοῖς ἀφορήτοις. Ὁ γὰρ ἅγιος Θεὸς θεωρῶν αὐτοὺς οὕτως ἐν κλαυθμῷ ἀμυθήτῳ καὶ πίστει εἰλικρινεῖ, σπλαγχνίζεται ἐπ᾿ αὐτούς, ὡς πατὴρ φιλόστοργος, καὶ διατηρεῖ αὐτούς, ἔνθα ἀπεκρύβησαν. Καὶ γὰρ ὁ παμμίαρος οὐ παύεται ἐκζητῶν τοὺς ἁγίους ἔν τε γῇ καὶ θαλάσσῃ, λογιζόμενος ὅτι ἐβασίλευσε τὸ λοιπὸν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντας ὑποτάσσει. Καὶ νομίζει ὁ ἄθλιος ἀντιστῆναι τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ τῇ φοβερᾷ, ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος ἐκ τῶν οὐρανῶν, μὴ εἰδὼς ὁ ἄθλιος τὴν ἑαυτοῦ ἀσθένειαν καὶ ὑπερηφανίαν, δι᾿ ἣν καὶ ἐξέπεσεν. Ὅμως ταράσσει τὴν γῆν, ἐκφοβεῖ τὰ σύμπαντα ἐν ψευδέσι σημείοις μαγικοῖς.
Οὐκ ἔστιν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅταν ἔλθῃ ὁ Δράκων, ἄνεσις ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ θλῖψις μεγάλη, ταραχὴ καὶ σύγχυσις, θάνατοι καὶ λιμοὶ εἰς πάντα τὰ πέρατα· αὐτὸς γὰρ ὁ Κύριος ἡμῶν θείῳ στόματι ἔφη, ὅτι τοιαῦτα οὐ γέγονεν ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως. Ἡμεῖς δὲ οἱ ἁμαρτωλοὶ πῶς εἰκάσομεν αὐτῆς τὸ ὑπέρμετρον, ἀλλὰ καὶ ἀνέκφραστον, οὕτως τοῦ Θεοῦ αὐτὴν ὀνομάσαντος; Στησάτω δὲ ἕκαστος τὸν νοῦν αὐτοῦ ἀκριβῶς ἐν λέξεσιν ἁγίαις τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος· πῶς διὰ τὴν ἀνάγκην καὶ θλῖψιν τὴν ὑπέρογκον κολοβοῖ τὰς ἡμέρας τῆς θλίψεως, τῇ αὑτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ, παραινῶν ἡμῖν καὶ λέγων· προσεύχεσθε, ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος, μηδὲ σαββάτῳ. Καὶ πάλιν· ἀγρυπνεῖτε πάντοτε, δεόμενοι συνεχῶς, ἵνα γένησθε ἄξιοι ἐκφυγεῖν τῆς θλίψεως καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ· ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς. Καὶ ἐν ταύτῃ τῇ κακίᾳ στήκομεν πάντες, καὶ οὐ πιστεύομεν. Δεηθῶμεν συνεχῶς ἐν δάκρυσι καὶ προσευχαῖς, νυκτὸς καὶ ἡμέρας προσπίπτοντες τῷ Θεῷ, ἵνα σωθῶμεν οἱ ἁμαρτωλοί.
Εἴ τις ἔχει δάκρυα καὶ κατάνυξιν, δεηθήτω τοῦ Κυρίου, ἵνα ῥυσθῶμεν ἐκ θλίψεως τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς· ἵνα μήτε ἴδῃ παντελῶς μήτε αὐτὸ τὸ θηρίον, μηδὲ πάλιν ἀκούσῃ τὰ φόβητρα αὐτοῦ. Ἔσται γὰρ κατὰ τόπους λιμοί, σεισμοὶ καὶ θάνατοι διάφοροι ἐπὶ τῆς γῆς. Γενναίας ἔσται ψυχῆς, δυναμένης συγκρατῆσαι τὴν ἑαυτοῦ ζωὴν ἀναμέσον τῶν σκανδάλων. Ἐὰν γὰρ μικρὸν ὀλιγωρῶν εὑρεθῇ ἄνθρωπος, εὐχερῶς πολιορκεῖται καὶ γίνεται αἰχμάλωτος ἐν σημείοις τοῦ Δράκοντος, καὶ πονηροῦ καὶ δολίου. Καὶ ἀσύγγνωστος ὁ τοιοῦτος εὑρίσκεται ἐν τῇ κρίσει· αὐτοψεὶ γὰρ εὑρίσκεται, ὅτι ἐπίστευσε τῷ τυράννῳ ἑκουσίως.
Πολλῶν εὐχῶν καὶ δακρύων χρῄζομεν, ὦ ἀγαπητοί, ἵνα τις ἡμῶν εὑρεθῇ ἑδραῖος ἐν τοῖς πειρασμοῖς. Πολλὰ γάρ εἰσι τὰ φαντάσματα τοῦ θηρίου τὰ γινόμενα· θεομάχος γὰρ ὑπάρχων, πάντας θέλει ἀπολέσθαι. Τοιοῦτον γὰρ τρόπον σκευάζει ὁ τύραννος, ἵνα πάντες τὴν σφραγῖδα τοῦ θηρίου βαστάζωσιν, ὅταν ἔλθῃ ἀπατῆσαι τὰ σύμπαντα, ἐν τῷ καιρῷ τῷ ἰδίῳ, ἐν σημείοις, εἰς τὸ πλήρωμα τῶν καιρῶν· καὶ εἶθ᾿ οὕτως ἀγοράσαι τὰ βρώματα καὶ πᾶν εἶδος· καὶ δημάρχους ἱστᾷ ἐπιτελεῖν τὸ πρόσταγμα.
Προσέχετε, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερβολὴν τοῦ θηρίου· τεχνάσματα γὰρ πονηρίας. Πῶς ἐκ γαστρὸς ἄρχεται, ἵν᾿ ὅταν τις στενωθῇ, βρωμάτων ὑστερούμενος, ἀναγκασθῇ λαβεῖν ἐκείνου τὴν σφραγῖδα, οὐχ ὡς ἔτυχεν, εἰς πᾶν μέλος τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ἐπὶ χεῖρα δεξιάν, ὁμοίως καὶ ἐπὶ τοῦ μετώπου, τὸν δυσσεβῆ χαρακτῆρα, ἵνα ἐξουσίαν μὴ ἔχῃ ὁ ἄνθρωπος σφραγίσασθαι τῇ δεξιᾷ χειρὶ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ, μήτε πάλιν ἐν μετώπῳ σημειώσασθαι παντελῶς τὸ ἅγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου, μήτε τὸν ἔνδοξον καὶ τίμιον σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν. Γινώσκει γὰρ ὁ ἄθλιος ὅτι ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ἐὰν σφραγισθῇ, λύει αὐτοῦ πᾶσαν τὴν δύναμιν, καὶ διὰ τοῦτο σφραγίζει τὴν δεξιὰν τοῦ ἀνθρώπου· αὕτη γὰρ ἡ σφραγίζουσα πάντα τὰ μέλη ἡμῶν. Ὁμοίως δὲ καὶ τὸ μέτωπον, ὥσπερ λυχνία, βαστάζει λύχνον φωτός, τὸ σημεῖον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐν τῷ ὕψει.
Λοιπὸν οὖν, ἀδελφοί μου, φρικτὸς ἀγὼν ἅπασι τοῖς φιλοχρίστοις ἀνθρώποις, ἵνα μέχρις ὥρας τοῦ θανάτου μὴ δειλιάσωσι, μηδὲ στῶσιν ἐν χαυνότητι, ὅταν χαράσσῃ ὁ Δράκων τὴν ἑαυτοῦ σφραγῖδα ἀντὶ τοῦ σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Τοιοῦτον γὰρ τρόπον ποιεῖ, ἵνα παντελῶς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος μηδὲ ὅλως ὀνομασθῇ ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ. Τοῦτο δὲ ποιεῖ φοβούμενος καὶ τρέμων ἐξ ἁγίας δυνάμεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ὁ ἀσθενής. Ἐὰν μὴ γάρ τις σφραγίζηται τὴν ἐκείνου σφραγῖδα, οὐ γίνεται αἰχμάλωτος ἐκ τῶν ἐκείνου φαντασμάτων· οὔτε πάλιν ὁ Κύριος ἀφίσταται ἐκ τῶν τοιούτων, ἀλλὰ φωτίζει καὶ ἕλκει πρὸς ἑαυτόν.
Νοεῖν ἡμᾶς δεῖ, ἀδελφοί, μετὰ πάσης ἀκριβείας, τὰ τοῦ Ἐχθροῦ φαντάσματα ἄστοργα ὑπάρχοντα. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν ἐν γαλήνῃ προσέρχεται πᾶσιν ἡμῖν, ἀποκρούσασθαι δι᾿ ἡμᾶς τοῦ θηρὸς τὰ τεχνάσματα. Τὴν ἀκλινῆ πίστιν τοῦ Χριστοῦ εἰλικρινῶς βαστάζοντες, εὐρίπιστον ποιήσομεν τὴν δύναμιν τοῦ τυράννου. Λογισμὸν ἀμετάθετον κτησώμεθα καὶ εὐστάθειαν, καὶ ἀφίσταται ἡμῶν ὁ ἀσθενής, μὴ ἔχων τὸ τί ποιήσῃ.
Ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς, φιλόχριστοι, μὴ γενώμεθα χαῦνοι, ἀλλὰ μᾶλλον δυνατοὶ τῇ δυνάμει τοῦ σταυροῦ. Ἀπαραίτητος ἀγὼν ἐπὶ θύραις ἐστί· τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως ἀναλάβωμεν πάντες. Ἕτοιμοι οὖν γίνεσθε, ὥσπερ οἰκέται πιστοί, ἄλλον μὴ δεχόμενοι. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ κλέπτης καὶ ἀλάστωρ καὶ ἀπηνής, πρῶτος μέλλει ἔρχεσθαι ἐν τοῖς ἰδίοις καιροῖς, βουλόμενος κλέψαι καὶ θῦσαι καὶ ἀπολέσαι τὴν ποίμνην τὴν ἐκλεκτὴν τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος Χριστοῦ· ἀναλαμβάνει γὰρ σχῆμα τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος.
Διδαχθῶμεν, ὦ φίλοι, ὁποίῳ σχήματι ἔρχεται ἐπὶ τῆς γῆς ὁ ἀναίσχυντος Ὄφις. Ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ σῶσαι βουλόμενος τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἐκ Παρθένου ἐτέχθη καὶ σχήματι ἀνθρώπου ἐπάτησε τὸν Ἐχθρόν, ἐν ἁγίᾳ δυνάμει τῆς αὑτοῦ θεότητος, ἐλογίσατο οὗτος ἀναλαβεῖν τὸ σχῆμα τῆς αὐτοῦ παρουσίας καὶ ἀπατῆσαι ἡμᾶς. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν ἐν νεφέλαις φωτειναῖς, ὡς ἀστραπὴ φοβερά, ἐλεύσεται ἐπὶ τῆς γῆς. Οὐχ οὕτως δὲ ὁ Ἐχθρὸς ἐλεύσεται· ἀποστάτης γάρ ἐστι. Τίκτεται δὲ ἀκριβῶς ἐκ κόρης μιαρᾶς τὸ ἐκείνου ὄργανον, οὐχ οὗτος δὲ σαρκοῦται. Ἐν σχήματι δὲ τοιούτῳ ἥξει ὁ παμμίαρος, ὡς κλέπτης, ἀπατῆσαι τὰ σύμπαντα· ταπεινός, ἥσυχος, μισῶν, φησίν, ἄδικα, ἀποστρεφόμενος εἴδωλα, προτιμώμενος εὐσέβειαν, ἀγαθός, φιλόπτωχος, εὐειδὴς ὑπερβολῇ, εὐκατάστατος, ἱλαρὸς πρὸς πάντας, τιμῶν μεθ᾿ ὑπερβολῆς τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων· αὐτοὶ γὰρ προσδοκῶσι τὴν ἐκείνου ἔλευσιν. Μεταξὺ δὲ πάντων τούτων σημεῖα ἐπιτελεῖ, τέρατα καὶ φόβητρα, ἐν πολλῇ ἐξουσίᾳ. Ἀρέσαι δὲ πᾶσι τεχνάζεται δολίως, ὅπως ἀγαπηθῇ ἐν τάχει ὑπὸ πολλῶν. Δῶρα δὲ οὐ λήψεται, μετ᾿ ὀργῆς οὐ λαλήσει, κατηφὴς οὐ δείκνυται, σχήματι δὲ εὐταξίας ἐξαπατᾷ τὸν κόσμον, ἕως ἂν βασιλεύσῃ.
Ὅταν οὖν ἴδωσι λαοὶ πολλοὶ καὶ δῆμοι τοιαύτας ἀρετὰς καὶ δυνάμεις, πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ μιᾷ γνώμῃ γίνονται καὶ ἐν χαρᾷ μεγάλῃ βασιλέα αὐτὸν κηρύσσουσι, λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· μὴ ἄρα εὑρίσκεται τηλικοῦτος ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ δίκαιος; Ἀνορθοῦται δὲ εὐθέως ἡ ἐκείνου βασιλεία, καὶ πατάξει ἐν θυμῷ τρεῖς βασιλεῖς μεγάλους. Ἔπειτα ὑψοῦται τῇ καρδίᾳ, καὶ ἐμέσει ὁ Δράκων τὴν ἑαυτοῦ πικρότητα. Ταράσσει τὴν οἰκουμένην καὶ κινεῖ τὰ πέρατα· ἐκθλίβει τὰ σύμπαντα, μιαίνει τὰς ψυχάς. Οὐκέτι ὡς εὐλαβής, ἀλλὰ πάντα ἐν πᾶσιν αὐστηρός, ἀπότομος, ὀργίλος, θυμώδης, δεινός, ἀκατάστατος, φοβερός, ἀειδής, μισητός, βδελυκτός, ἀνήμερος, ἀλάστωρ, ἀναιδὴς καὶ σπουδάζων ἐμβαλεῖν εἰς βόθρον ἀσεβείας πᾶν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Πληθύνει σημεῖα ψευδῶς καὶ οὐκ ἀληθείᾳ, ἐν τῷ πλήθει. Παρεστώτων καὶ ἄλλων πολλῶν δήμων καὶ εὐφημούντων αὐτὸν διὰ τὰς φαντασίας, βάλλει φωνὴν ἰσχυράν, ὥστε σαλευθῆναι τὸν τόπον, ἐν ᾧ οἱ ὄχλοι αὐτῷ παρεστήκασι· γνῶτε, πάντες οἱ λαοί, τὴν ἐμὴν δύναμιν καὶ ἐξουσίαν. Μεθιστᾷ ὄρη ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν θεωρούντων καὶ νήσους ἀνάγει ἐκ τῆς θαλάσσης· πλάνῃ δὲ καὶ φαντασίᾳ πάντα, καὶ οὐκ ἀληθείᾳ· ἀλλὰ πλανᾷ κόσμον καὶ φαντάζει τὰ σύμπαντα. Πολλοὶ πιστεύσουσι καὶ δοξάσουσιν αὐτόν, ὡς θεὸν ἰσχυρόν.
Τότε θρηνεῖ δεινῶς πᾶσα ψυχὴ καὶ στενάζει. Τότε πάντες θεάσονται θλῖψιν ἀπαραμύθητον, τὴν περιέχουσαν αὐτοὺς νυκτὸς καὶ ἡμέρας, καὶ οὐδαμοῦ εὑρίσκουσιν ἐμπλησθῆναι τῶν βρωμάτων. Δήμαρχοι γὰρ ἀπότομοι κατὰ τόπον σταθήσονται· καὶ εἴ τις φέρει μεθ᾿ ἑαυτοῦ τὴν σφραγῖδα τοῦ τυράννου ἐν μετώπῳ ἢ δεξιᾷ, ἀγοράζει βραχὺ βρώματα ἐκ τῶν εὑρισκομένων. Τότε ἐκλείπῃ τὰ νήπια ἐν τοῖς κόλποις τῶν μητέρων· θνῄσκει πάλιν μήτηρ ὑπεράνω τοῦ παιδίου· θνῄσκει πάλιν πατὴρ σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις ἐν ταῖς ἀγοραῖς, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ θάπτων καὶ συστέλλων ἐν μνήμασιν. Ἐκ τῶν πολλῶν θνησιμαίων τῶν ῥιπτομένων ἐν ταῖς πλατείαις δυσωδία πανταχόθεν ἐκθλίβουσα τοὺς ζῶντας ἰσχυρῶς. Πρωῒ πάντες ἐροῦσι μετ᾿ ὀδύνης καὶ στεναγμῶν· πότε ἑσπέρα γίνεται, ἵνα ἀνέσεως τύχωμεν; Καταλαβούσης δὲ πάλιν τῆς ἑσπέρας, ἐν δάκρυσι πικροτάτοις συλλαλοῦσιν εἰς ἑαυτούς· πότε ἄρα διαφαύσει, ἵνα τὴν ἐπικειμένην θλῖψιν ἐκφύγωμεν; Καὶ οὐκ ἔστι ποῦ φυγεῖν ἢ κρυβῆναι· τετάρακται γὰρ τὰ σύμπαντα, ἡ θάλασσα καὶ ἡ ξηρά. Διὰ τοῦτο ἔφη ἡμῖν ὁ Κύριος· γρηγορεῖτε, δεόμενοι ἀδιαλείπτως ἐκφυγεῖν ἐκ θλίψεως.
Δυσωδία ἐν θαλάσσῃ, δυσωδία ἐπὶ τῆς γῆς, λιμοί, σεισμοί. Ἐν θαλάσσῃ σύγχυσις, ἐπὶ τῆς γῆς σύγχυσις· ἐν θαλάσσῃ φόβητρα, φόβητρα ἐπὶ τῆς γῆς. Χρυσὸς πολὺς καὶ ἄργυρος καὶ σηρικὰ ἱμάτια οὐδὲν ὠφελήσει τινὰ ἐν τῇ θλίψει ἐκείνῃ, ἀλλὰ πάντες οἱ ἄνθρωποι τοὺς νεκροὺς μακαρίζουσι τοὺς ταφέντας πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν θλῖψιν τὴν μεγάλην ἐπὶ τῆς γῆς. Ῥίπτεται γὰρ καὶ ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος ἐν πλατείαις, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἁπτόμενος, ἐπεὶ πάντα ἐβδέλυκται· ἀλλὰ πάντες τοῦ ἐκφυγεῖν καὶ κρυβῆναι σπουδάζουσι, καὶ οὐδαμοῦ αὐτοῖς ἔστι κρυβῆναι ἐκ θλίψεως. Ἀλλ᾿ ἔτι μετὰ τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς θλίψεως καὶ τοῦ φόβου θηρία καὶ ἑρπετὰ σαρκοφάγα εὑρίσκονται δάκνοντα. Ἔσωθεν φόβος καὶ ἔξωθεν τρόμος, καὶ ἐν νυκτὶ καὶ ἐν ἡμέρᾳ. Ἐν πλατείαις θνησιμαῖα. Ἐν πλατείαις δυσωδία, ἐν οἰκίαις δυσωδία. Ἐν πλατείαις πεῖνα καὶ δίψα, ἐν οἰκίαις πεῖνα καὶ δίψα. Ἐν πλατείαις φωνὴ κλαυθμοῦ, ἐν οἰκίαις φωνὴ κλαυθμοῦ. Ἐν πλατείαις θόρυβος, ἐν οἰκίαις θόρυβος. Εἷς ἕκαστος τῷ ἑτέρῳ μετὰ κλαυθμοῦ συναντῶσι· πατὴρ τέκνῳ καὶ υἱὸς πατρί· μήτηρ τῇ θυγατρί. Φίλοι φίλοις ἐν πλατείαις περιπλακέντες ἐκλείπουσι, καὶ ἀδελφοὶ ἀδελφοῖς περιπλακέντες θανατοῦνται. Μεμάρανται καὶ τὸ κάλλος τῆς ὄψεως πάσης σαρκός· γίνονται δὲ αἱ ἰδέαι αὐτῶν ὡς νεκροῦ. Ἐβδέλυκται καὶ μεμίσηται καὶ τὸ κάλλος τῶν γυναικῶν. Μαρανθήσεται πᾶσα σὰρξ καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων.
Ἅπαντες δὲ οἱ πεισθέντες τῷ δεινῷ θηρίῳ καὶ λαβόντες τὴν ἐκείνου σφραγῖδα, τὸν δυσσεβῆ χαρακτῆρα τοῦ μιαροῦ, προστρέχοντες αὐτῷ ἅμα καὶ λέγουσι μετ᾿ ὀδύνης· δὸς ἡμῖν φαγεῖν καὶ πιεῖν, ὅτι πάντες ἐκλείπομεν ἐκ τοῦ λιμοῦ σφιγγόμενοι· καὶ ἀπέλασον ἀφ᾿ ἡμῶν τὰ ἰοβόλα θηρία. Καὶ ἀπορῶν ὁ ἄθλιος ἀποκρίνεται ἐν πολλῇ ἀποτομίᾳ, λέγων· πόθεν ἐγὼ δώσω ὑμῖν φαγεῖν καὶ πιεῖν, ὦ ἄνθρωποι; Ὁ οὐρανὸς οὐ βούλεται δοῦναι τῇ γῇ ὑετόν· ἡ γῆ δὲ πάλιν οὐ δέδωκεν ὅλως θέρος ἢ γεννήματα. Ἀκούοντες δὲ ταῦτα οἱ λαοί, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι, μὴ ἔχοντες παντελῶς παραμυθίαν θλίψεως, ἀλλὰ θλῖψις ἐπὶ τῇ θλίψει ἔσται αὐτοῖς ἀμύθητος, ὅτι οὕτως εὐπροθέτως τῷ τυράννῳ ἐπίστευσαν. Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἄθλιος οὐκ ἰσχύει οὐδὲ ἑαυτῷ βοηθῆσαι· καὶ πῶς αὐτοὺς ἐλεῆσαι; Ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἔσται ἀνάγκη μεγάλη ἐκ θλίψεως πολλῆς τοῦ Δράκοντος καὶ τοῦ φόβου καὶ σεισμοῦ καὶ τῆς θαλάσσης τοῦ ἤχου καὶ τοῦ λιμοῦ καὶ τῆς δίψης καὶ τῶν δηγμάτων τῶν θηρίων. Πάντες δὲ οἱ λαβόντες τὴν σφραγῖδα τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ προσκυνήσαντες αὐτῷ, ὡς Θεῷ τῷ ἀγαθῷ, οὐκ ἔχουσί τινα μερίδα ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μετὰ τοῦ Δράκοντος βληθήσονται ἐν τῇ γεέννῃ.
Μακάριος ὁ εὑρεθεὶς πανάγιος καὶ πάμπιστος, ὁ ἔχων αὑτοῦ τὴν καρδίαν πρὸς τὸν Θεὸν ἀδιστάκτως· ἀφόβως γὰρ ἐκκρούεται τὰς πεύσεις αὐτοῦ πάσας, καταφρονῶν καὶ βασάνων καὶ τῶν φαντασιῶν αὐτοῦ. Πρὶν ἢ δὲ ταῦτα γενέσθαι, ἀποστέλλει ὁ Κύριος Ἠλίαν τὸν Θεσβίτην καὶ τὸν Ἐνώχ, ὡς εὔσπλαγχνος, ὅπως αὐτοὶ γνωρίσωσιν εὐσέβειαν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων καὶ κηρύξωσι παρρησίᾳ θεογνωσίαν πᾶσι, μὴ πιστεῦσαι τῷ τυράννῳ φόβου ἕνεκα, κράζοντας καὶ λέγοντας· πλάνος ἐστίν, ὦ ἄνθρωποι· μηδεὶς αὐτῷ πιστεύσῃ τὸ σύνολον, ἢ ὑπακούσῃ τῷ θεομάχῳ· μηδεὶς ὑμῶν φοβηθῇ· ἐν τάχει γὰρ καταργεῖται. Ὁ Κύριος ὁ ἅγιος, ἰδού, ἔρχεται ἐξ οὐρανοῦ κρῖναι πάντας τοὺς πειθομένους αὐτοῦ τοῖς σημείοις. Πλὴν ὀλίγοι εἰσὶ τότε οἱ θέλοντες ὑπακούειν καὶ πιστεῦσαι τῷ κηρύγματι τῶν Προφητῶν. Τοῦτο δὲ ποιεῖ ὁ Σωτήρ, ἵνα δείξῃ τὴν ἄφατον αὑτοῦ φιλανθρωπίαν· ὅτι οὐδὲ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀφίησι τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος δίχα κηρύγματος, ὅπως ἀναπολόγητοι ὦσι πάντες ἐν τῇ κρίσει. Πολλοὶ μὲν οὖν τῶν ἁγίων, ὅσοι τότε εὑρεθῶσιν εἰς τὴν ἔλευσιν τοῦ μιαροῦ, ἐκχέουσι ποταμηδὸν τὰ δάκρυα ἐν στεναγμοῖς πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἅγιον τοῦ ῥυσθῆναι τοῦ Δράκοντος. Καὶ φεύγουσιν ἐν σπουδῇ μεγάλῃ ἐν ἐρήμοις, καὶ κρύπτονται ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις μετὰ φόβου, καὶ πάσσουσι γῆν καὶ σποδὸν ἐπὶ τὰς κεφαλάς, δεόμενοι νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν πολλῇ ταπεινώσει. Καὶ δωρεῖται αὐτοῖς τοῦτο παρὰ Θεοῦ τοῦ ἁγίου, καὶ ὁδηγεῖ αὐτοὺς ἡ χάρις εἰς τόπους ὡρισμένους, καὶ σῴζονται κρυπτόμενοι ἐν ταῖς ὀπαῖς καὶ τοῖς σπηλαίοις, μὴ βλέποντες τὰ σημεῖα καὶ τὰ φόβητρα τοῦ Ἀντιχρίστου. Τοῖς γὰρ ἔχουσι γνῶσιν, εὐχερῶς ἡ τούτου γνωρίζεται ἔλευσις· τοῖς δὲ τὸν νοῦν ἔχουσιν εἰς πράγματα βιωτικὰ καὶ ποθοῦσι τὰ γήϊνα, οὐκ εὔδηλον ἔσται τοῦτο. Ὁ γὰρ ἀεὶ δεδεμένος ἐν πράγμασι βιωτικοῖς, κἂν ἀκούσῃ, ἀπιστεῖ καὶ βδελύσσεται τὸν λέγοντα. Τούτου χάριν ἐνισχύουσιν οἱ ἅγιοι, ὅτι πᾶσαν τὴν ἡμέραν καὶ τὴν μέριμναν τοῦ βίου τούτου ἀπέρριψαν.
Πενθεῖ τότε πᾶσα ἡ γῆ καὶ θάλασσα. Καὶ ἀὴρ πενθεῖ ἅμα καὶ τὰ ζῶα τὰ ἄγρια σὺν πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ. Πενθοῦσιν ὄρη καὶ βουνοὶ καὶ τὰ ξύλα τοῦ πεδίου. Πενθοῦσι δὲ καὶ φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ διὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὅτι πάντες ἐξέκλιναν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἁγίου καὶ τῷ πλάνῳ ἐπίστευσαν, δεξάμενοι χαρακτῆρα τοῦ μιαροῦ καὶ θεομάχου ἀντὶ τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Πενθεῖ ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα, ὅτι ἄφνω κατέπαυσε φωνὴ ψαλμοῦ καὶ προσευχῆς ἐκ στόματος ἀνθρώπου. Πενθοῦσιν αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ πᾶσαι πένθος μέγα, διότι οὐ λειτουργεῖται ἁγιασμὸς καὶ προσφορά.
Μετὰ γοῦν τὸ πληρωθῆναι τοὺς τρεῖς καιροὺς καὶ ἥμισυ τῆς τοῦ μιαροῦ ἐξουσίας καὶ πράξεως, καὶ ὅταν πληρωθῇ πάντα τὰ σκάνδαλα πάσης τῆς γῆς, καθώς φησιν ὁ Κύριος, ἥξει λοιπόν, ὡς ἀστραπὴ ἀστράπτων ἐξ οὐρανοῦ, ὁ ἅγιος καὶ ἄχραντος καὶ φοβερὸς καὶ ἔνδοξος Θεὸς ἡμῶν, μετὰ δόξης ἀνεικάστου, προτρεχόντων τῶν ταγμάτων ἐνώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ Ἀγγέλων, Ἀρχαγγέλων, πάντες φλόγες πυρὸς ὄντες, καὶ ποταμὸς πλήρης πυρὸς ἐν φοβερῷ ῥοιζήματι. Χερουβεὶμ ἔχοντα τὸ ὄμμα κάτω καὶ Σεραφεὶμ ἱπτάμενα καὶ κρύπτοντα τὰ πρόσωπα καὶ τοὺς πόδας ἐν ταῖς πτέρυξι ταῖς πυρίναις, κεκραγότα μετὰ φρίκης· ἐγείρεσθε, οἱ καθεύδοντες. Ἰδού, ἦλθεν ὁ Νυμφίος. Ἀνοίγονται δὲ τὰ μνήματα, καὶ ὡς ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ ἐγείρονται πᾶσαι αἱ φυλαί, καὶ βλέπουσιν εἰς τὸ κάλλος τὸ ἅγιον τοῦ Νυμφίου. Καὶ μύριαι μυριάδες καὶ χίλιαι χιλιάδες Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, ἀναρίθμητοι στρατιαί, χαίρουσι χαρὰν μεγάλην. Ἅγιοι καὶ δίκαιοι καὶ πάντες οἱ μὴ λαβόντες τὴν σφραγῖδα τοῦ Δράκοντος <τοῦ μιαροῦ> καὶ ἀσεβοῦς ἀγάλλονται. Καὶ ἄγεται ὁ τύραννος, δεδεμένος ὑπὸ Ἀγγέλων, σὺν πᾶσι τοῖς δαίμοσιν, ἐνώπιον τοῦ βήματος, καὶ οἱ λαβόντες τὴν αὑτοῦ σφραγῖδα, καὶ πάντες οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ δεδεμένοι. Καὶ δίδωσιν ὁ Βασιλεὺς τὴν κατ᾿ αὐτῶν ἀπόφασιν τῆς αἰωνίου κρίσεως ἐν τῷ πυρὶ τῷ ἀσβέστῳ. Πάντες δὲ οἱ μὴ λαβόντες τὴν σφραγῖδα τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ πάντες οἱ ἐν σπηλαίοις, ἀγάλλονται σὺν τῷ Νυμφίῳ ἐν παστῷ αἰωνίῳ καὶ οὐρανίῳ, μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων, εἰς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πῶς ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς Ἐφραὶμ καὶ γεμάτος παραπτώματα, θὰ μπορέσω νὰ διηγηθῶ αὐτὰ ποῦ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ δύναμή μου; Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Σωτῆρας μας, χάρη στὴ δική του εὐσπλαχνία, δίδαξε τὴ σοφία στοὺς ἀγράμματους καὶ μ᾿ αὐτοὺς φώτισε τοὺς πιστοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ὅλο τὸν κόσμο, θὰ ἐνισχύσει πλούσια καὶ τὴ δική μου γλῶσσα γιὰ νὰ ἔρθει ὠφέλεια καὶ οἰκοδομῇ καὶ σ᾿ ἐμένα ποὺ μιλῶ, καὶ σὲ ὅλους τους ἀκροατές μου. Θὰ μιλήσω μάλιστα μὲ πόνο καὶ θὰ πῶ μὲ στεναγμοὺς γιὰ τὴ συντέλεια τοῦ παρόντος κόσμου καὶ γιὰ τὸν ἀδιάντροπο καὶ φοβερὸ Δράκοντα, ποὺ πρόκειται νὰ ταράξει ὅλη τὴν οἰκουμένη, καὶ νὰ βάλει μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δειλία καὶ ἀμέλεια καὶ φοβερὴ ἀπιστία, καὶ  νὰ κάνει θαύματα καὶ τερατουργίες καὶ φοβερὰ φαινόμενα, ὥστε, ἂν μπορέσει, νὰ πλανήσει ἀκόμη καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ νὰ ἐξαπατήσει ὅλους μὲ τὰ ψεύτικα θαύματα καὶ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες ποὺ θὰ γίνουν ἂπ αὐτόν. Διότι μὲ παραχώρηση τοῦ ἁγίου Θεοῦ θὰ λάβει ἐξουσία νὰ ἐξαπατήσει τὸν κόσμο, διότι πλήθυνε ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ παντοῦ θὰ προξενεῖ κάθε λογὴς συμφορές. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄχραντος Δεσπότης παραχώρησε νὰ πειραχθεῖ ὁ κόσμος μὲ πνεῦμα πλάνης, ἐξαιτίας τῆς ἀσέβειας τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἔτσι ἤθελαν οἱ ἄνθρωποι, νὰ ἀποστατήσουν δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀγαπήσουν τὸν Πονηρό.
Μεγάλος ἀγῶνας, ἀδελφοί, θὰ ὑπάρχει ἐκείνους τοὺς καιρούς, κυρίως γιὰ τοὺς πιστούς· ὅταν θὰ πραγματοποιοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Δράκοντα θαύματα καὶ τερατουργίες μὲ πολλὴ δύναμη· ὅταν ἐπίσης θὰ παρουσιάζει τὸν ἑαυτό του, σὰν θεό, μὲ φοβερὲς φαντασίες, νὰ πετᾷ στὸν ἀέρα, καὶ ὅλους τους δαίμονες νὰ εἶναι ψηλὰ στὸν ἀέρα, σὰν ἄγγελοι, μπροστὰ στὸν τύραννο- διότι θὰ κραυγάζει μὲ δύναμη, ἀλλάζοντας μορφές, προξενώντας ἀμέτρητο φόβο σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Τότε, ἀδελφοί, ποιὸς ἄραγε θὰ βρεθεῖ νὰ εἶναι ὀχυρωμένος μὲ τεῖχος καὶ νὰ μένει ἀσάλευτος, ἔχοντας στὴν ψυχή του τὴν ἀπόδειξη, δηλαδὴ τὴν ἁγία παρουσία τοῦ μονογενῆ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μας, ὅταν θὰ δεῖ ἐκείνη τὴν ἀπερίγραπτη θλίψη νὰ ἁπλώνεται παντοῦ σὲ κάθε ψυχή, καὶ νὰ μὴν ἔχει ἐντελῶς ἀπὸ πουθενὰ παρηγοριά, οὔτε ἐπίσης ἀνακούφιση, στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα; «Ὅταν θὰ δεῖ ὁλόκληρο τὸν κόσμο νὰ ταράζεται, καὶ νὰ φεύγει ὁ καθένας νὰ κρυφτεῖ στὰ βουνά, καὶ ἄλλους νὰ πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα, ἄλλους ἐπίσης νὰ λιώνουν σὰν τὸ κερί, ἀπὸ φοβερὴ δίψα, καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει ἐκεῖνος ποῦ θὰ τοὺς σπλαχνισθεΐ; Ὅταν θὰ δεῖ ὅλα τὰ πρόσωπα νὰ χύνουν δάκρυα, καὶ νὰ ρωτοῦν μὲ πόθο, ἂν ὑπάρχει ἐπάνω στὴ γῆ λόγος Θεοῦ; Καὶ θὰ ἀκούσει, ὅτι δὲν ὑπάρχει πουθενά. Ποιὸς λοιπὸν θὰ ἀντέξει ἐκεῖνες τὶς μέρες; Καὶ ποιὸς θὰ ὑπομείνει τὴν ἀβάσταχτη θλίψη, ὅταν θὰ δεῖ τὴν ταραχὴ τῶν λαῶν ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς γιὰ νὰ δοῦν τὸν τύραννο, καὶ πολλοὺς νὰ προσκυνοῦν μπροστὰ στὸν τύραννο, κραυγάζοντας μὲ τρόμο Ὅτι «Ἔσυ εἶσαι ὁ σωτῆρας μας»; Ἢ θάλασσα θὰ ταραχθεῖ καὶ ἢ γῆ θὰ ξεραθεῖ, οἱ οὐρανοὶ δὲ θὰ βρέξουν,τὰ φυτὰ θὰ μαραθοῦν, καὶ Ὅλοι ὅσοι εἶναι στὰ ἀνατολικὰ τῆς γῆς θὰ φύγουν στὰ δυτικά, ἀπὸ τὸν πολὺ φόβο· καὶ ἐπίσης, ὅσοι εἶναι στὰ δυτικὰ θὰ φύγουν στὰ ἀνατολικά, μὲ τρόμο. Καὶ τότε, ἀφοῦ ὁ ἀδιάντροπος λάβει τὴν ἐξουσία, θὰ στείλει τοὺς δαίμονες σὲ ὅλα τὰ πέρατα, γιὰ νὰ κηρύξουν μὲ παρρησία ὅτι «Ἐμφανίσθηκε μεγάλος βασιλιὰς μὲ δόξα· ἐλᾶτε νὰ τὸν δεῖτε».
Ποιὸς λοιπὸν θὰ ἔχει τόσο ἰσχυρὴ ψυχή, ὥστε νὰ σηκώσει μὲ γενναιότητα ὅλα τὰ σκάνδαλα; Ποιὸς λοιπὸν θὰ εἶναι, ὅπως εἶπα προηγουμένως, τόσο δυνατὸς ἄνθρωπος, ὥστε νὰ τὸν μακαρίσουν ὅλοι οἱ «Ἄγγελοι; Διότι ἐγώ, ἀδελφοί μου φιλόχριστοι καὶ τέλειοι, φοβήθηκα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνάμνηση τοῦ Δράκοντα, ἀναλογιζόμενος τὴ θλίψη ποὺ πρόκειται νὰ συμβεῖ στοὺς ἀνθρώπους, ἐκείνους τοὺς καιρούς, καὶ ἐπίσης πόσο αὐτὸς ὁ Δράκοντας θὰ εἶναι ἀχρεῖος καὶ σκληρὸς γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, καὶ περισσότερο ἄγριος θὰ γίνει γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἔχουν τὴ δύναμη νὰ νικήσουν τὶς φανταστικὲς τερατουργίες του. Διότι θὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τότε ποὺ θὰ φανοῦν εὐάρεστοι στὸν Θεό, καὶ ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ σωθοῦν στὰ βουνὰ καὶ στοὺς ἔρημους τόπους, μὲ πολλὲς δεήσεις καὶ μὲ ἀβάσταχτους θρήνους. Διότι ὁ ἅγιος Θεὸς βλέποντάς τους νὰ εἶναι μέσα σὲ τόσο ἀπερίγραπτο θρῆνο καὶ σὲ τόσο ἀληθινὴ πίστη, θὰ ἐκδηλώσει σ᾿ αὐτοὺς τὴν εὐσπλαχνία του, ὡς φιλόστοργος πατέρας, καὶ θὰ τοὺς διαφυλάξει ἐκεῖ ὅπου ἔχουν κρυφτεῖ. Καὶ διότι ὁ ἀχρειότατος Δράκοντας δὲ θὰ σταματήσει νὰ ἀναζητᾷ τοὺς πιστοὺς στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἔγινε πιὰ βασιλιὰς ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ὅλους τους ἔχει ὑποτάξει. Καὶ νομίζει ὁ ἄθλιος ὅτι θὰ ἀντισταθεῖ ἐκείνη τὴ φοβερὴ ὥρα, ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἐπειδὴ δὲ γνωρίζει ὁ ἄθλιος τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ἔπεσε. Παρόλα αὐτὰ ὅμως ταράζει τὴ γῆ καὶ φοβερίζει τὰ σύμπαντα μὲ τὰ ψεύτικα μαγικὰ θαύματά του.
Δὲ θὰ ὑπάρχει ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Δράκοντας, ἀνακούφιση ἐπάνω στὴ γῆ, ἀλλὰ μεγάλη θλίψη, ταραχὴ καὶ σύγχυση, θάνατοι καὶ πεῖνες σὲ ὅλο τὸν κόσμο διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας μὲ τὸ θεϊκό του στόμα εἶπε, Ὅτι τέτοια δὲν ἔχουν συμβεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἁμαρτωλοί, πὼς θὰ συμπεράνουμε τὸ ὑπέρμετρο ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπερίγραπτο αὐτῆς τῆς θλίψης, ὅταν ὁ Θεὸς ἔτσι τὴν χαρακτήρισε; Λοιπόν, ἂς προσηλώσει ὁ καθένας τὸ νοῦ του μὲ ἀκρίβεια στὶς ἅγιες λέξεις τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα μας πὼς ἐξαιτίας τῆς δυσκολίας καὶ τῆς ὑπερβολικῆς θλίψης θὰ λιγοστεύσει τὶς μέρες τῆς θλίψης, χάρη στὴν εὐσπλαχνία του, παροτρύνοντάς μας καὶ λέγοντας «Νὰ προσεύχεσθε, νὰ μὴ συμβεῖ ἡ φυγή σας χειμῶνα ἢ μέρα Σάββατο». Καὶ ἐπίσης- «Νὰ ἀγρυπνᾶτε πάντοτε, προσευχόμενοι ἀδιάκοπα, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖτε νὰ ἀποφύγετε τὴ θλίψη καὶ νὰ σταθεῖτε μπροστὰ στὸν Θεὸ διότι ὁ καιρὸς πλησιάζει». Καὶ ὅμως ὅλοι ἐπιμένουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν κακία, καὶ δὲν πιστεύουμε. «Ἂς παρακαλέσουμε ἀδιάκοπα μὲ δάκρυα καὶ προσευχές, πέφτοντας γονατιστοὶ μπροστὰ στὸν Θεὸ νύχτα καὶ μέρα, γιὰ νὰ σωθοῦμε οἱ ἁμαρτωλοί.
«Ὁποῖος ἔχει δάκρυα καὶ κατάνυξη, ἃς παρακαλέσει τὸν Κύριο, γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴ θλίψη ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθει ἐπάνω στὴ γῆ, ὥστε οὔτε τὸ ἴδιο τὸ θηρίο νὰ δεῖ ἐντελῶς, οὔτε ἐπίσης νὰ ἀκούσει τὰ φοβερὰ πράγματα. Διότι θὰ ἔρθουν ἐπάνω στὴ γῆ, στοὺς διάφορους τόπους, πεῖνες, σεισμοὶ καὶ διάφοροι θάνατοι. Θὰ πρέπει νὰ ἔχει γενναία ψυχὴ αὐτὸς ποὺ θὰ μπορέσει νὰ διατηρήσει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνάμεσα στὰ σκάνδαλα. Διότι, ἂν βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀμελεῖ ἔστω καὶ λίγο, εὔκολα κυριεύεται καὶ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ πονηροῦ καὶ ἀπατηλοῦ Δράκοντα. Καὶ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος παρουσιάζεται νὰ εἶναι τὴ μέρα τῆς κρίσης ἀσυγχώρητος· διότι τὸ βλέπει καὶ ὁ ἴδιος, ὅτι πίστευσε στὸν τύραννο μὲ τὴ θέλησή του.
«Ἔχουμε ἀνάγκη, ἀγαπητοί, ἀπὸ πολλὲς προσευχὲς καὶ ἀπὸ πολλὰ δάκρυα, γιὰ νὰ βρεθεῖ κάποιος ἀπό μας σταθερὸς στοὺς πειρασμούς. Διότι θὰ εἶναι πολλὲς οἱ φανταστικὲς τερατουργίες τοῦ θηρίου ποὺ θὰ συμβοῦν ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι θεομάχος, θέλει νὰ ἀπολεσθοῦν ὅλοι. Διότι μεταχειρίζεται ὁ τύραννος τέτοιον τρόπο, γιὰ νὰ ἔχουν ὅλοι τὴ σφραγῖδα τοῦ θηρίου, ὅταν θὰ ἔρθει στὴν ἐποχή του καὶ στὸν ὁρισμένο καιρὸ νὰ ἐξαπατήσει Ὅλο τὸν κόσμο μὲ θαύματα· καὶ ἔπειτα ἔτσι νὰ προσφέρει τὶς τροφὲς καὶ κάθε ἐμπόρευμα καὶ θὰ τοποθετήσει κυβερνῆτες νὰ ἐκτελοῦν τὸ πρόσταγμά του.
Προσέχετε, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερβολικὴ πονηρία τοῦ θηρίου· διότι μεταχειρίζεται πονηρὰ τεχνάσματα. Προσέχετε πὼς ἀρχίζει ὀπὸ τὴν κοιλιά, ὥστε ὅταν κάποιος βρεθεῖ σὲ δυσκολία, στερούμενος τὴν τροφή, νὰ ἀναγκασθεῖ νὰ δεχθεῖ τὴ σφραγῖδα ἐκείνου, ὄχι ὅπου τύχει, σὲ ὁποιοδήποτε μέλος τοῦ σώματος, ἀλλὰ νὰ δεχθεῖ τὸ ἄσεβες χάραγμα στὸ δεξὶ χέρι, ἐπίσης καὶ στὸ μέτωπο, γιὰ νὰ μὴν ἔχει ὁ ἄνθρωπος δύναμη νὰ σχηματίσει μὲ τὸ δεξί του χέρι τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, οὔτε ἐπίσης νὰ σημειώσει στὸ μέτωπο τοῦ ἐντελῶς τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, οὔτε τὸν ἔνδοξο καὶ τίμιο σταυρὸ τοῦ Χρίστου καὶ Σωτῆρα μας. Διότι γνωρίζει ὁ ἄθλιος ὅτι, ἂν σχηματισθεῖ ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου, καταργεῖ ὅλη τὴ δύναμή του, καὶ γι᾿ αὐτὸ σφραγίζει τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἄνθρωπου· διότι τὸ δεξὶ χέρι εἶναι ποὺ σφραγίζει ὅλα τὰ μέλη μας. Παρόμοια μάλιστα καὶ τὸ μέτωπο, σὰν λυχνοστάτης, κράτα ψηλὰ τὸ λυχνάρι τοῦ φωτός, δηλαδὴ τὸ σύμβολο τοῦ Σωτῆρα μας.
Περιμένει λοιπόν, ἀδελφοί μου, φοβερὸς ἀγῶνας ὅλους τους φιλόχριστους ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μὴ δειλιάσουν ὡς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, οὔτε νὰ δείξουν ἀδιαφορία, ὅταν θὰ χαράζει ὁ Δράκοντας τὴ σφραγίδα του ἀντὶ γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Σωτῆρα. Διότι μεταχειρίζεται τέτοιον τρόπο, ὥστε νὰ μὴν ἀναφέρεται διόλου, αὐτὸ τὸν καιρό, τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρα. Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὁ ἀνίσχυρος, ἐπειδὴ φοβᾶται καὶ τρέμει ἀπὸ τὴν ἁγία δύναμη τοῦ Σωτῆρα μας. Διότι, ἂν κάποιος δὲ δεχθεῖ τὴ σφραγῖδα ἐκείνου, δὲν αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες του, οὔτε ἐπίσης ὁ Κύριος ἀπομακρύνεται ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τοὺς φωτίζει καὶ τοὺς ἑλκύει  κοντά του.
Πρέπει νὰ καταλάβουμε ἐμεῖς, ἀδελφοί, μὲ κάθε ἀκρίβεια, ὅτι οἱ φανταστικὲς τερατουργίες τοῦ Ἐχθροῦ εἶναι ἄσπλαχνες. Ὁ Κύριος μας ὅμως ἔρχεται σὲ ὅλους ἐμᾶς μὲ γαλήνη, γιὰ νὰ ἀποκρούσει γιὰ χάρη μας τὶς πανουργίες τοῦ θηρίου. «Ἂν κρατᾶμε μὲ εἰλικρίνεια τὴν ὀρθὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ, θὰ διασκορπίσουμε εὔκολα τὴ δύναμη τοῦ τυράννου, θὰ ἀποκτήσουμε ἀμετακίνητο λογισμὸ καὶ σταθερότητα, καὶ θὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό μας ὁ ἀνίσχυρος, ἐπειδὴ δὲ θὰ μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε.
Ἐγὼ ὁ τιποτένιος, ἀδελφοὶ φιλόχριστοι, σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὴ γινόμαστε πλαδαροί, ἀλλὰ ἀπεναντίας νὰ γινόμαστε δυνατοὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ἀναπόφευκτος ἀγῶνας εἶναι πολὺ κοντά μας· ἂς πάρουμε ὅλοι τὴν ἀσπίδα τῆς πίστεως. Νὰ εἶστε λοιπὸν πρόθυμοι, σὰν ἔμπιστοι δοῦλοι, καὶ νὰ μὴ δέχεστε ἄλλον. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ κλέφτης καὶ ἄθλιος καὶ σκληρὸς πρόκειται νὰ ἔρθει πρῶτος αὐτός, στὸν καιρό του, θέλοντας νὰ κλέψει καὶ νὰ σφάξει καὶ νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια τὴν ἐκλεκτὴ ποίμνη τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένα Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένα.
«Ἂς μάθουμε, ἀγαπητοί, μὲ τί λογὴς μορφὴ ἔρχεται στὴ γῆ ὁ ἀδιάντροπος «ὄφις. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Σωτήρας, θέλοντας νὰ σώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ μὲ μορφὴ ἀνθρώπου νίκησε τὸν ἐχθρὸ μὲ τὴν ἁγία δύναμη τῆς θεότητάς του, σοφίσθηκε αὐτὸς νὰ πάρει τὴ μορφὴ τῆς παρουσίας του καὶ νὰ μᾶς ἐξαπατήσει. Ὁ Κύριός μας ὅμως θὰ ἔρθει στὴ γῆ μέσα σὲ φωτεινὲς νεφέλες, σὰν φοβερὴ ἀστραπή. Ὁ ἐχθρὸς ἀπεναντίας δὲ θὰ ἔρθει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο- διότι εἶναι ἀποστάτης. Θὰ γεννηθεῖ ὅμως ἀκριβῶς τὸ ὄργανο ἐκείνου ἀπὸ μία ἀχρεία κόρη καὶ δὲ θὰ γίνει ἄνθρωπος αὐτός. Καὶ θὰ ἔρθει ὁ ἀχρειότατος μὲ τέτοια μορφή, σὰν κλέφτης, γιὰ νὰ ἐξαπατήσει ὅλο τὸν κόσμο: ταπεινός, ἥσυχος, μισώντας, λέει, τὴν ἀδικία, ἀποστρεφόμενος τὰ εἴδωλα, προτιμώντας τὴν εὐσέβεια, ἀγαθός, φιλόπτωχος, ὑπερβολικὰ ὄμορφος, ἀτάραχος, χαρούμενος πρὸς ὅλους, τιμώντας ὑπερβολικὰ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, διότι αὐτοὶ περιμένουν τὸν ἐρχομό του. Ἀνάμεσα σὲ ὅλους αὐτοὺς θὰ πραγματοποιεῖ θαύματα, τερατουργίες καὶ φοβερὰ πράγματα, μὲ πολλὴ δύναμη. Καὶ θὰ μηχανεύεται μὲ δόλο νὰ γίνει ἀρεστὸς σὲ ὅλους, γιὰ νὰ ἀγαπηθεῖ γρήγορα ἀπὸ πολλούς. Καὶ δὲ θὰ παίρνει δῶρα, δὲ θὰ μιλᾷ μὲ ὀργή, δὲ θὰ παρουσιάζεται σκυθρωπός, ἀλλὰ μὲ τὸ πρόσχημα τῆς καλῆς του διαγωγῆς θὰ ἐξαπατᾷ τὸν κόσμο, ὡσότου νὰ βασιλεύσει.
«Ὅταν λοιπὸν θὰ δοῦν πολλοὶ λαοὶ καὶ ἔθνη τέτοιες ἀρετὲς καὶ τέτοια θαύματα, ὅλοι τους θὰ συμφωνήσουν καὶ θὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιὰ μὲ μεγάλη χαρά, λέγοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Μήπως λοιπὸν ὑπάρχει ἄλλος τόσο πολὺ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος;». Θὰ ἀνυψωθεῖ μάλιστα ἀμέσως ἢ βασιλεία του, καὶ θὰ πατάξει μὲ θυμὸ τρεῖς μεγάλους βασιλεῖς. Στὴ συνέχεια θὰ ὑπερηφανευθεῖ ἢ καρδιά του, καὶ θὰ ξεράσει ὁ Δράκοντας τὴν πικρότητά του. Θὰ ταράξει τὴν οἰκουμένη καὶ θὰ κινήσει τὸ πέρατα τοῦ κόσμου· θὰ προξενήσει θλίψη σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ θὰ μολύνει τὶς ψυχές. «Ὄχι πιὰ σὰν εὐλαβής, ἀλλὰ σὲ ὅλα σκληρὸς πρὸς ὅλους, ἀπότομος, ὀργίλος, θυμώδης, φοβερός, ἐμπαθής, τρομερός, ἄσχημος, μισητός, σιχαμερός, ἄγριος, ὀλέθριος, ἀδιάντροπος καὶ πρόθυμος νὰ ρίξει μέσα στὸ λάκκο τῆς ἀσέβειας ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Πληθύνει τὰ θαύματα τοῦ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, μὲ ψευτιὰ καὶ ὄχι μὲ ἀλήθεια. Ἐνῷ θὰ παραβρίσκονται καὶ ἄλλα πολλὰ πλήθη, καὶ θὰ τὸν ἐπευφημοῦν γιὰ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες του, θὰ φωνάξει δυνατά, ὥστε νὰ σαλευθεῖ ὁ τόπος, ὅπου τὰ πλήθη στέκονται μπροστὰ τοὺ· «Γνωρίστε, ὅλοι οἱ λαοί, τὴ δύναμή μου καὶ τὴν ἐξουσία μου». Θὰ μετακινεῖ βουνὰ μπροστὰ στὰ μάτια αὐτῶν ποὺ τὰ βλέπουν καὶ θὰ ἀνυψώνει νησιὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα· ὅλα ὅμως θὰ τὰ κάνει μὲ ἀπάτη καὶ μὲ φαντασία, καὶ ὄχι ἀληθινά, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ πλανᾷ τὸν κόσμο καὶ θὰ ἐξαπατᾷ μὲ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες τὰ σύμπαντα. Πολλοὶ θὰ πιστεύσουν καὶ θὰ τὸν δοξάσουν, σὰν ἰσχυρὸ θεό.
Τότε θὰ θρηνήσει φοβερὰ καὶ θὰ στενάξει κάθε ψυχή. Τότε ὅλοι θὰ ἀντικρίσουν μία ἀπαρηγόρητη θλίψη, ποὺ θὰ τοὺς κράτα νύχτα καὶ μέρα, καὶ δὲ θὰ βρίσκουν πουθενὰ τρόπο νὰ χορτάσουν ἀπὸ τροφή. Διότι θὰ τοποθετηθοῦν σὲ κάθε τόπο κυβερνῆτες σκληροί· καὶ ἂν κάποιος ἔχει τὴ σφραγίδα τοῦ τυράννου χαραγμένη στὸ μέτωπο ἢ στὸ δεξί του χέρι, θὰ ἀγοράζει λίγα τρόφιμα ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ ὑπάρχουν. Τότε θὰ πεθαίνουν τὰ νήπια στὴν ἀγκαλιὰ τῶν μανάδων τους· θὰ πεθαίνει ἐπίσης ἡ μάνα πάνω ἀπὸ τὸ παιδί της· θὰ πεθαίνει ἐπίσης ὁ πατέρας μαζὶ μὲ τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του στὴν ἀγορά, καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοὺς μαζέψει καὶ θὰ τοὺς βάλει στὸ μνῆμα. Ἀπὸ τὰ πολλὰ πτώματα, ποὺ θὰ πετιοῦνται στὶς πλατεῖες, θὰ βγαίνει παντοῦ δυσωδία, ποὺ θὰ βασανίζει φοβερὰ τοὺς ζωντανούς. Τὸ πρωὶ ὅλοι θὰ λένε μὲ λύπη καὶ στεναγμούς· «Πότε θὰ βραδιάσει, γιὰ νὰ βροῦμε ἀνακούφιση;». Καὶ ὅταν ἐπίσης θὰ ἔρθει τὸ βράδυ, θὰ λένε μεταξύ τους μὲ πολὺ πικρὰ δάκρυα· «Πότε λοιπὸν θὰ φέξει, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ θλίψη ποὺ μᾶς πιέζει;». Καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει τόπος, ὅπου νὰ φύγουν ἢ νὰ κρυφθοῦν διότι τὰ πάντα ἔχουν ταραχθεῖ: ἢ θάλασσα καὶ ἢ ξηρά. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος· «Νὰ ἀγρυπνᾶτε, παρακαλώντας ἀδιάκοπα νὰ ἀποφύγετε τὴ θλίψη».
Θὰ ὑπάρχει δυσωδία στὴ θάλασσα, δυσωδία ἐπάνω στὴ γῆ, πεῖνες, σεισμοί. Θὰ ὑπάρχει ταραχὴ στὴ θάλασσα, ταραχὴ ἐπάνω στὴ γῆ· φοβερὰ πράγματα στὴ θάλασσα, φοβερὰ πράγματα ἐπάνω στὴ γῆ. Τὸ πολὺ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι καὶ τὰ μεταξωτὰ ἐνδύματα καθόλου δὲ θὰ ὠφελήσουν κάποιον σ᾿ ἐκείνη τὴ θλίψη, ἀλλὰ ἀπεναντίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ μακαρίζουν τοὺς νεκροὺς ποὺ θάφτηκαν προτοῦ νὰ ἔρθει ἢ μεγάλη θλίψη ἐπάνω στὴ γῆ. Διότι θὰ πετιέται στὶς πλατεῖες καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὰ ἀγγίξει, ἐπειδὴ ὅλα θὰ εἶναι ἀνεπιθύμητα· ἀλλὰ ἀπεναντίας ὅλοι θὰ σπεύδουν νὰ φύγουν καὶ νὰ κρυφθοῦν, καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει γι᾿ αὐτοὺς πουθενὰ τόπος νὰ κρυφθοῦν ἀπὸ τὴ θλίψη. Ἀλλὰ ἀκόμη μαζὶ μὲ τὴν πείνα καὶ τὴ θλίψη καὶ τὸ φόβο, θὰ ὑπάρχουν θηρία καὶ ἑρπετὰ σαρκοφάγα, ποὺ θὰ δαγκώνουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ μέσα φόβος καὶ ἀπὸ ἔξω τρόμος, καὶ τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα. Στὶς πλατεῖες θὰ ὑπάρχουν πτώματα. Στὶς πλατεῖες θὰ ὑπάρχει δυσωδία, στὰ σπίτια θὰ ὑπάρχει δυσωδία. Στὶς πλατεῖες πεῖνα καὶ δίψα, στὰ σπίτια πεῖνα καὶ δίψα. Στὶς πλατεῖες φωνὴ θρήνου, στὰ σπίτια φωνὴ θρήνου. Στὶς πλατεῖες θόρυβος, στὰ σπίτια θόρυβος. Θὰ συναντᾷ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ θρῆνο· ὁ πατέρας τὸ παιδί του, καὶ ὁ γιὸς τὸν πατέρα· ἢ μητέρα τὴν κόρη της. Οἱ φίλοι θὰ ξεψυχοῦν στὶς πλατεῖες ἀγκαλιασμένοι μὲ τοὺς φίλους, καὶ οἱ ἀδελφοὶ θὰ πεθαίνουν ἀγκαλιασμένοι μὲ τοὺς ἀδελφούς. Θὰ μαραθεῖ καὶ ἢ ὀμορφιὰ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ θὰ γίνει ἡ ὄψη τους, σὰν ὄψη νεκροῦ. Θὰ γίνει σιχαμερὴ καὶ μισητὴ καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῶν γυναικῶν. Θὰ μαραθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ ἢ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων.
«Ὅλοι μάλιστα ὅσοι ὑπάκουσαν στὸ φοβερὸ θηρίο καὶ δέχθηκαν τὴ σφραγίδα του, τὸ ἀσεβὲς χάραγμα τοῦ ἀχρείου θηρίου, θὰ τρέχουν σ᾿ αὐτὸ γιὰ βοήθεια καὶ συγχρόνως θὰ λένε μὲ πόνο «Δῶσε μας νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε, διότι πεθαίνουμε ὅλοι, πιεζόμενοι ἀπὸ τὴν πεῖνα· καὶ ἀπομάκρυνε ἀπὸ μᾶς τὰ φαρμακερὰ θηρία». Καὶ ἀδυνατώντας νὰ ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄθλιος, θὰ ἀπαντήσει μὲ πολλὴ σκληρότητα, λέγοντας· «Ἀπὸ ποῦ ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιεῖτε, ἄνθρωποι; Ὁ οὐρανὸς δὲ θέλει νὰ δώσει βροχὴ στὴ γῆ· καὶ ἡ γῆ ἐπίσης δὲν ἔδωσε διόλου θερισμὸ ἢ γεννήματα». Καὶ ἀκούγοντάς τα αὐτὰ οἱ λαοί, θὰ πενθήσουν καὶ θὰ κλάψουν, ἐπειδὴ δὲ θὰ ἔχουν διόλου παρηγοριὰ στὴ θλίψη τους, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ ἀκολουθήσει ἐπάνω στὴ θλίψη τοὺς ἀνείπωτη θλίψη, διότι τόσο πρόθυμα πίστευσαν στὸν τύραννο. Διότι ἐκεῖνος ὁ ἄθλιος δὲν ἔχει τὴ δύναμη οὔτε τὸν ἑαυτό του νὰ βοηθήσει- καὶ πῶς θὰ μπορέσει νὰ ἐλεήσει αὐτούς; Ἐκεῖνες τὶς μέρες θὰ ὑπάρχει μεγάλη δυσκολία ἀπὸ τὴν πολλὴ πίεση τοῦ Δράκοντα καὶ ἀπὸ τὸ φόβο καὶ ἀπὸ τὸ σεισμὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς θάλασσας καὶ ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ ἀπὸ τὴ δίψα καὶ ἀπὸ τὰ δαγκώματα τῶν θηρίων. «Ὅλοι μάλιστα ὅσοι δέχθηκαν τὴν σφραγίδα τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τὸν προσκύνησαν, σὰν τὸν ἀγαθὸ Θεό, δὲ θὰ ἔχουν κανένα μερίδιο στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ πεταχτοῦν μαζὶ μὲ τὸν Δράκοντα στὴ γέεννα.
Εἶναι μακάριος αὐτὸς ποὺ θὰ βρεθεῖ νὰ εἶναι σὲ ὅλα ἅγιος καὶ σὲ ὅλα πιστός· αὐτὸς ποὺ θὰ ἔχει προσηλωμένη τὴν καρδιά του στὸν Θεό, χωρὶς δισταγμό· διότι ἄφοβα θὰ ἀποκρούσει ὅλες τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Δράκοντα, καταφρονώντας καὶ τὰ βασανιστήρια καὶ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες του. Προτοῦ μάλιστα νὰ συμβοῦν αὐτά, θὰ στείλει ὁ Κύριος, ὡς εὔσπλαχνος, τὸν Ἠλία τὸν Θεσβίτη καὶ τὸν Ἐνώχ, γιὰ νὰ διδάξουν αὐτοὶ τὴν εὐσέβεια στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ κηρύξουν μὲ παρρησία σὲ ὅλους τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴν πιστεύσουν στὸν τύραννο ἀπὸ φόβο, καὶ θὰ κραυγάζουν καὶ θὰ λένε: «Ἄνθρωποι, εἶναι ἀπατεώνας· κανεὶς νὰ μὴν πιστεύσει ἐντελῶς σ᾿ αὐτόν, οὔτε νὰ ὑπακούσει στὸν θεομάχο· κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ μὴ φοβηθεῖ· διότι γρήγορα θὰ καταργηθεῖ. Νά, ὁ ἅγιος Κύριος ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ κρίνει ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστευσαν στὰ θαύματά του». «Ὅμως λίγοι θὰ εἶναι τότε αὐτοὶ ποὺ θὰ θελήσουν νὰ ὑπακούσουν καὶ νὰ πιστεύσουν στὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει ὁ Σωτῆρας, γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀνέκφραστη φιλανθρωπία του· διότι οὔτε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ θὰ ἀφήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος χωρὶς κήρυγμα, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἀναπολόγητοι στὴν κρίση.
Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὅσοι τότε θὰ ὑπάρχουν κατὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἀχρείου, θὰ χύνουν ποτάμι τὰ δάκρυα μὲ στεναγμοὺς πρὸς τὸν ἅγιο Θεό, νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸν Δράκοντα. Καὶ θὰ φεύγουν μὲ μεγάλη βιασύνη στὶς ἐρήμους, καὶ θὰ κρύβονται μὲ φόβο στὰ βουνὰ καὶ στὰ σπήλαια, καὶ θὰ ρίχνουν στὰ κεφάλια τους χῶμα καὶ στάχτη, παρακαλώντας νύχτα καὶ μέρα μὲ πολλὴ ταπείνωση. Καὶ θὰ χορηγεῖται σ᾿ αὐτοὺς ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ αὐτὸ ποὺ παρακαλοῦν, καὶ θὰ τοὺς ὁδηγεῖ ἡ χάρη σὲ ἀσφαλεῖς τόπους, καὶ θὰ σῴζονται κρυβόμενοι στὶς ὀπὲς καὶ στὰ σπήλαια, μὴ βλέποντας τὰ θαύματα καὶ τὰ φοβερὰ πράγματα τοῦ Ἀντίχριστου. Διότι ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν γνώση, εὔκολα ἀναγνωρίζεται ὁ ἐρχομός του ἀπὸ κείνους ὅμως ποὺ ἔχουν τὸ νοῦ τους σὲ βιωτικὰ πράγματα καὶ ποθοῦν τὰ γήινα, δὲ θὰ εἶναι αὐτὸ εὔκολοδιακριτο. Διότι αὐτὸς ποὺ διαρκῶς εἶναι  δεμένος σὲ βιωτικὰ πράγματα, καὶ ἂν ἀκόμη ἀκούσει, δείχνει ἀπιστία καὶ ἀποφεύγει ἐκεῖνον ποὺ τὸ λέει. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἐνδυναμώνονται οἱ πιστοί, διότι ἀπαρνοῦνται Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα καὶ τὴ μέριμνα αὐτῆς τῆς ζωῆς.
Τότε θὰ πενθήσει ὅλη ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα. Θὰ πενθήσει καὶ ὁ ἀέρας, καὶ συγχρόνως θὰ πενθήσουν τὰ ἄγρια ζῷα μαζὶ μὲ τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ. Θὰ πενθήσουν τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ δένδρα τῆς πεδιάδας. Θὰ πενθήσουν ἐπίσης καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, διότι ὅλοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ καὶ πίστευσαν στὸν ἀπατεῶνα, καὶ δέχθηκαν τὸ χάραγμα τοῦ ἀχρείου καὶ θεομάχου ἀντὶ γιὰ τὸν ζωοποιὸ σταυρὸ τοῦ Σωτῆρα. Θὰ πενθήσει ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα, διότι ξαφνικὰ σταμάτησε ἡ φωνὴ τῆς ψαλμῳδίας καὶ τῆς προσευχῆς ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων. Θὰ πενθήσουν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ μὲ μεγάλο πένθος, διότι δὲν τελεῖται ἢ λειτουργία καὶ ἡ προσφορά.
«Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴ συμπλήρωση τῶν τρεισήμισι χρόνων τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δράσης τοῦ ἀχρείου, καὶ ὅταν θὰ συμπληρωθοῦν ὅλα τὰ σκάνδαλα ὅλης τῆς γῆς. Ὅπως λέει ὁ Κύριος, θὰ ἔρθει στὸ τέλος, ἀστράφτοντας σὰν ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὁ ἅγιος καὶ ἄχραντος καὶ φοβερὸς καὶ ἔνδοξος Θεός μας, μὲ δόξα ἀνέκφραστη, ἐνῷ θὰ τρέχουν μπροστὰ ἀπὸ τὴ δόξα του τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἀρχαγγέλων, καὶ θὰ εἶναι ὅλοι φλόγες φωτιᾶς, καὶ θὰ ρέει ποταμὸς γεμάτος ἀπὸ φωτιά, μὲ φοβερὸ παφλασμό. Τὰ Χερουβείμ, μὲ στραμμένο τὸ βλέμμα κάτω, καὶ τὰ Σεραφείμ, ποὺ θὰ πετοῦν καὶ θὰ κρύβουν τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πόδια τους μὲ τὰ πύρινα φτερά τους, θὰ κραυγάζουν μὲ φρίκη: «Σηκωθεῖτε, Ὅσοι κοιμᾶστε. Νά, ἦρθε ὁ Νυμφίος». Θὰ ἀνοίξουν ἐπίσης τὰ μνήματα, καὶ στὴ στιγμὴ θὰ ἀναστηθοῦν ὅλες οἱ φυλές, καὶ θὰ στρέψουν τὸ βλέμμα τους στὸ ἅγιο κάλλος τοῦ Νυμφίου. Καὶ μύριες μυριάδες καὶ χίλιες χιλιάδες Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, ἀναρίθμητες στρατιές, θὰ ἔχουν μεγάλη χαρά. Οἱ ἅγιοι καὶ οἱ δίκαιοι καὶ ὅλοι ὅσοι δὲν ἐδέχθησαν τὴ σφραγίδα τοῦ ἀχρείου καὶ ἀσεβοῦς Δράκοντα θὰ χαίρονται. Καὶ θὰ ὁδηγηθεῖ ὁ τύραννος, δεμένος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, μαζὶ μὲ ὅλους τους δαίμονες, μπροστὰ στὸ βῆμα, καὶ ὅσοι δέχθηκαν τὴ σφραγῖδα του, καὶ ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ δεμένοι. Καὶ ὁ Βασιλιὰς θὰ βγάλει ἐναντίον τους τὴν ἀπόφαση τῆς αἰώνιας καταδίκης στὸ ἄσβεστο πῦρ. «Ὅλοι ὅμως ὅσοι δὲ δέχθηκαν τὴν σφραγίδα τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ ὅλοι ὅσοι κρύφτηκαν στὰ σπήλαια, θὰ χαίρονται μαζὶ μὲ τὸν Νυμφίο στὸν αἰώνιο καὶ οὐράνιο νυφικὸ θάλαμο, μαζὶ μὲ ὅλους τους Ἁγίους, στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»


nektarios.gr